- 17 June 2006
- 14,350
Αν, σύμφωνα με τους μουσικολόγους, διαβάζουμε το πιστοποιητικό γέννησής του σωστά, ο Γιόχαν Γκότλιμπ Γκόλντμπεργκ γεννήθηκε το έτος 1727. Αυτό σημαίνει πως όταν ο Κάντορας συνέθεσε τις Παραλλαγές που έφεραν το όνομά του, ο μαθητής του ήταν 14 ετών. Η επικρατέστερη εκδοχή λέει πως ο Προστάτης του μαθητή (κόμης Keyserling) υπέφερε από αϋπνίες και ζήτησε από τον Κάντορα να συνθέσει ‘κάτι’ με το οποίο ο Γκόλντμπεργκ να τον ...νανουρίζει τη νύχτα. Αυτό το ‘κάτι’ είναι οι 30 Παραλλαγές πάνω στο θέμα του μπάσου από μία sarabande, σ ένα βιβλίο με ασκήσεις που ο Μπάχ είχε συνθέσει για τη δεύτερη σύζυγό του.
Οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ είναι σήμερα ένα από τα Τοτέμ της Δυτικής μουσικής και της πολιτισμένης σκέψης γενικότερα. Ο Glenn Gould τις διέσωσε από την αφάνεια στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Πιστεύω πως κάθε σοβαρός μουσικόφιλος οφείλει στον εαυτό του μιά σοβαρή, εκτεταμένη επαφή με αυτό το καταπληκτικό Εργο.
Ο προάγγελος των ‘Γκόλντμπεργκ’ είναι οι 32 παραλλαγές στην Αρια ‘La Capricciosa’ που έγραψε ο μεγάλος Δανός Dideriκ (Dietrich) Buxtehude (1637-1707). Λέγεται ότι ο Κάντορας περπάτησε περισσότερα από 300 μίλια με τα πόδια (!) για να ακούσει τον Buxtehude να παίζει στο εκκλησιαστικό όργανο το πρωινό μιάς Κυριακάτικης λειτουργίας (σήμερα αυτό είναι απείρως ...πιό εύκολο χάρις στο εξαιρετικό άλμπουμ του Lars Ulric Mortensen πάνω στη Μουσική για πλήκτρα του μεγάλου Δανού –Harpsichord Music vol. 3, dacapo 8.224118 CD). Οι επίγονοι των Γκόλντμπεργκ είναι οι παραλλαγές Diabelli του Μπετόβεν, οι Συμφωνικές Σπουδές του Ρόμπερτ Σούμαν και οι διάσημες παραλλαγές Haydn και Handel του Μπράμς. Τίποτα απ όλα αυτά όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τις Γκόλντμπεργκ. Η κομψότητά τους δεν έχει το ταίρι της στην ιστορία της μουσικής. Το ίδιο και η ποικιλία τους, οι εναλλαγές διάθεσης, ρυθμού, στύλ και ηχηρότητας. Βασικά πρόκειται για μιά συλλογή από Αναγεννησιακούς χορούς – sarabandes, gigues, sicilianas κλπ. – μιά Εγκυκλοπαίδεια που ταυτόχρονα είναι το πιό σημαντικό από τα έργα δεξιοτεχνίας που έδοσε ποτέ το Μπαρόκ. Το έργο διαθέτει αρχή, μέση και τέλος, μια απίστευτη ομοηχία, μιά ταυτοφωνία που σήμερα θα την ονομάζαμε concept (sic) αλλά η οποία ήταν το λιγότερο αδιανόητη πρίν, τουλάχιστον, από τον Μπετόβεν, κάπου 70 χρόνια αργότερα. Αν τις ακούσεις ‘καπάκι’ με τα έργα της ωριμότητας του Λίστ που γράφτηκαν 150 χρόνια μετά και γνέφουν στο Ντεμπυσύ και τους νεωτεριστές του 20ου αιώνα, θα πάθεις σοκ: η τολμηρότητα και η μαεστρία τους κάνει τους επίγονους να ωχριούν.
Κάθε μαίτρ του πιάνου έχει αναμετρηθεί με τις Γκόλτνμπεργκ. Ο Perahia πιο πρόσφατα με καταπληκτική ηχογράφηση (ακούς μέχρι και τα νύχια του πάνω στο κλαβιέ), η Rosalyn Tureck παληότερα, σε μονοφωνική εγγραφή, ίσως η τελευταία λέξη πάνω στο θέμα (VAI 1029). Αλλά άν έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξω θα έπαιρνα την έκδοση με τον Christophe Rousset Oiseau Lyre (O-L 433 054-2) με harpsichord για να τις έχω όπως τις άκουγε ο ίδιος ο Μπάχ και την έκδοση του 1955, για πιάνο, με τον Glenn Gould: ο Gould παίζει χωρίς τις επαναλήψεις –repeats, αυτό θεωρήθηκε ύψιστη ασέβεια στη μουσική του Κάντορα- πιάνει τον ακροατή κυριολεκτικά απ το λαιμό και τον πηγαίνει σπρώχνοντας μέχρι τέλους. Η βερσιόν του είναι κάπου 14 λεπτά μικρότερη σε διάρκεια από όλες τις υπόλοιπες που κυκλοφορούν αλλά το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό και τον δικαιώνει απόλυτα.
Μετά από εκείνη την ηχογράφηση ο Gould πήρε τις ‘Γκόλντμπεργκ’ και τις ‘έβγαλε στο δρόμο’: στην περιοδεία του, τις έπαιξε και στη Μόσχα. Εκεί τον άκουσε ο Χάϊνριχ Νόϋχάους, δάσκαλος μεταξύ άλλων των Σβιατοσλάβ Ρίχτερ και Εμίλ Γκίλελς. Μετά τη συναυλία ο Νόϋχάους δήλωσε: ‘’...αυτός ο νεαρός έπαιξε σαν να ήταν ένας από τους μαθητές του Κάντορα, στην Εκκλησία του Αγίου Θωμά...σαν να μοιραζόταν κάθε μέρα το ίδιο φαγητό με το Δάσκαλο στην τράπεζα της εκκλησίας...σαν να κινούσε με τα ίδια του τα χέρια τις φυσούνες του εκκλησιαστικού οργάνου όπου ο συνθέτης έπαιζε για τους πιστούς’’*.
* το περιστατικό αναφέρεται με πολλή γλαφυρότητα στο Δελτίο Προσφορών της Λέσχης του Δίσκου, Αθήνα, 1987.