Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
Home
Forums
New posts
Search forums
What's new
New posts
Latest activity
Members
Current visitors
Κανονισμός Λειτουργίας
Σωματείο AVClub
Log in
Register
Search
Search titles only
By:
Search titles only
By:
New posts
Search forums
Menu
Install the app
Install
Reply to thread
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
JavaScript is disabled. For a better experience, please enable JavaScript in your browser before proceeding.
You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an
alternative browser
.
Message
<blockquote data-quote="Black Jack" data-source="post: 1058327924" data-attributes="member: 29200"><p>Εκείνοι που φαίνεται να επωφελήθηκαν περισσότερο από την αναγέννηση της τζαζ, ήταν οι προικισμένοι μουσικοί που δεν το είχαν βάλει κάτω στα δύσκολα χρόνια της πρωτοπορίας, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, και που μπήκαν στον πειρασμό να επιστρέψουν στο κύριο ρεύμα της τζαζ με την επανεμφάνιση ενός ζωντανού τζαζόφιλου κοινού. Αυτοί οι μουσικοί δεν ήταν πια νέοι με τα κριτήρια της εποχής που ένας Armstrong γινόταν παγκοσμίως γνωστός πριν πατήσει τα τριάντα, που ένας Charlie Parker πέθαινε στα τριάντα πέντε του, και που κανείς δεν παραξενευόταν που την επανάσταση στην κιθάρα τζαζ την έφερνε ένας μουσικός (ο Charlie Christian) που μόλις είχε περάσει τα είκοσι. Έτσι τα μέλη του σημαντικού World Saxophone Quartet, που απέκτησε φήμη τη δεκαετία του 1980 (Hammiett Bluiett, Julius Hemphill, Oliver Lake, David Murray) γεννήθηκαν, αντίστοιχα, το 1938, το 1940, το 1942 και το 1955 - δηλαδή όλοι τους εκτός από έναν κοντεύουν (όταν γράφονται αυτά, το 1988) τα πενήντα. Όταν βρίσκουμε Αμερικανούς τζαζ αστέρες που έχουν αποκτήσει φήμη πριν γίνουν τριάντα χρονών, πρόκειται συνήθως για δεύτερης γενιάς μουσικούς, όπως οι αδελφοί Marsalis (Ο Wynton, κλασική και τζαζ τρομπέτα, γεννήθηκε το 1960, ο Brandford, σαξοφωνίστας, το 1961). Πιο πρόσφατα αναδείχθηκαν πραγματικά νέοι μουσικοί πρώτης γενιάς με μεγάλα επιτεύγματα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο σ' αυτή την αναγέννηση, όσο κι αυτό την έκανε οικία σε παλιούς λάτρεις της τζαζ σαν τον υποφαινόμενο. Η τζαζ των αρχών της δεκαετίας του 1990 κοιτούσε προς το παρελθόν. </p><p></p><p>Ας δούμε ποιους ψήφισαν οι κριτικοί του Downbeat για το 1991 ως τους «καλύτερους τζαζ καλλιτέχνες της χρονιάς»: Wynton Marsalis, Benny Carter, Sonny Rollins, Jackie McLean, Dizzy Gillespie, Cecil Taylor, Henry Threadgill και David Murray. Από τους οκτώ, οι πέντε ήταν γνωστά ονόματα το 1961, οι δύο εμφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια της εξορίας της τζαζ και είναι τώρα μεσήλικες, και μόνο ένας, ο Wynton Marsalis (ένας τζαζίστας δεύτερης γενιάς) ανήκει στη δεκαετία του 1980. Οι προτιμήσεις των αναγνωστών το Δεκέμβριο του 1990 δεν κοιτάζουν και πολύ στο μέλλον, αν και δίνουν καλύτερη θέση στους μεσήλικες που έκαναν το καθήκον τους στα μαύρα χρόνια (Jack DeJohnette, Marcus Roberts, Phil Woods, Pat Metheny).</p><p></p><p>Ας δούμε τώρα τι μουσική παίζουν. Η βάση αυτού που παίζεται σήμερα είναι ουσιαστικά αυτό που παιζόταν στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Όλοι είναι μπόπερς. Όχι ότι δεν συνέβη τίποτε στην τζαζ στο μεταξύ, αλλά οι καινοτομίες των τριάντα τελευταίων χρόνων, από τη φρη τζαζ στη φιούζιον, έχουν σιωπηλά περιθωριοποιηθεί. Ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις νεκρολογίες για τον Miles Davis -φυσιογνωμία καθοριστική για την εξέλιξη της τζαζ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά- γίνονται εμφανώς πιο διφορούμενες όταν φτάνουν στα είκοσι τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του, και προτιμούν να αποσιωπούν τα δέκα τελευταία. Αυτό βέβαια βολεύει εμάς, τους πρεσβύτερους, που θυμόμαστε καλά τα αριστουργήματα του πρώτου κουιντέτου, το Miles Ahead και το Kind of Blue, κανονικά όμως δε θα έπρεπε το χάσμα των γενεών να είναι κάπως μεγαλύτερο; Η λέξη κλειδί σήμερα είναι η «παράδοση», ένας όρος που κάποτε τον άκουγες συχνότερα από τους τζαζ φανς που θρηνούσαν το τέλος του Ντίξιλαντ και των νιάτων τους, παρά από τους μουσικούς. Κι όμως, να τι είπε πρόσφατα ένας εικοσιπεντάχρονος σαξοφωνίστας («που κατάγεται από τον Parker και τον Adderley»): «Ο Μπερντ είναι η βασική επιρροή, επειδή το παίξιμό του καλύπτει τόσες πολλές εποχές και στυλ. Συμβόλιζε την παράδοση, και σκέφτηκα ότι αν μελετούσα αρκετά τον Μπερντ, θα την έπιανα κι εγώ». Αυτή την εικόνα είχε άραγε κι ο Μπερντ για τον εαυτό του στα είκοσι πέντε του;</p><p></p><p>Η μόδα του ρετρό πάει μάλιστα πολύ πιο πίσω από τους πρώτους μπόπερς. Υπάρχει μια επιστροφή στις κλασικές μπαλάντες, έστω κι αν τώρα παίζονται με αβανγκαρντίστικες φιοριτούρες από μουσικούς που επέστρεψαν στο κύριο ρεύμα από τα πιο μακρινά και απρόσιτα σύνορα, όπως ο Archie Shepp, ο φόβος και ο τρόμος της δεκαετίας του 1960. Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις μιας μαύρης επαναανακάλυψης της αυθεντικής παράδοσης της Νέας Ορλεάνης, την οποία προέβλεπα στη Σκηνή της Τζαζ σίγουρα από τον Wynton Marsalis, ο οποίος και κατάγεται από τη Νέα Ορλεάνη και είναι υπέρμαχος των παραδόσεων. Πάνω απ' όλα έχουμε μια θεαματική επιστροφή στα μπλουζ. Η περσινή επανέκδοση του Robert Johnson λέγεται πως πούλησε 500.000 κομμάτια. Η Benson & Hedges σπονσοράρει ένα Φεστιβάλ Μπλουζ στη Νέα Υόρκη. Μπλουζ μπαρς ανοίγουν δεξιά κι αριστερά στο Σικάγο, προς όφελος των φτωχών παλαίμαχων τραγουδιστών που το αξίζουν, και, όπως μαθαίνω, εισάγονται και σε ένα καινούργιο νεοϋορκέζικο κλαμπ το οποίο θα παίζει αποκλειστικά Σικάγο μπλουζ.