Στο φόρουμ αυτό και στο παλιότερο, έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί στο αριστούργημα του Μότσαρτ Ντον Τζιοβάνι ή ο τιμωρημένος άσωτος, όπως ήταν ο εναλλακτικός τίτλος του έργου στα ιταλικά. Είναι τόσο μεγάλη η καλλιτεχνική και αισθητική βαρύτητα του έργου όμως, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής σε όποιον διαγράψει έστω και μια τροχιά γύρω της.
Δεν σκοπεύω να παρουσιάσω την υπόθεση της όπερας. Για κάτι τέτοιο, διαβάστε το άρθρο του Ν. Κανελλόπουλου στο classicalmusic.gr. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στις λεπτομέρειες μιας μακροσκοπικά ηθικοπλαστικής ιστορίας, όπου ο αμετανόητα ηδονιστής και απατεώνας γόης, αφού προσβάλλει και προκαλέσει θεσμούς και ανθρώπους – αριστοκράτες και χωρικούς – χάνεται υπό το βάρος μιας υπερφυσικής δύναμης – θεματοφύλακα της καθεστηκυίας ηθικής τάξης – αρνούμενος να αλλάξει πεποιθήσεις και τρόπο ζωής.
Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων μέσα από την μουσική – προνόμιο και λαμπρή επίδειξη έτσι κι αλλιώς της μεγαλοφυΐας του Μότσαρτ – εδώ αγγίζει την τελειότητα. Εκεί που το λιμπρέτο με ανελέητη ειρωνεία μας παρουσιάζει το διάσημο γόη να πρωταγωνιστεί σε μια ακολουθία αποτυχημένων προσπαθειών να ολοκληρώσει τα λάγνα του σχέδια, έρχεται η μουσική να περισώσει τη φήμη του και να μην αφήσει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της γοητείας του.
Η μουσική μεταχείριση του ήρωα και των πιο ‛άτακτων’ προσώπων – του υπηρέτη Λεπορέλλο και της νεαρής αγρότισσας Τσερλίνα – γίνεται από το συνθέτη με τρυφερότητα, αισθησιασμό και άφθονο χιούμορ. Το ντουέτο Ντον Τζιοβάνι και Λεπορέλλο στην πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης (eh via, buffone…), όπου του δίνει χρήματα για να μην τον εγκαταλείψει και κατόπιν συζητούν για τις γυναίκες, είναι απολαυστικό. Ανάλογο δείγμα δίνει και η άρια της Τσερλίνα που τραγουδά ύπουλα και όλο νάζι στον αφελή μέλλοντα σύζυγο – και παρολίγον κερατά - Μαζέτο «χτύπα με, χτύπα με ωραίε Μαζέτο» (batti, batti, o bel Masetto…), για να πάρει στο τέλος της άριας τον έλεγχο και το ύφος να μεταλλάσσεται σε χαρούμενο και αποφασιστικό.
Για την παρατημένη σύζυγο Ντόνα Ελβίρα, ο Μότσαρτ επιφυλάσσει άριες διάπυρες, γεμάτες επιθυμία για εκδίκηση, πληγωμένο εγωισμό, αλλά και άσβεστο ερωτικό πάθος για τον άσωτο γόη. Η Ντόνα Άννα, γυναίκα με ισχυρό ταμπεραμέντο, γίνεται όργανο εκδίκησης του θανάτου του πατέρα της Commendatore, που σκοτώθηκε σε μονομαχία από το Ντον Τζιοβάνι, μονομαχία που ο τελευταίος προσπάθησε ν’ αποφύγει. Το πάθος της όμως δεν μπορεί να κρυφτεί πλήρως και οι προσεκτικοί μπορούν άνετα να διατηρήσουν αμφιβολίες για τα αίτια του καβγά της με το Ντον Τζιοβάνι στην αρχή της όπερας. Ο πιο ριγμένος απ’ όλους είναι ο κρυόκωλος μνηστήρας της Ντόνα Άννα, ο Ντον Οττάβιο, που ο Μότσαρτ, θαρρείς με αμείλικτη χαιρεκακία, του ‛χει δώσει την πιο βαρετή, επίσημη και ξενέρωτη μουσική.
