- 17 June 2006
- 49,518
Larry Coryell, Victor Bailey, Lenny White - Chesky Records
Ο Τεξανός Larry Coryell κατάφερε να πετύχει ως μουσικός μιά καριέρα και ένα όνομα αξιοζήλευτο στην αμερικάνικη jazz σκηνή, παρ όλο που το άστρο του ανέτειλε σε μιά εποχή που όλος ο πλανήτης ήταν στραμμένος στο ροκ και στην επανάσταση της δύναμης των λουλουδιών.
Αποτελεί ίσως το μοναδικό δείγμα καθαρής ράτσας αμερικανού jazz κιθαρίστα που να δημιουργήσει ή έστω να συμμετείχε τόσο ενεργά στην γένεση και εξέλιξη ενός δυνατού ρεύματος της σύγχρονης jazz, του fusion, καθώς το συγκρότημά του Eleventh House ήταν ένα από τα πιό δραστήρια στη σκηνή εκείνη την εποχή μαζί με τους άλλους πρωτομάστορες, δηλαδή τους Return to Forever του Chick Corea και τους Weather Report του Joe Zawinull.
Ως επαρχιώτης νέος μουσικός κατάφερε να έχει μιά θέση δίπλα σε ονόματα όπως ο Chico Hamilton ή ο Gary Burton, ενώ από το 1967 που ακολουθεί σόλο καριέρα ή ηγείται συνόλων έχει να επιδείξει μιά ατέλειωτη σχεδόν δισκογραφία που φτάνει τα 80 επίσημα άλμπουμς σε 40 χρόνια. Αν μάλιστα θέλει να αναφέρει κανείς τα ονόματα της jazz που έπαιξε ή ηχογράφησε μαζί τους, πιό εύκολα μπορεί να κατεβάσει από το ράφι μιά jazz εγκυκολοπαίδεια καθώς εκεί μέσα θα βρεί και ονόματα μεγάλου ειδικού βάρους. Αντίστοιχα είναι από τους λίγους που μπήκαν στα βαθειά νερά της κλασικής μεταγράφοντας συνθέτες όπως ο N. Rimsky Korsakov, Bach, Stravinsky, Villa Lobos.
Αυστηρά ηλεκτρικός και σκληρός κιθαρίστας ήταν τεκμηριωμένα το αντίπαλο δέος γιά τον Mahavishnu John Mc Laughlin (και αυτό λέει πολλά), με ταχύτατο παίξιμο, συνθέσεις σε μονά μέτρα, καταιγιστικούς ρυθμούς, με εξεζητημένες κλίμακες 6 τόνων αλλά και επιστροφή στις ρίζες δηλαδή ώρες ώρες βαρύτατες μπλουζ ροκ επιδράσεις μέσα σε αυτοσχεδιαζόμενα jazz πλαίσια.
Ο κιθαρίστας με τα αντιαισθητικά γιαλιά (κάτι σε στυλ Buddy Holy) δεν γνώρισε ποτέ φραγμούς δοκιμάζοντας με την πρώτη του δισκογραφική εταιρεία ό,τι ήθελε όπως την συχνά αμφιλεγόμενη μορφή των συνθέσεών του, που ακροβάτησαν σε κάθε είδος, τον πειραματισμό σε κάθε ήχο κιθάρας, την δοκιμή και επιβολή των ίδιων, φάλτσων, φωνητικών του αλλά και ώρες ώρες την αισθητική των ίδιων των στίχων του, όταν πχ στα τέλη του 70 βροντοφώναζε ως σεξουαλικά στερημένος "Sex", ή των εξωφύλλων του όταν φωτογραφιζόταν σχεδόν γυμνός με την οικογένειά του.
Στη μακρύτατη δισκογραφία του αξίζει κανείς να σταθεί στα χρόνια της Vanguard, δηλαδή 1967-1975, καθώς μετά ουσιαστικά ήταν πλανόδιος με εφήμερα σχήματα, καθώς πέρασε από την ηλεκτρική εποχή στην ακουστική γύρω στις αρχές του 80, στις φάσεις ακουστικών τρίο, συμπράξεις με Ινδούς, Ευρωπαίους κ.ά. γιά να να επιστρέψει στις ρίζες του ηλεκτρικού jazz fusion μετά το 2000. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει ορισμένους αριστουργηματικούς δίσκους, αλλά η πιθανότητα ο ανυποψίαστος ακροατής να αγοράσει έναν μετριότατο δίσκο είναι πολύ μεγάλη γι αυτό θέλει μεγάλη προσοχή.
Στους σχετικά πρόσφατους, και καθ όλα αξιόλογους δίσκους, κατατάσσεται και ο δίσκος της συνεργασίας του με τον μπασίστα Victor Bailey και τον drummer Lenny White (γνωστό από τους Return to forever και τις συνεργασίες του με τον Corea).
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε το 2005 στην βαρειά audiophile ετικέτα του Chesky με ό,τι σημαίνει αυτό με τη θετική έννοια. Βασικά έχουμε ένα power trio, ένα ίσως από τα πιό μοναχικά σχήματα στη jazz, όταν το ύφος ξεφεύγει από το αυστηρό της πλαίσιο και μπαίνει ξεδιάντροπα, όπως πάντα έκανε ο Larry, στο ροκ και το μπλουζ. Κιθάρα ηλεκτρική, μπάσο και τύμπανα.
Ο ήχος που καταφέρνουν και παράγουν οι τρεις μουσικοί είναι τέτοιος που μπορεί να οδηγήσει πολλούς φερέλπιδες αλλά και καταξιωμένους μουσικούς σε αναζήτηση άλλης τύχης. Βαρύς, μεστός, καθαρός, με όγκο, σαφήνεια και κυρίως ενέργεια. Η ενέργεια του δίσκου αυτού ξεχειλίζει από κάθε άκρη των 9 συνθέσεων που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν το so what του Miles και το black dog των Zep. (Όποιος γνωρίζει τον Coryell, γνωρίζει ότι αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν μόνο σε δικό του δίσκο).
Τα τρία όργανα λοιπόν καταφέρνουν και έχουν ένα όγκο και ένα δέσιμο που παραπέμπει τουλάχιστον σε 5. Αυτό επιτυγχάνεται με την υψηλού επιπέδου ηχογράφηση που είναι ζωντανή σε στούντιο, την υπερφόρτωση του ενισχυτή του Larry και τη σπάνια τεχνική των μεγάλων κιθαριστών που μπορούν ταυτόχρονα να έχουν πρώτο και δεύτερο ρόλο, το βαθύ, βαθύτατο μπάσο του Victor και το πολυρυθμικό παίξιμο ενός αγνώριστου Lenny, με ελαφρά ξεκουρδισμένη μπότα και βαθύ, μονίμως μισάνοιχτο hihat, και υπέροχα εύηχα πιατίνια. Ο Lenny από μόνος του γεμίζει την εικόνα, ενώ με το μπάσο φτιάχνουν οι δυό μιά ακούραστη βαρειά ατμομηχανή γιά τον ταξιδιώτη Coryell που αλωνίζει, θυμίζοντας τις παλιές καλές στιγμές του ιστορικού του δίσκου Live at the Village Gate.
Σκληρά instrumental blues ή jazz rock, χωρις εννοείται φωνητικά, αφθονος αυτοσχεδιασμός, με κιθάρα ευρηματική, με ζωντάνια που περιμένει κανείς από 18χρονους και σε καμιά περίπτωση από 58χρονους.
Το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο, ακούγονται οι ήχοι του στούντιο, βόμβοι από ενισχυτές, συντονισμοί από χορδιέρες του ταμπούρου, και όλα σε κάνουν να μη χορταίνεις. Η μόνη λύση να το βάλεις απ την αρχή...
Ο Τεξανός Larry Coryell κατάφερε να πετύχει ως μουσικός μιά καριέρα και ένα όνομα αξιοζήλευτο στην αμερικάνικη jazz σκηνή, παρ όλο που το άστρο του ανέτειλε σε μιά εποχή που όλος ο πλανήτης ήταν στραμμένος στο ροκ και στην επανάσταση της δύναμης των λουλουδιών.
Αποτελεί ίσως το μοναδικό δείγμα καθαρής ράτσας αμερικανού jazz κιθαρίστα που να δημιουργήσει ή έστω να συμμετείχε τόσο ενεργά στην γένεση και εξέλιξη ενός δυνατού ρεύματος της σύγχρονης jazz, του fusion, καθώς το συγκρότημά του Eleventh House ήταν ένα από τα πιό δραστήρια στη σκηνή εκείνη την εποχή μαζί με τους άλλους πρωτομάστορες, δηλαδή τους Return to Forever του Chick Corea και τους Weather Report του Joe Zawinull.
Ως επαρχιώτης νέος μουσικός κατάφερε να έχει μιά θέση δίπλα σε ονόματα όπως ο Chico Hamilton ή ο Gary Burton, ενώ από το 1967 που ακολουθεί σόλο καριέρα ή ηγείται συνόλων έχει να επιδείξει μιά ατέλειωτη σχεδόν δισκογραφία που φτάνει τα 80 επίσημα άλμπουμς σε 40 χρόνια. Αν μάλιστα θέλει να αναφέρει κανείς τα ονόματα της jazz που έπαιξε ή ηχογράφησε μαζί τους, πιό εύκολα μπορεί να κατεβάσει από το ράφι μιά jazz εγκυκολοπαίδεια καθώς εκεί μέσα θα βρεί και ονόματα μεγάλου ειδικού βάρους. Αντίστοιχα είναι από τους λίγους που μπήκαν στα βαθειά νερά της κλασικής μεταγράφοντας συνθέτες όπως ο N. Rimsky Korsakov, Bach, Stravinsky, Villa Lobos.
Αυστηρά ηλεκτρικός και σκληρός κιθαρίστας ήταν τεκμηριωμένα το αντίπαλο δέος γιά τον Mahavishnu John Mc Laughlin (και αυτό λέει πολλά), με ταχύτατο παίξιμο, συνθέσεις σε μονά μέτρα, καταιγιστικούς ρυθμούς, με εξεζητημένες κλίμακες 6 τόνων αλλά και επιστροφή στις ρίζες δηλαδή ώρες ώρες βαρύτατες μπλουζ ροκ επιδράσεις μέσα σε αυτοσχεδιαζόμενα jazz πλαίσια.
Ο κιθαρίστας με τα αντιαισθητικά γιαλιά (κάτι σε στυλ Buddy Holy) δεν γνώρισε ποτέ φραγμούς δοκιμάζοντας με την πρώτη του δισκογραφική εταιρεία ό,τι ήθελε όπως την συχνά αμφιλεγόμενη μορφή των συνθέσεών του, που ακροβάτησαν σε κάθε είδος, τον πειραματισμό σε κάθε ήχο κιθάρας, την δοκιμή και επιβολή των ίδιων, φάλτσων, φωνητικών του αλλά και ώρες ώρες την αισθητική των ίδιων των στίχων του, όταν πχ στα τέλη του 70 βροντοφώναζε ως σεξουαλικά στερημένος "Sex", ή των εξωφύλλων του όταν φωτογραφιζόταν σχεδόν γυμνός με την οικογένειά του.
Στη μακρύτατη δισκογραφία του αξίζει κανείς να σταθεί στα χρόνια της Vanguard, δηλαδή 1967-1975, καθώς μετά ουσιαστικά ήταν πλανόδιος με εφήμερα σχήματα, καθώς πέρασε από την ηλεκτρική εποχή στην ακουστική γύρω στις αρχές του 80, στις φάσεις ακουστικών τρίο, συμπράξεις με Ινδούς, Ευρωπαίους κ.ά. γιά να να επιστρέψει στις ρίζες του ηλεκτρικού jazz fusion μετά το 2000. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει ορισμένους αριστουργηματικούς δίσκους, αλλά η πιθανότητα ο ανυποψίαστος ακροατής να αγοράσει έναν μετριότατο δίσκο είναι πολύ μεγάλη γι αυτό θέλει μεγάλη προσοχή.
Στους σχετικά πρόσφατους, και καθ όλα αξιόλογους δίσκους, κατατάσσεται και ο δίσκος της συνεργασίας του με τον μπασίστα Victor Bailey και τον drummer Lenny White (γνωστό από τους Return to forever και τις συνεργασίες του με τον Corea).
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε το 2005 στην βαρειά audiophile ετικέτα του Chesky με ό,τι σημαίνει αυτό με τη θετική έννοια. Βασικά έχουμε ένα power trio, ένα ίσως από τα πιό μοναχικά σχήματα στη jazz, όταν το ύφος ξεφεύγει από το αυστηρό της πλαίσιο και μπαίνει ξεδιάντροπα, όπως πάντα έκανε ο Larry, στο ροκ και το μπλουζ. Κιθάρα ηλεκτρική, μπάσο και τύμπανα.
Ο ήχος που καταφέρνουν και παράγουν οι τρεις μουσικοί είναι τέτοιος που μπορεί να οδηγήσει πολλούς φερέλπιδες αλλά και καταξιωμένους μουσικούς σε αναζήτηση άλλης τύχης. Βαρύς, μεστός, καθαρός, με όγκο, σαφήνεια και κυρίως ενέργεια. Η ενέργεια του δίσκου αυτού ξεχειλίζει από κάθε άκρη των 9 συνθέσεων που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν το so what του Miles και το black dog των Zep. (Όποιος γνωρίζει τον Coryell, γνωρίζει ότι αυτά τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν μόνο σε δικό του δίσκο).
Τα τρία όργανα λοιπόν καταφέρνουν και έχουν ένα όγκο και ένα δέσιμο που παραπέμπει τουλάχιστον σε 5. Αυτό επιτυγχάνεται με την υψηλού επιπέδου ηχογράφηση που είναι ζωντανή σε στούντιο, την υπερφόρτωση του ενισχυτή του Larry και τη σπάνια τεχνική των μεγάλων κιθαριστών που μπορούν ταυτόχρονα να έχουν πρώτο και δεύτερο ρόλο, το βαθύ, βαθύτατο μπάσο του Victor και το πολυρυθμικό παίξιμο ενός αγνώριστου Lenny, με ελαφρά ξεκουρδισμένη μπότα και βαθύ, μονίμως μισάνοιχτο hihat, και υπέροχα εύηχα πιατίνια. Ο Lenny από μόνος του γεμίζει την εικόνα, ενώ με το μπάσο φτιάχνουν οι δυό μιά ακούραστη βαρειά ατμομηχανή γιά τον ταξιδιώτη Coryell που αλωνίζει, θυμίζοντας τις παλιές καλές στιγμές του ιστορικού του δίσκου Live at the Village Gate.
Σκληρά instrumental blues ή jazz rock, χωρις εννοείται φωνητικά, αφθονος αυτοσχεδιασμός, με κιθάρα ευρηματική, με ζωντάνια που περιμένει κανείς από 18χρονους και σε καμιά περίπτωση από 58χρονους.
Το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο, ακούγονται οι ήχοι του στούντιο, βόμβοι από ενισχυτές, συντονισμοί από χορδιέρες του ταμπούρου, και όλα σε κάνουν να μη χορταίνεις. Η μόνη λύση να το βάλεις απ την αρχή...