Τον Φεβρουάριο του 1968, οι Doors μπήκαν στα στούντιο T.T.G.[1] στο Χόλιγουντ, πρόσφατα εξοπλισμένων[2] με προηγμένες δυνατότητες εγγραφής 16-καναλιών και άρχισαν ηχογραφήσεις για το τρίτο τους άλμπουμ, Waiting For The Sun. Ο παραγωγός, Paul Rothchild, γίνεται ολοένα και περισσότερο απαιτητικός ενώ τα σέσιον πηγαίνουν στραβά, από την αρχή. Ο Jim είναι πολύ αδιάφορος για τη διαδικασία της ηχογράφησης και με το αδιάκοπο ποτό και ξεφάντωμα, γίνεται αναξιόπιστος και δημιουργικά αντιπαραγωγικός. Κρατάει στάση, "δεν με νοιάζει", και μετά την απόρριψη του αριστουργήματός του, "The Celebration", αποτραβιέται και επαναστατεί. Χρειάζονται πάνω από 130 προσπάθειες για να ηχογραφηθεί το "The Unknown Soldier" σύμφωνα με τα υψηλά πρότυπα του Paul. Ο John Densmore μπουχτισμένος με τα πάντα, φεύγει αλλά επιστρέφει την επόμενη μέρα.
Ο Ray και Robby, νιώθουν ότι κάτι πρέπει να γίνει για τον Jim. Μιλούν στον Paul και αποφασίζουν να προσλάβουν κάποιον για να έχει το νου του στον Jim όταν πίνει και να βεβαιώνεται ότι πηγαίνει στην ώρα του στο στούντιο. Ο Paul προτείνει να προσλάβουν τον Bobby Neuwirth, πρώην τεχνικό/roadie με την μπάντα του Bob Dylan, που να μπορεί να διαλογίζεται και να πίνει με τον Jim, παριστάνοντας τον κινηματογραφιστή. Η Elektra πληρώνει το μισό μισθό του Neuwirth και οι John, Ray και Robby συμμετέχουν στον άλλο μισό. Ο Jim γρήγορα συνειδητοποιεί τι συμβαίνει, αλλά παίζει μαζί τους για λίγο. Ο Neuwirth σύντομα καταλαβαίνει, ότι δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σταματήσει τον Jim από το ποτό και του κάνει παρέα στα μπαρ της πόλης, πίνοντας και ξεφαντώνοντας. Γίνεται περισσότερο σύντροφός του στο ποτό, παρά επιτηρητής και συντονιστής.
Οι ηχογραφήσεις πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ο Jim συχνά αφήνει τους άλλους να περιμένουν για ώρες και πετάει την ευκαιρία να βάλει στο δίσκο, το αριστούργημά του, "Celebration of The Lizard". Υποτίθεται ότι θα κάλυπτε μια ολόκληρη πλευρά του LP, αλλά με την μουσική αποσπασματικότητα και τη στάση του Jim στο στούντιο, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Οι Doors κάνουν μια έκδοση που αρέσει στον Jim, αλλά οι άλλοι διαφωνούν μαζί του. Αναστατωμένος, φεύγει για λίγες ώρες, επιστρέφει εξαιρετικά μεθυσμένος, χαμηλώνει τα φώτα και πηγαίνει στο παραβάν ηχογράφησης στουπί και τραγουδά τη λήψη του "Five To One" (αν ακούσετε προσεκτικά το τμήμα στο τέλος του τραγουδιού, όπου λέει: "Hey come on honey... -γουλιά- ... go along home and wait for me baby and I'll be there in just a little while..." μπορείτε να ακούσετε να παίρνει μια γουλιά από το μπουκάλι του μπράντι).
Ο Τζιμ, αισθανόμενος τις πιέσεις για νέο υλικό, ενώ μπαίνει στο στούντιο συχνά, πίνει όλο και περισσότερο. Όποτε το θελήσει, σταματάει και συχνάζει στα τοπικά μπαρ, προσκαλώντας μπαρόβιες και γκρούπις πίσω στο στούντιο. Ο John δεν αντέχει άλλο και τα παρατάει ξανά. Ο Robby μετά από μερικές ημέρες του λέει να επιστρέψει... Ο φωτογράφος, Paul Ferrara ήταν διαθέσιμος στα περισσότερα από αυτά τα σέσιον, καταγράφοντας σε φωτογραφίες και φιλμ. "Κατάφερα να μπλέξω καθημερινά στα σέσιον, μερικές φορές φέρνοντας τον Jim, από όπου κατέληγε το προηγούμενο βράδυ" λέει ο Paul στην αυτοβιογραφία του, Flash of Eden. (πηγή, thedoors.com)
______________________
[1]. Αρχικά του "Two Terrible Guys"/Δύο Τρομερά Παιδιά. Ήταν λογοπαίγνιο, επειδή οι ιδιοκτήτες ήταν ακριβώς το αντίθετο: δύο ευγενικοί και καλοί, αν και πολύ τρελοί, τύποι.
[2]. Mικρόφωνα Sony και Telefunken, μαγνητόφωνα Ampex, ηχεία Altec Lansing 604E και EMT-140 Echo Plates. Αυτό το άλμπουμ είχε μια πρωτιά, καθώς χρησιμοποιήθηκαν οι νέοι επεξεργαστές αποθορυβοποίησης Dolby A301.
Οι Doors περισσότερο από κάθε άλλη μπάντα, διεύρυναν την ελκυστικότητα του άσιντ ροκ και το μετέφεραν σ' ένα ευρύτερο κοινό. Ωστόσο, ήταν διαφορετικοί από τους Jefferson Airplane, λιγότερο ψυχεδελικοί και πιο σουρεαλιστικοί, με στίχους για την μάχη κατά της κοινωνικής καταπίεσης και χωρίς να εξιδανικεύουν τις αρετές των ψυχεδελικών ουσιών. Η σημασία τους στην εξέλιξη του ροκ είναι τεράστια - η παρακολούθηση μιας συναυλίας των Doors ήταν υποβολή στη διαφορετική εμπειρία του ροκ θεάτρου. Στη σκηνή, ο Morrison, ένα από τα κορυφαία σεξ σύμβολα τα τέλη της δεκαετίας του '60, ήταν συναρπαστικός. Αν και μερικοί λένε ότι του έλειπε μια καλή φωνή, ήταν ένας καλλιτέχνης με πολλές διαθέσεις που μπορούσε να ουρλιάξει δυνατά και με μανία ή να τραγουδήσει απαλά και μυστηριωδώς.
Το γκρουπ ιδρύθηκε το 1965 στο Λος Άντζελες, όταν ο Jim Morrison (1943-1971), γιος ναυάρχου, συναντήθηκε με το Ray Manzarek (1939-2013), ενόσω σπούδαζαν στο UCLA. Ο Morrison ενδιαφερόταν περισσότερο για την ποίηση από τη μουσική, αλλά ισχυριζόταν ότι άκουγε παράξενα τραγούδια μέσα στο κεφάλι του και ήταν ο Manzarek που τον ενθάρρυνε να τα ηχογραφήσει. Ο Manzarek τον έπεισε να παίξει στο δικό του συγκρότημα, Rick and The Ravens ενώ αργότερα προσέλαβε επίσης και τα άλλα μέλη του γκρουπ, τους Robbie Krieger (1946) και John Densmore (1944), από το γκρουπ The Psychedelic Rangers. Ο Jim Morrison επέλεξε προφανώς το όνομα The Doors από την αράδα του William Blake: "Υπάρχουν πράγματα που είναι γνωστά και πράγματα που είναι άγνωστα, ενδιάμεσα είναι οι πόρτες". Το συμπέρασμα του ανοίγματος θυρών στις νέες αντιλήψεις και ανακαλύψεις ταίριαξε καλά στη άσιντ σκηνή. Τις πρώτες τους παραστάσεις έκαναν σε μικρά κλαμπ στο Sunset Strip. Οι δισκογραφικές εταιρείες έδειξαν μικρό ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά τελικά η Elektra, μια μικρή τότε εταιρεία που είχε διεισδύσει στην αγορά με μια άλλη κορυφαία μπάντα του Λος Άντζελες, τους Love, τους προσέφερε συμβόλαιο αφού ο Arthur Lee έπεισε τον Jac Holzman να πάει να ακούσει την μπάντα. (Vernon Joynson, Fuzz Acid & Flowers)
Πριν 39 χρόνια την ίδια μέρα, αυτή των γενεθλίων μου, αγόρασα το Waiting For The Sun των Doors, σε κασέτα. Είχαν προηγηθεί, φυσικά, τα δύο πρώτα τους και αυτό ήταν για μένα, η φυσική συνέχεια. Ζούσα για τη στιγμή που θα το έβαζα στο Sanyo κασετοφωνάκι μου και για την ευχαρίστηση που θα είχα, ακούγοντάς το. Βέβαια για κάποιους, λόγω των ποπ αποχρώσεων, με κομμάτια σαν το Hello, I Love You, σε σύγκριση με τα "σκοτεινότερα" προηγούμενα, θεωρείται το πιο αδύνατο από τα έξι στούντιο άλμπουμ τους. Εγώ σαν οπαδός, το αγαπώ εξίσου και θα εξηγήσω παρακάτω και τους λόγους που κάποια από τα περιεχόμενά του, με κάνουν να του έχω και μια ιδιαίτερη αδυναμία.