</p><p></p><p>Όλα τούτα είναι παρήγορα και οικία στους παλιούς, αν και είναι αδύνατον να αισθανθείς, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στα χρόνια μεταξύ 1936 και 1942, ότι ζούμε και πάλι μια χρυσή εποχή της τζαζ. Απλά, υπάρχει πολύ τζαζ για να ακούσει κανείς, και αρκετοί πιανίστες (τουλάχιστον στην περιοχή της Νέας Υόρκης) που είναι ταυτόχρονα και τολμηροί και προσιτοί. Υπάρχει όμως και ένα σήμα κινδύνου. Η τζαζ δεν μπορεί να επιβιώσει όπως η μουσική μπαρόκ, σαν μια απομίμηση ή σαν μια αρχαιολογία για ένα καλλιεργημένο κοινό, ακόμα και μεταξύ των μαύρων. Τα παιδιά των μαύρων δεν τραγουδούν σήμερα τα μπλουζ. Τα μπλουζ παίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, από ηλικιωμένους καλλιτέχνες για ένα ηλικιωμένο κοινό της γειτονιάς και, στη χειρότερη (όπως συμβαίνει σε πολλά καινούργια μπλουζ στέκια του Σικάγου), σε λευκές συνοικίες, από τους ίδιους γκριζομάλληδες, για ένα κοινό λευκών φοιτητών. Τα παιδιά των μαύρων δεν ονειρεύονται να παίξουν πνευστά (με εξαίρεση, παραδόξως, νεαρούς που κατάγονται από την Καραϊβική και ζουν στη Βρετανία, και οι οποίοι δεν έχουν πίσω τους μια ιθαγενή τζαζ παράδοση), αλλά να γίνουν μέλη μεγάλων ραπ συγκροτημάτων, μια μορφή τέχνης, κατά τη γνώμη μου, μουσικά αδιάφορη και λογοτεχνικά ασήμαντη. Στην πραγματικότητα, είναι το αντίθετο της μεγάλης και βαθιάς τέχνης των μπλουζ. Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι γι' αυτό -τι να σου κάνει ένα σαξόφωνο μπροστά σ' ένα γκέτο μπλάστερ;-, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι κόβει τις ρίζες της τζαζ. Τα ακμάζοντα μαύρα μέσα ενημέρωσης και η μαύρη καλλιτεχνική σκηνή -αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κύκλωμα του Σπάικ Λη»- είναι διαποτισμένο από την τζαζ, το ίδιο και οι μουσικοί, μαύροι και λευκοί. Αλλά η τζαζ έζησε πάντοτε όχι από τις επευφημίες του κοινού της (το οποίο, με σπάνιες εξαιρέσεις, ήταν πάντοτε μειοψηφικό), αλλά από αυτό που ο Cornel West ονομάζει «δίκτυο μαθητείας», από τη «μετάδοση δεξιοτήτων και ευαισθησιών σε νέους μουσικούς». Τα νήματα αυτού του δικτύου ξεφτίζουν, μερικά έχουν ήδη κοπεί.</p><p></p><p>Μεταμορφώνεται λοιπόν και η τζαζ ανεπανόρθωτα σε μια άλλη εκδοχή κλασικής μουσικής: σε έναν «πολιτιστικό θησαυρό», που αποτελείται από ένα ρεπερτόριο, νεκρωμένων στην πλειοψηφία τους, στυλ, που παίζονται ζωντανά από καλλιτέχνες -μερικοί από τους οποίους είναι νέοι- για ένα εύπορο κοινό μεσοαστών μεσηλίκων, μαύρων και λευκών, και για Γιαπωνέζους τουρίστες; Θα ξαναγίνει άραγε και πάλι προσιτή σε ένα δυνητικά μαζικό κοινό, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου και των δίσκων, όπως ήταν μισό αιώνα πριν στη δική μου ευρωπαϊκή γενιά; Η ακρόαση σήμερα των περισσότερων ραδιοφωνικών σταθμών τζαζ προϋποθέτει την είσοδο σ' έναν κόσμο μυημένων, αυτών που διαφυλάσσουν την αληθινή πίστη, όπου τρεις μέρες αφιερωμένες αποκλειστικά στους δίσκους φερ' ειπείν του Clifford Brown θεωρούνται τρεις γόνιμες μέρες.</p><p></p><p>Η τζαζ οδηγείται οριστικά στην απολίθωση; Δεν αποκλείεται. Αν αυτή είναι η μοίρα της, τότε δεν αποτελεί παρηγοριά το ότι ο Clint Eastwood έθαψε τον Μπερντ μέσα σ' ένα μαυσωλείο από σελιλόιντ, ούτε το ότι το κάθε κομμωτήριο και μαγαζί καλλυντικών παίζει κασέτες της Billie Holiday. Η τζαζ όμως έχει αποδείξει πως έχει εξαιρετικές δυνάμεις επιβίωσης και ανανέωσης μέσα σε μια κοινωνία που δεν είναι φτιαγμένη γι' αυτήν και που δεν της αξίζει. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι τα καύσιμά της έχουν εξαντληθεί. Πειράζει, άλλωστε, απλώς να ακούμε και ν' αφήσουμε το μέλλον ν' αποφασίσει;</p></blockquote><p></p>
