Με πολλές ( φαινομενικά; ) άσχετες μεταξύ τους αφορμές, τους τελευταίους μήνες πέφτω συνεχώς πάνω στον Bertolt Brecht. Η τελευταία μου ήρθε εντελώς ξαφνικά σήμερα, με τη μορφή ενός περισσευούμενου εισιτηρίου για μία συναυλία αφιέρωμα στον Kurt Weill.
Στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής, η σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου με τη συνοδεία μίας μικρής ορχήστρας μας χάρισε μερικά από τα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του Kurt Weill. Η φωνή της υπεράνω κριτικής, τουλάχιστον από εμένα. Ξεχώρισα τις ερμηνείες της στο Kanonen Song (To τραγούδι των κανονιών), Denn wovon lebt der Mensch? (What keeps mankind alive?) και Le Grand Lustucru (Ο τρομερός μπαμπούλας). Αναπάντεχα θεατρική, κυρίως στο Je ne t' aime pas (Δεν σ' αγαπώ), το Der Abschiedsbrief (Το γράμμα του αποχωρισμού) και στο Pirate Jenny του encore. Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Θόδωρου Κοτεπάνου, μου έκανε επίσης πολύ καλή εντύπωση, δεν έχω να παρατηρήσω το παραμικρό. Το μόνο κακό για έμενα ήταν ότι η προτίμηση του εγκεφάλου μου στο λόγο είχε σαν αποτέλεσμα οι υπέρτιτλοι να τραβούν την προσοχή μου από τη μουσική περισσότερο από όσο θα ήθελα. Θα επέλεγα να αφαιρεθούν τελείως, αλλά ας όψονται τα συγκλονιστικά (τρία από τα) Τέσσερα νανουρίσματα μιας μητέρας από την εργατική τάξη (τα οποία φαίνεται πως μπήκαν από την πίσω πόρτα, αφού έχουν μελοποιηθεί από τον Hanns Eisler, όχι από τον Weill).
Τα νανουρίσματα μου δίνουν το έναυσμα να επεκταθώ στο θέμα των στίχων και της γενικότερης ιδεολογίας του Brecht. Στο πρώτο που ακούσαμε, η μητέρα λέει στο παιδί της ότι το έφερε σε έναν κόσμο άσχημο, αλλά ελπίζει αυτό το ίδιο να τον κάνει καλύτερο. Στο δεύτερο, διηγείται ότι έπρεπε να κατέβει σε διαδηλώσεις για να κερδίσει το ψωμί που το ταίζει και στο τελευταίο το παρακινεί να αγωνσιστεί και αυτό και να μην υπομένει παθητικά την εξουσία των λίγων. Η μαρξιστή τοποθέτηση του Brecht γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη στη Ballade vom Wasserrad (Μπαλάντα του νερόμυλου) που επίσης ακούσαμε σήμερα. (Στο μύλο τα πάνω έρχονται κάτω και τα κάτω πάνω, αλλά το νερό είναι πάντα κάτω και κάποτε θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό κινεί τον μύλο και θα αποφασίσει μόνο το τι θέλει να κινήσει και τι όχι).
Και να ο προβληματισμός μου: όλα αυτά τα ακούει και τα χειροκροτεί το κοινό του μεγάρου (εμού συμπεριλαμβανομένου). Δεν είμαι μόνος, όμως! Ο μουσικολόγος Πάνος Βλαγκόπουλος γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης: "Προσοχή! [...] οφείλω να προειδοποιήσω το κοινό για τον κίνδυνο που διατρέχει. Ο κίνδυνος είναι ότι απολαμβάνοντας τα τραγούδια του προγράμματος μπορεί να βρεθεί στο στόχαστρο των ίδιων των τραγουδιών. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο: σε αυτό το ασύμπτωτο πρόσληψης και συγγραφικών προθέσεων οφείλεται και η τεράστια επιτυχία της Όπερας της Πεντάρας, τη χρονιά της πρώτης παρουσίασής της (1928)." Ο κ. Βλαγκόπουλος (και οι πηγές του) το αποδίδουν, εν μέρει τουλάχιστον, στην υπερβολικά καλή δουλειά του Weill. Άλλοι, θεατρικότερων καταβολών, αναφέρονται περισσότερο στην αποστασιοποίηση του Μπρεχτικού θεάτρου. Όπως και να 'χει, όμως, ο Brecht κατηγορεί όλους εμάς τους βολεμένους και εμείς πάμε ακόμα και στο Μέγαρο να τον ακούσουμε.
Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί θετικά, με την έννοια ότι είμαστε αρκετά πολιτισμένοι να ακούσουμε μία κριτική εναντίον μας. Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ένδειξη παρακμής, αν ο ακροατής - αποδέκτης του μηνύματος μένει στην εκτίμηση του καλλιτεχνικού δημιουργήματος και οι ιδεολογία του μένει ανεπηρέαστη.
Αφορμές για να προβληματιστείτε ανάλογα και εσείς (όσοι δεν το έχετε ήδη κάνει τουλάχιστον), μπορείτε να βρείτε στις δύο (δυσεύρετες) συλλογές του Hal Willner με τίτλους Lost in the Stars - the music of Kurt Weill και September songs - the music of Kurt Weill. Η δεύτερη είναι καλύτερη και μάλλον πιο εύκολο να βρεθεί. Υπάρχουν και θεατρικές προτάσεις, αλλά για αυτές θα τα πούμε εν καιρώ.
Στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής, η σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου με τη συνοδεία μίας μικρής ορχήστρας μας χάρισε μερικά από τα γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του Kurt Weill. Η φωνή της υπεράνω κριτικής, τουλάχιστον από εμένα. Ξεχώρισα τις ερμηνείες της στο Kanonen Song (To τραγούδι των κανονιών), Denn wovon lebt der Mensch? (What keeps mankind alive?) και Le Grand Lustucru (Ο τρομερός μπαμπούλας). Αναπάντεχα θεατρική, κυρίως στο Je ne t' aime pas (Δεν σ' αγαπώ), το Der Abschiedsbrief (Το γράμμα του αποχωρισμού) και στο Pirate Jenny του encore. Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Θόδωρου Κοτεπάνου, μου έκανε επίσης πολύ καλή εντύπωση, δεν έχω να παρατηρήσω το παραμικρό. Το μόνο κακό για έμενα ήταν ότι η προτίμηση του εγκεφάλου μου στο λόγο είχε σαν αποτέλεσμα οι υπέρτιτλοι να τραβούν την προσοχή μου από τη μουσική περισσότερο από όσο θα ήθελα. Θα επέλεγα να αφαιρεθούν τελείως, αλλά ας όψονται τα συγκλονιστικά (τρία από τα) Τέσσερα νανουρίσματα μιας μητέρας από την εργατική τάξη (τα οποία φαίνεται πως μπήκαν από την πίσω πόρτα, αφού έχουν μελοποιηθεί από τον Hanns Eisler, όχι από τον Weill).
Τα νανουρίσματα μου δίνουν το έναυσμα να επεκταθώ στο θέμα των στίχων και της γενικότερης ιδεολογίας του Brecht. Στο πρώτο που ακούσαμε, η μητέρα λέει στο παιδί της ότι το έφερε σε έναν κόσμο άσχημο, αλλά ελπίζει αυτό το ίδιο να τον κάνει καλύτερο. Στο δεύτερο, διηγείται ότι έπρεπε να κατέβει σε διαδηλώσεις για να κερδίσει το ψωμί που το ταίζει και στο τελευταίο το παρακινεί να αγωνσιστεί και αυτό και να μην υπομένει παθητικά την εξουσία των λίγων. Η μαρξιστή τοποθέτηση του Brecht γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη στη Ballade vom Wasserrad (Μπαλάντα του νερόμυλου) που επίσης ακούσαμε σήμερα. (Στο μύλο τα πάνω έρχονται κάτω και τα κάτω πάνω, αλλά το νερό είναι πάντα κάτω και κάποτε θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό κινεί τον μύλο και θα αποφασίσει μόνο το τι θέλει να κινήσει και τι όχι).
Και να ο προβληματισμός μου: όλα αυτά τα ακούει και τα χειροκροτεί το κοινό του μεγάρου (εμού συμπεριλαμβανομένου). Δεν είμαι μόνος, όμως! Ο μουσικολόγος Πάνος Βλαγκόπουλος γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης: "Προσοχή! [...] οφείλω να προειδοποιήσω το κοινό για τον κίνδυνο που διατρέχει. Ο κίνδυνος είναι ότι απολαμβάνοντας τα τραγούδια του προγράμματος μπορεί να βρεθεί στο στόχαστρο των ίδιων των τραγουδιών. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο: σε αυτό το ασύμπτωτο πρόσληψης και συγγραφικών προθέσεων οφείλεται και η τεράστια επιτυχία της Όπερας της Πεντάρας, τη χρονιά της πρώτης παρουσίασής της (1928)." Ο κ. Βλαγκόπουλος (και οι πηγές του) το αποδίδουν, εν μέρει τουλάχιστον, στην υπερβολικά καλή δουλειά του Weill. Άλλοι, θεατρικότερων καταβολών, αναφέρονται περισσότερο στην αποστασιοποίηση του Μπρεχτικού θεάτρου. Όπως και να 'χει, όμως, ο Brecht κατηγορεί όλους εμάς τους βολεμένους και εμείς πάμε ακόμα και στο Μέγαρο να τον ακούσουμε.
Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί θετικά, με την έννοια ότι είμαστε αρκετά πολιτισμένοι να ακούσουμε μία κριτική εναντίον μας. Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ένδειξη παρακμής, αν ο ακροατής - αποδέκτης του μηνύματος μένει στην εκτίμηση του καλλιτεχνικού δημιουργήματος και οι ιδεολογία του μένει ανεπηρέαστη.
Αφορμές για να προβληματιστείτε ανάλογα και εσείς (όσοι δεν το έχετε ήδη κάνει τουλάχιστον), μπορείτε να βρείτε στις δύο (δυσεύρετες) συλλογές του Hal Willner με τίτλους Lost in the Stars - the music of Kurt Weill και September songs - the music of Kurt Weill. Η δεύτερη είναι καλύτερη και μάλλον πιο εύκολο να βρεθεί. Υπάρχουν και θεατρικές προτάσεις, αλλά για αυτές θα τα πούμε εν καιρώ.