Μνήμη Γιώργου Σεφέρη 1900-1971

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Παντούμ

Τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους
στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ψυχή μου λυτρώσου ἀπ᾿ τὸν κρίκο τοῦ σκότους
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια.

Στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει.

Ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει.

Στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ἀκούγουνται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει
ἂν τύχει κι ἀστράψει βουβὴ πολεμίστρα.

Ἀκούγονται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ἂν τύχει κι ἀστράψει ἡ βουβὴ πολεμίστρα
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄυλο ποὺ σφίγγει σὰ φίδι.

Ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄϋλο ποὺ σφίγγει σὰν φίδι
δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη.

Σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
Σ᾿ ἀνθρώπους κλειστοὺς ποὺ μετροῦν τὸν καημό τους
δὲν εἶναι οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη
τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους.
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Επί Ασπαλάθων(Το Τελευταιο του Ποιημα,πού δημοσιευτηκε στο Βημα στίς 23/9/71,μέ Αιχμές γιά την Επταετία)

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού.
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμερα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας που αντηχούν
ακόμη…

Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ’ αυλάκια.
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι”.

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος

31 του Μάρτη 1971


.........


Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ. ) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616)......
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Ἡ δήλωση τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης στὰ πρῶτα χρόνια τῆς δικτατορίας εἶχε ἐπιλέξει τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄρνηση νὰ δημοσιεύσει δουλειά του στὴν Ἑλλάδα. Στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1969, δυὸ χρόνια πρὶν τὸ θάνατό του, ἀποφασίζει νὰ μιλήσει γιὰ πρώτη φορὰ δημόσια καὶ νὰ καταγγείλει τὴ Δικτατορία. Ἡ δήλωσή του στὸ BBC ἔκανε τεράστια αἴσθηση στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔδωσε δύναμη καὶ ἐλπίδα στὸ ἀντιδικτατορικὸ κίνημα.

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Γιῶργος Σεφέρης - Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη

Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυρρανισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

(11 Δεκεμβρίου 1963)
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Γιῶργος Σεφέρης - Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.

Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Ὀκτὰβ Μερλιέ - Ὁ Γιῶργος Σεφέρης καὶ ὁ Ἑλληνισμός

Μὲ ἐπευφημίες καὶ τραγούδια συνοδεύει στὸν τάφο ἡ Ἑλλάδα τὶς μεγάλες φωνὲς ποὺ σωπαίνουν γιὰ πάντα. Τί ὡραία φιλοφροσύνη γιὰ τὸν πανηγυρισμό, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν ἐπικήδεια τελετή. Τῆς εἰσόδου τοῦ Λόγου στὸ βασίλειο τῆς δόξας!

Ὅταν, τὸ 1952, πέθανε ὁ μεγάλος Βεάκης, ἡ σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, μέσα ἀπό ῾να πλῆθος ποὺ χειροκροτοῦσε γιὰ τελευταία φορά, ὅπως στὸ τέλος μιᾶς ἀπὸ τὶς συγκλονιστικὲς παραστάσεις του, τὸν τραγικὸ ἠθοποιὸ ποὺ δὲν θὰ τὸν ξανάκουγε πιά.

Ὅταν τὸ 1943, στὴν κατοχή, πέθανε ὁ βάρδος τοῦ ἑλληνισμοῦ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ λαὸς τῆς Ἀθήνας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἄγγελο Σικελιανό, τὸν συνόδεψε ὡς τὸν τάφο του κι ἄφησε νὰ ἀντιλαλήσει πάνω ἀπὸ τὸ λείψανό του, τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς του, ὁ ἐθνικὸς ὕμνος· καὶ τραγουδήθηκε τόσο δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι τῶν φωνῶν, ποὺ ἀκούστηκε ὡς τοὺς πρόποδες τῆς Ἀκρόπολης.

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη ἐπιφυλάχτηκε μία ἄλλη τιμή. Οἱ πολυάριθμοι νέοι πού ῾ρθαν φέρνοντάς του ὁ καθένας ἕνα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ὁδηγοῦσαν στὸ κοιμητήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ μελοποιημένα ποιήματά του.

Νὰ μιλήσω γιὰ μίαν ἄλλη ἀνώνυμη τιμή; Ἔχω χαρισμένο ἀπὸ τὸν Γιῶργο Κατσίμπαλη, ἕνα στιλέτο, πού, πάνω στὴ λάμα του, αὐτὸς ποὺ τό ῾φτιάξε, ἔχει χαράξει τούτους τοὺς δυὸ στίχους:

«Κοπέλλα μαυρομαντηλοῦ, μὴν παίζεις μὲ τὰ ψάρια,
μπορεῖ μαχαίρια νὰ γινοῦν καὶ σφάζουν παληκάρια.»
Ὑπογραφή: «Σεφέρης».
Οἱ Μεγάλοι Ἕλληνες ποιητὲς δὲν ἔχουν ἡλικία

Ναί. Οἱ μεγάλοι ποιητὲς τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας εἶναι σὰν τὶς λέξεις - θεμέλια τῆς γλώσσας τους: ἡ γέννησή τους φτάνει ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Ἐνῶ ὁ Καβάφης (1863-1933) εἶν᾿ ἕνας Ἀλεξανδρινός της ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ὁ Σικελιανὸς (1884-1951), ὁ Παλαμᾶς (1859-1943), ὁ Σολωμὸς (1798-1857) εἶναι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀκόμη καὶ ὁ Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ᾿ ἕναν δευτέρας τάξεως ἐθνικὸ θεὸ χαμένον ἀνάμεσά μας. Ἔχοντας μὲ τρόπο ἀξιοθαύμαστο ἐπιζήσει τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ του, πού, χωρὶς ἄλλο, μεταμορφώθηκε σὲ παρεκκλήσι ἁγίου, σὲ χρόνια πολὺ μακρυνά, κατόρθωσε νὰ μείνει ζωντανὸς ὡς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ προηγουμένως κρύφτηκε ἀνάμεσα στοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· κι ὕστερα ἀνακατεύθηκε -ἀγνώριστος καὶ φίλος- μὲ τοὺς παλιοὺς μοναχούς, τοὺς σοφοὺς καὶ φρόνιμους τοῦ αἰώνα του.

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔχει γεννηθεῖ, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Ληξιαρχικὰ Βιβλία, τὸ 1900, στὴν ἀρχή, δηλαδή, τοῦ αἰῶνα. Γιὰ μένα ἡ γέννησή του φτάνει ὡς τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα πρὸ Χριστοῦ. Εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἐλπήνορα, τῶν συντρόφων τοῦ Ὀδυσσέα -ποὺ φάγανε τ᾿ ἀργοκίνητα κοπάδια τοῦ Ἥλιου-, σύγχρονος τοῦ Ὀρέστη, ποὺ σκόνταψε στὶς πέτρες τῶν Μυκηνῶν· σύγχρονος τῆς Ἑλένης, ποὺ ξέρει καλὰ πὼς δὲν ἔφτασε ποτὲ στὴν Τροία: «Στὶς Μυκῆνες, λέει, σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»· χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάνδρα μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της...». Εἶναι σύγχρονος τοῦ Οἰδίποδα, τῆς Ἀντιγόνης, τοῦ Σωκράτη...

«Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἥλιο».
«Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἄνθρωπο».

Παράξενη μοίρα νὰ εἶσαι, νὰ ἔχεις γεννηθεῖ ἕλληνας καὶ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ ἐδῶ καὶ 80 γενεὲς οἰκοδόμησε τὸν Παρθενώνα. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ποιητῆ συνίσταται στὸ ὅτι δοκιμάζει ἂν ἀξίζει τὴ μοίρα του. Ἡ ἀγωνία του συνίσταται στὸ ὅτι ἀμφιβάλλει, πάντα, ἂν εἶναι ἄξιος αὐτῆς τῆς μοίρας. Συνίσταται στὸ ὅτι ἀναρωτιέται, ἂν ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ἂν κάτω ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν αἰώνων λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι κι ἔχασαν τὴ συνείδησή τους.

