- 17 June 2006
- 14,350
Η Χρωματική Φαντασία και Φούγκα (BWV903) του J. S. Bach με την οποία ανοίγει ο Γιούρι Εγκόροφ αυτό το ρεσιτάλ του στο Carnegie Hall (1978), είναι ένα από τα πιό προχωρημένα έργα για πληκτροφόρο όργανο που έγραψε ποτέ ο Κάντορας. Το έργο είναι γεμάτο πάθος και προαναγγέλει τους φλογερούς, όλο επιτήδευση αυτοσχεδιασμούς του Philipp Emanuel Bach. Διακρίνεται από την ίδια απλόχωρη, εκτεταμένη διάρθρωση και τη λαμπρότητα που χαρακτηρίζει τις γνωστές, μεγάλες φούγκες του Κάντορα για το εκκλησιαστικό όργανο. Αλλά η Φαντασία είναι γεμάτη από ποικίλες παραλλαγές στον ίδιο βαθμό που η Φούγκα είναι αδυσώπητη στην εξέλιξή της. Φαινομενικά απλή, έντεχνα και διακριτικά περίπλοκη, μ ένα σωρό πράγματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα κάτω από την επιφάνεια, με την άνεση της εμπειρίας μιάς ζωής σε κάθε της αράδα.
Η Φαντασία Κ.475 του Mozart που παραλαμβάνει τη σκυτάλη, θεωρείται το πιό δραματικό κομμάτι που γράφτηκε τον 18ο Αιώνα για σόλο πιάνο. Σύμφωνα με τους ειδικούς είναι επίσης το κομμάτι που μας δίνει την πιό αληθινή εικόνα της απίστευτης ικανότητάς του Mozart στον αυτοσχεδιασμό – της επιδεξιότητάς του να ενδίδει στη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία και αδιαντροπιά της φαντασίας, στις πιό ακραίες αντιπαραβολές ιδεών, στην πιό απεριόριστη ποικιλία λυρισμού και δεξιοτεχνίας την ίδια ώρα που διατηρεί αναλλοίωτη τη δομική λογική. Ισχύει κατά κόρον βέβαια εδώ αυτό που έλεγε ο Edwin Fisher, ότι ‘ο εκτελεστής, στον Mozart, πρέπει ανα πάσα στιγμή να μιλάει και να τραγουδάει’. Και μαζί, η παρατήρηση του Richard Strauss για το Πως ο Mozart μοιάζει να έχει συλλάβει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης αισθαντικότητας και να το έχει αποστάξει μέσα σε καθεμιά από τις καθαρά Οργανικές δημιουργίες του.
Τρίτη στη σειρά έρχεται η Φαντασία op. 49 του Chopin. Οι υπέροχες μελωδίες της γραφής του, οι παλλόμενες εσωτερικές φωνές στις περίπλοκες πολυφωνίες του, τα εκπληκτικά πειράματα με την αρμονία: όλα δείχνουν να ξεπηδούν από ένα πρόχειρο σκαρίφημα, ένα σχέδιο με αφηρημένες γραμμές, ‘έναν ζωγραφικό πίνακα όπου δεν μπορείς να κάνεις καθαρά τη διάκριση ανάμεσα στη γραμμή και στο χρώμα’ όπως έλεγαν και οι σύγχρονοί του. ‘Ο λυρισμός και η ποιητική δύναμη της μουσικής του απορρέουν ακριβώς από αυτή τη δεξιότητά του στον ταυτόχρονο έλεγχο όλων μαζί των μελωδικών γραμμών που υφαίνουν τις πολυφωνίες του, καθώς η μελωδία περνάει συνέχεια από τη μία φωνή στην άλλη’ γράφει ο Charles Rosen. Το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό.
Μία Σπουδή του Chopin (Etude in G# Major, op. 10 no. 5) οδηγεί στο φινάλε αυτής της συγκλονιστικής συναυλίας, τη Φαντασία op. 17 του Schumann. Αυτοί που ήταν Εκεί παίρνουν όρκο πως ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς και πως ποτέ στη ζωή τους δεν την ξανάκουσαν τόσο Εξαίσια παιγμένη. Αλλά στην κλιμάκωσή της, ένας ενθουσιασμένος θεατής φώναξε με όλη του τη δύναμη ένα στεντόρειο ‘’Μπράβο!’’ που κατέστρεψε τη ζωντανή ηχογράφηση γιατί, μεταξύ άλλων, ο πιανίστας έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του. Ο Γιούρι Εγκόροφ, λίγους μήνες μετά, ξαναμπήκε στο στούντιο και την ηχογράφησε ολόκληρη για να συμπληρώσει το CD με το ρεσιτάλ του Carnegie Hall.
Ο Γιούρι Εγκόροφ ήταν ένα εξαιρετικά προικισμένο αγόρι από το Καζάν. Γεννήθηκε το 1954. Αρχισε να μαθαίνει πιάνο στα 6 του από τη μάνα του που ήταν καθηγήτρια πιάνου. Συνέχισε στο Κονσερβατουάρ του Καζάν και μετά, για 6 χρόνια σε αυτό της Μόσχας όπου είχε για δάσκαλο τον μεγάλο Γιάκοφ Ζακ. Κέρδισε διάφορα βραβεία στους πιό δύσκολους πιανιστικούς διαγωνισμούς. Το 1976, στη διάρκεια περιοδείας του, αποστάτησε στη Δύση. Πέθανε στο σπίτι του, στο Αμστερνταμ, το 1988, σε ηλικία μόλις 34 ετών. Οι γιατροί του είχαν πεί τη διάγνωση, ότι πάσχει από AIDS. Ο Εγκόροφ, μαζί με το σύντροφό του, οργάνωσαν ένα πάρτι: κάλεσαν όλους τους φίλους τους. Αυτοί που παρευρέθηκαν είπαν μετά πως σε όλη τη διάρκεια της νύχτας ήταν χαρούμενος, μίλαγε εγκάρδια σε όλους και γύρναγε από παρέα σε παρέα μ ένα μεγάλο ποτήρι κρασί στο χέρι από το οποίο έπινε λίγο, κάθε τόσο. Στο κρασί του είχε βάλει δηλητήριο χωρίς να πεί τίποτα σε κανένα. ‘Εφυγε’ αργά εκείνη τη νύχτα, στις πρώτες ώρες του πρωινού, περιστοιχισμένος από τους φίλους του και τους ανθρώπους που αγαπούσε, ίδιος Ρωμαίος Συμποσιαστής.