Για να γυρίσουμε στο χαρακτήρα του Ντον, με όση συμπάθεια κι αν αντιμετωπίζεται από τον Μότσαρτ, σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται μονοδιάστατα. Ούτε το λιμπρέτο, ούτε η μουσική δεν κρύβουν την αναξιοπιστία, τον αχαλίνωτο εγωισμό του και την αδυναμία του ν’ αποκαταστήσει συναισθηματική επικοινωνία με τους άλλους.
Τις χτυπητές αδυναμίες του όμως συνοδεύουν και μια σειρά από εμβληματικά χαρακτηριστικά:
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός του (Viva la liberta τραγουδά και ανακοινώνει πως το σπίτι του είναι ανοιχτό σε όλους).
Η άρνηση της μεταφυσικής. Σχολιάζει τη στιχομυθία του με το επιτύμβιο άγαλμα του Commendatore στο νεκροταφείο ως εξής: "Παράξενη στ’ αλήθεια η σκηνή! Θα ‛ρθει ο γεράκος στο δείπνο!"
Η εμμονή στις αρχές του. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως, αυτός ο άσωτος και ψεύτης, παραμένει πιστός στην άποψη του για τη ζωή, την υπερασπίζει με θάρρος και πεθαίνει γι’ αυτήν.
Στην κορυφαία στιγμή όλου του έργου, στην άφιξη του αγάλματος του Commendatore στο σπίτι του Ντον Τζιοβάννι και στην επιταγή του πρώτου για μετάνοια, αψηφά την υπερφυσική δύναμη του αγάλματος, το χλευάζει και πέφτει στις φλόγες της Κόλασης. Είναι το μοναδικό σημείο που η μουσική χάνει τον πρόσχαρο, σπιρτόζικο χαρακτήρα της και γίνεται υποβλητικά και ανατριχιαστικά δραματική. Θαρρείς πως ανατρίχιαζε και ο ίδιος ο Μότσαρτ γράφοντας τη σκηνή! Μάλλον δε στερείται βάσης ο φροϋδικός ισχυρισμός του Πήτερ Σάφερ, συγγραφέα του Αμαντέους, πως το άγαλμα του Commendatore συμβολίζει τις ενοχές του ίδιου του Μότσαρτ απέναντι στον πατέρα του.
Είναι τέτοια η πυκνότητα νοημάτων του έργου και τόσο τέλεια η αισθητική του ποιότητα που απετέλεσε το στόχο πολυάριθμων μεταγενέστερων αναλύσεων, από τον Κίρκεγκωρ, τον Μπέρναρντ Σω, τον Καμύ και άλλους. Μάλιστα το βιβλίο του Κίρκεγκωρ (Για τον Μότσαρτ, εκδόσεις Ταξιδευτής), εκδόθηκε πρόσφατα και στα ελληνικά.
Μου πήρε περίπου μια δεκαετία συνεχούς ενασχόλησης με την κλασσική μουσική για να επικοινωνήσω ουσιαστικά με το έργο. Έκτοτε όμως, για ένα είμαι σίγουρος: Είναι η σημαντικότερη όπερα που έχω ακούσει, ένα αξεπέραστο αριστούργημα!
Από τις πολυάριθμες ηχογραφήσεις που έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια, ξεχωρίζω μια: αυτή του Καρλ Μπαιμ στην Πράγα, με το Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου στον ομώνυμο ρόλο και μια πλειάδα καταπληκτικών τραγουδιστών. Είναι η σοφή, ώριμη ερμηνεία του μαέστρου, είναι η τελειότητα του καστ μα πάνω απ´ όλα είναι ο μοναδικός Ντον του Φίσερ-Ντισκάου. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, αιχμηρά ηδονιστής, σαγηνευτικός γόης, μα ξεροκέφαλος και συγκλονιστικός τη στιγμή του χαμού του!
Σημείωση: Οι μεταφράσεις του λιμπρέτο στα ελληνικά είναι της Αλεξάνδρας Καμπουροπούλου, από το βιβλίο των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος με τα λιμπρέτι του Ντον Τζιοβάνι και του Μαγικού Αυλού στα ελληνικά.
Last edited: