- 17 June 2006
- 14,350
Οι Συμφωνίες του Γκούσταβ Μάλερ είναι στις μουσικές μου προτιμήσεις ένα Κεφάλαιο από μόνες τους. Δεν με κουράζουν ποτέ και πάντα έχουν να μου πούν κάτι καινούργιο. Είναι ανοιχτές σε πολλές προσεγγίσεις από μέρους του ερμηνευτή. Αυτές οι αχανείς Μαλερικές αρχιτεκτονικές που ακτινοβολούν μουσικές του μέλλοντος, ανοιχτές πέρα από κάθε φαντασία. Τις έχω ακούσει σε άπειρες εκτελέσεις να σπρώχνουν συνέχεια τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το θαυμάσιο παίρνοντας διάσταση κυριολεκτικά παραισθησιακή, πολλές φορές ακόμα κι όταν η εκφορά τους είναι μέτρια.
Aπό τη μιά είναι η Σχολή του Klemperer, ρομαντική αισθητική, φορτισμένη, σοβαρή, γεμάτη πάθος και λυρισμό. Ογκόλιθος ο χερ Otto, μοιάζει να έχει σκαλίσει τις ερμηνείες του σε μάρμαρο. Από την άλλη είναι ο Bruno Walter που τις έχει στραγγίξει από το πάθος τους: ακριβής, λιγότερο αναλυτικός ίσως αλλά το ίδιο λαμπρός, χωρίς να υπογραμμίζει, αφήνει όλες τις φωνές να κυλούν σ ένα σύνολο ρευστό, με την αίσθηση του τραγικού να δίνει τη θέση της σε μιά φλογερή σφοδρότητα, γεμάτες από μουσικές που αντιτίθενται η μία στην άλλη, σαν λαϊκός μύθος άλλοτε πικραμένος κι άλλοτε φευγάτος, μαγικός, νεραϊδοπαρμένος. Κάπου στο ενδιάμεσο οι θρυλικοί: ο Jochum, ο Abravanel, ο Prohaska, ο Reiner, ο Bernstein, ο Gielen, ο Horenstein, ο Masur, ο Adler, καθένας τους κι ένα ένα σημείο αναφοράς, ένα Τοτέμ της δισκογραφίας. Ενα διαρκές ταξίδι ανακάλυψης, ένα Κεφάλαιο από μόνες τους όπως είπα στην αρχή. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση για μένα κατέχει η 5η. Είναι το σημείο βρασμού, εκεί που όλες οι σχολές ερμηνείας συγκρούονται μετωπικά: αν πέσει στα χέρια μου ένας συμφωνικός Κύκλος κάποιου μαέστρου που δεν έχω ακούσει, πηγαίνω, σαν υπνοβάτης, κατευθείαν στην 5η – είναι Ιανός με δύο πρόσωπα αυτή η Συμφωνία, με το πρώτο μέρος να σε ρίχνει στα Τάρταρα, το Δεύτερο να συνοψίζει όλη την ενορχηστρωτική διάνοια του Μάλερ, το Τρίτο, τέλος, να ξεχύνεται σ ένα Βακχικό χορό. Σημείο καμπής το adagietto: ο Walter πάντα το έπαιζε andante, κόντρα στις υποδείξεις του συνθέτη (“sehr langsam”), ο Kubelik σε μιά απαστράπτουσα στιγμή της Μαλερικής δισκογραφίας απετόλμησε να το πειράξει ακόμα περισσότερο, καταλήγοντας σε μιά αποθέωση του χορού που έμοιαζε να δονείται από χαρά: μία χαρά Διονυσιακή.
Ο Vaclav Neumann έλεγε για την 5η πως είναι, στην ουσία, ένα απέραντο κουαρτέτο εγχόρδων. Τη διάβαζε, θα έλεγες, ‘με το σκαρπέλο’: χωρίς την παραμικρή παραχώρηση στο συναισθηματισμό, γεμάτη έξαρση και σθεναρή πίκρα, ανεξίτηλη υπόκωφη απελπισία αλλά με το παιχνιδιάρικο (giocoso) στοιχείο της ακέραιο, το Scherzo πάντα εγκαιροφλεγές, το φινάλε Διονυσιακό.