[QUOTE="Black Jack, post: 1058327924, member: 29200"] Εκείνοι που φαίνεται να επωφελήθηκαν περισσότερο από την αναγέννηση της τζαζ, ήταν οι προικισμένοι μουσικοί που δεν το είχαν βάλει κάτω στα δύσκολα χρόνια της πρωτοπορίας, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, και που μπήκαν στον πειρασμό να επιστρέψουν στο κύριο ρεύμα της τζαζ με την επανεμφάνιση ενός ζωντανού τζαζόφιλου κοινού. Αυτοί οι μουσικοί δεν ήταν πια νέοι με τα κριτήρια της εποχής που ένας Armstrong γινόταν παγκοσμίως γνωστός πριν πατήσει τα τριάντα, που ένας Charlie Parker πέθαινε στα τριάντα πέντε του, και που κανείς δεν παραξενευόταν που την επανάσταση στην κιθάρα τζαζ την έφερνε ένας μουσικός (ο Charlie Christian) που μόλις είχε περάσει τα είκοσι. Έτσι τα μέλη του σημαντικού World Saxophone Quartet, που απέκτησε φήμη τη δεκαετία του 1980 (Hammiett Bluiett, Julius Hemphill, Oliver Lake, David Murray) γεννήθηκαν, αντίστοιχα, το 1938, το 1940, το 1942 και το 1955 - δηλαδή όλοι τους εκτός από έναν κοντεύουν (όταν γράφονται αυτά, το 1988) τα πενήντα. Όταν βρίσκουμε Αμερικανούς τζαζ αστέρες που έχουν αποκτήσει φήμη πριν γίνουν τριάντα χρονών, πρόκειται συνήθως για δεύτερης γενιάς μουσικούς, όπως οι αδελφοί Marsalis (Ο Wynton, κλασική και τζαζ τρομπέτα, γεννήθηκε το 1960, ο Brandford, σαξοφωνίστας, το 1961). Πιο πρόσφατα αναδείχθηκαν πραγματικά νέοι μουσικοί πρώτης γενιάς με μεγάλα επιτεύγματα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο σ' αυτή την αναγέννηση, όσο κι αυτό την έκανε οικία σε παλιούς λάτρεις της τζαζ σαν τον υποφαινόμενο. Η τζαζ των αρχών της δεκαετίας του 1990 κοιτούσε προς το παρελθόν. Ας δούμε ποιους ψήφισαν οι κριτικοί του Downbeat για το 1991 ως τους «καλύτερους τζαζ καλλιτέχνες της χρονιάς»: Wynton Marsalis, Benny Carter, Sonny Rollins, Jackie McLean, Dizzy Gillespie, Cecil Taylor, Henry Threadgill και David Murray. Από τους οκτώ, οι πέντε ήταν γνωστά ονόματα το 1961, οι δύο εμφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια της εξορίας της τζαζ και είναι τώρα μεσήλικες, και μόνο ένας, ο Wynton Marsalis (ένας τζαζίστας δεύτερης γενιάς) ανήκει στη δεκαετία του 1980. Οι προτιμήσεις των αναγνωστών το Δεκέμβριο του 1990 δεν κοιτάζουν και πολύ στο μέλλον, αν και δίνουν καλύτερη θέση στους μεσήλικες που έκαναν το καθήκον τους στα μαύρα χρόνια (Jack DeJohnette, Marcus Roberts, Phil Woods, Pat Metheny). Ας δούμε τώρα τι μουσική παίζουν. Η βάση αυτού που παίζεται σήμερα είναι ουσιαστικά αυτό που παιζόταν στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Όλοι είναι μπόπερς. Όχι ότι δεν συνέβη τίποτε στην τζαζ στο μεταξύ, αλλά οι καινοτομίες των τριάντα τελευταίων χρόνων, από τη φρη τζαζ στη φιούζιον, έχουν σιωπηλά περιθωριοποιηθεί. Ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις νεκρολογίες για τον Miles Davis -φυσιογνωμία καθοριστική για την εξέλιξη της τζαζ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά- γίνονται εμφανώς πιο διφορούμενες όταν φτάνουν στα είκοσι τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του, και προτιμούν να αποσιωπούν τα δέκα τελευταία. Αυτό βέβαια βολεύει εμάς, τους πρεσβύτερους, που θυμόμαστε καλά τα αριστουργήματα του πρώτου κουιντέτου, το Miles Ahead και το Kind of Blue, κανονικά όμως δε θα έπρεπε το χάσμα των γενεών να είναι κάπως μεγαλύτερο; Η λέξη κλειδί σήμερα είναι η «παράδοση», ένας όρος που κάποτε τον άκουγες συχνότερα από τους τζαζ φανς που θρηνούσαν το τέλος του Ντίξιλαντ και των νιάτων τους, παρά από τους μουσικούς. Κι όμως, να τι είπε πρόσφατα ένας εικοσιπεντάχρονος σαξοφωνίστας («που κατάγεται από τον Parker και τον Adderley»): «Ο Μπερντ είναι η βασική επιρροή, επειδή το παίξιμό του καλύπτει τόσες πολλές εποχές και στυλ. Συμβόλιζε την παράδοση, και σκέφτηκα ότι αν μελετούσα αρκετά τον Μπερντ, θα την έπιανα κι εγώ». Αυτή την εικόνα είχε άραγε κι ο Μπερντ για τον εαυτό του στα είκοσι πέντε του; Η μόδα του ρετρό πάει μάλιστα πολύ πιο πίσω από τους πρώτους μπόπερς. Υπάρχει μια επιστροφή στις κλασικές μπαλάντες, έστω κι αν τώρα παίζονται με αβανγκαρντίστικες φιοριτούρες από μουσικούς που επέστρεψαν στο κύριο ρεύμα από τα πιο μακρινά και απρόσιτα σύνορα, όπως ο Archie Shepp, ο φόβος και ο τρόμος της δεκαετίας του 1960. Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις μιας μαύρης επαναανακάλυψης της αυθεντικής παράδοσης της Νέας Ορλεάνης, την οποία προέβλεπα στη Σκηνή της Τζαζ σίγουρα από τον Wynton Marsalis, ο οποίος και κατάγεται από τη Νέα Ορλεάνη και είναι υπέρμαχος των παραδόσεων. Πάνω απ' όλα έχουμε μια θεαματική επιστροφή στα μπλουζ. Η περσινή επανέκδοση του Robert Johnson λέγεται πως πούλησε 500.000 κομμάτια. Η Benson & Hedges σπονσοράρει ένα Φεστιβάλ Μπλουζ στη Νέα Υόρκη. Μπλουζ μπαρς ανοίγουν δεξιά κι αριστερά στο Σικάγο, προς όφελος των φτωχών παλαίμαχων τραγουδιστών που το αξίζουν, και, όπως μαθαίνω, εισάγονται και σε ένα καινούργιο νεοϋορκέζικο κλαμπ το οποίο θα παίζει αποκλειστικά Σικάγο μπλουζ. Όλα τούτα είναι παρήγορα και οικία στους παλιούς, αν και είναι αδύνατον να αισθανθείς, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στα χρόνια μεταξύ 1936 και 1942, ότι ζούμε και πάλι μια χρυσή εποχή της τζαζ. Απλά, υπάρχει πολύ τζαζ για να ακούσει κανείς, και αρκετοί πιανίστες (τουλάχιστον στην περιοχή της Νέας Υόρκης) που είναι ταυτόχρονα και τολμηροί και προσιτοί. Υπάρχει όμως και ένα σήμα κινδύνου. Η τζαζ δεν μπορεί να επιβιώσει όπως η μουσική μπαρόκ, σαν μια απομίμηση ή σαν μια αρχαιολογία για ένα καλλιεργημένο κοινό, ακόμα και μεταξύ των μαύρων. Τα παιδιά των μαύρων δεν τραγουδούν σήμερα τα μπλουζ. Τα μπλουζ παίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, από ηλικιωμένους καλλιτέχνες για ένα ηλικιωμένο κοινό της γειτονιάς και, στη χειρότερη (όπως συμβαίνει σε πολλά καινούργια μπλουζ στέκια του Σικάγου), σε λευκές συνοικίες, από τους ίδιους γκριζομάλληδες, για ένα κοινό λευκών φοιτητών. Τα παιδιά των μαύρων δεν ονειρεύονται να παίξουν πνευστά (με εξαίρεση, παραδόξως, νεαρούς που κατάγονται από την Καραϊβική και ζουν στη Βρετανία, και οι οποίοι δεν έχουν πίσω τους μια ιθαγενή τζαζ παράδοση), αλλά να γίνουν μέλη μεγάλων ραπ συγκροτημάτων, μια μορφή τέχνης, κατά τη γνώμη μου, μουσικά αδιάφορη και λογοτεχνικά ασήμαντη. Στην πραγματικότητα, είναι το αντίθετο της μεγάλης και βαθιάς τέχνης των μπλουζ. Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι γι' αυτό -τι να σου κάνει ένα σαξόφωνο μπροστά σ' ένα γκέτο μπλάστερ;-, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι κόβει τις ρίζες της τζαζ. Τα ακμάζοντα μαύρα μέσα ενημέρωσης και η μαύρη καλλιτεχνική σκηνή -αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κύκλωμα του Σπάικ Λη»- είναι διαποτισμένο από την τζαζ, το ίδιο και οι μουσικοί, μαύροι και λευκοί. Αλλά η τζαζ έζησε πάντοτε όχι από τις επευφημίες του κοινού της (το οποίο, με σπάνιες εξαιρέσεις, ήταν πάντοτε μειοψηφικό), αλλά από αυτό που ο Cornel West ονομάζει «δίκτυο μαθητείας», από τη «μετάδοση δεξιοτήτων και ευαισθησιών σε νέους μουσικούς». Τα νήματα αυτού του δικτύου ξεφτίζουν, μερικά έχουν ήδη κοπεί. Μεταμορφώνεται λοιπόν και η τζαζ ανεπανόρθωτα σε μια άλλη εκδοχή κλασικής μουσικής: σε έναν «πολιτιστικό θησαυρό», που αποτελείται από ένα ρεπερτόριο, νεκρωμένων στην πλειοψηφία τους, στυλ, που παίζονται ζωντανά από καλλιτέχνες -μερικοί από τους οποίους είναι νέοι- για ένα εύπορο κοινό μεσοαστών μεσηλίκων, μαύρων και λευκών, και για Γιαπωνέζους τουρίστες; Θα ξαναγίνει άραγε και πάλι προσιτή σε ένα δυνητικά μαζικό κοινό, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου και των δίσκων, όπως ήταν μισό αιώνα πριν στη δική μου ευρωπαϊκή γενιά; Η ακρόαση σήμερα των περισσότερων ραδιοφωνικών σταθμών τζαζ προϋποθέτει την είσοδο σ' έναν κόσμο μυημένων, αυτών που διαφυλάσσουν την αληθινή πίστη, όπου τρεις μέρες αφιερωμένες αποκλειστικά στους δίσκους φερ' ειπείν του Clifford Brown θεωρούνται τρεις γόνιμες μέρες. Η τζαζ οδηγείται οριστικά στην απολίθωση; Δεν αποκλείεται. Αν αυτή είναι η μοίρα της, τότε δεν αποτελεί παρηγοριά το ότι ο Clint Eastwood έθαψε τον Μπερντ μέσα σ' ένα μαυσωλείο από σελιλόιντ, ούτε το ότι το κάθε κομμωτήριο και μαγαζί καλλυντικών παίζει κασέτες της Billie Holiday. Η τζαζ όμως έχει αποδείξει πως έχει εξαιρετικές δυνάμεις επιβίωσης και ανανέωσης μέσα σε μια κοινωνία που δεν είναι φτιαγμένη γι' αυτήν και που δεν της αξίζει. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι τα καύσιμά της έχουν εξαντληθεί. Πειράζει, άλλωστε, απλώς να ακούμε και ν' αφήσουμε το μέλλον ν' αποφασίσει; [/QUOTE]
Verification
Post reply
Home
Forums
Μουσική - Κινηματογράφος - Τηλεόραση - Πολιτισμός
Πολιτισμός
Eric J. Hobsbawm: Η τζαζ μετά το 1960
Top
Bottom
This site uses cookies to help personalise content, tailor your experience and to keep you logged in if you register.
By continuing to use this site, you are consenting to our use of cookies.
Accept
Learn more…