Θὰ ἰδοῦμε ὅτι, γι᾿ αὐτόν, τὸ ν᾿ ἀμφιβάλλει καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν πληγή του, σημαίνει νὰ βεβαιώνει, ἤδη, τὴν ὕπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, νὰ δεχτεῖ νὰ ξαναντυθεῖ τὸν ἐξουθενωτικὸ χιτώνα τοῦ Νέσσου -τὴν παράδοση· πρέπει νὰ δεχτεῖ νὰ κρατήσει στ᾿ ἀδύνατα χέρια του τὴ μαρμάρινη κεφαλή, ποὺ τὸ βάρος της θὰ τοῦ τσακίσει τοὺς ὤμους. Θὰ περπατήσει ἀνάμεσα στὶς παλιὲς ἀκρωτηριασμένες πέτρες ἀπ᾿ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτη ἡ ἑλληνικὴ γῆ, ἀναζητώντας τὸ χαμένο τόπο ὅπου γεννήθηκε ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια. Ἐξαντλημένος, θὰ ψάξει νὰ βρεῖ καταφύγιο μέσα στὶς στέρνες τῆς σιωπῆς, γιὰ ν᾿ ἀκούσει, μέσα ἐκεῖ, τὴ φωνὴ τῆς ψυχῆς, ἐνῶ, πάνω στὶς πλάκες ποὺ τὶς σκεπάζουν, θὰ τρέχουν τὰ πολυθόρυβα βήματα τῶν ἀγκαλιασμένων ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ μάταιη ταραχὴ πόλεων.

Τέτοια εἶναι, τουλάχιστον κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἡ ἑλληνικὴ ζωὴ τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ποὺ θὰ ἤθελα, τώρα, νὰ ἀνακαλέσω στὴ μνήμη μας.
Ἡ Γλώσσα, Ἐργαλεῖο τῆς Θείας Χάρης

Τὸ δράμα ἀρχίζει μὲ τὸ Λόγο, μὲ τὴ Γλώσσα. Γιατί, ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ χρόνο, ἡ γλώσσα εἶναι τόσο ὅμοια καὶ τόσο ἀνόμοια, ὅσο καὶ τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ μέσα τους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λουστεῖ δυὸ φορές. Καὶ ὅπως τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν κοίτη τους, ἔτσι δὲν μπορεῖ, τουλάχιστον χωρὶς κίνδυνο γιὰ τὸ πνεῦμα, νὰ σταματήσει κανεὶς τὴ γλώσσα καὶ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὴν ἀρχική της κοίτη, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη μπορέσει νὰ ἀναπλεύσει μὲ τὴ σκέψη του τὸ ρεῦμα, τὸ ἤρεμο ἢ θορυβῶδες, μιᾶς πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Ἔτσι ἡ παιδεία τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα ποιητὴ ὀφείλει νὰ κατέχει τὴ χιλιόχρονη γλώσσα του, νὰ τὴν ἀκολουθεῖ στὴν κίνησή της καὶ τὸ πνεῦμα της καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὶς μορφὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς σημερινῆς της χρήσης. Τὰ ὑποδειγματικὰ μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστὰ στὸν ποιητή, γραμμένα ἀπὸ μεγαλοφυΐες ἀνώνυμες -τέτοια εἶναι τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδας- ἢ ἀπὸ μεγαλοφυΐες σχεδὸν ἀνώνυμες -τόσο εἶναι ἄγνωστες- ὅπως ἑνὸς Μακρυγιάννη. Ὁ ποιητὴς ἔχει καθῆκον, ὅπως ἔκανε ὁ Σολωμός, νὰ μάθει νὰ τὰ διαβάζει· ἐκεῖ θὰ βρεῖ, τότε, ὅλη τὴν ἀξιοθαύμαστη βοήθεια ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μάθει νὰ γράφει.

«... κάθε λέξη τους, λέει ὁ Σεφέρης, σκεπάζει μὲ ἀκρίβεια ἕναν ὁρισμένο συναισθηματικὸ χῶρο, ὅπως τὰ ἀκίνητα φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας ἀφοῦ ἔσβησε ὁ ἥλιος, σκεπάζουν ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τίποτε ἄλλο! Ξέρουμε ἀκόμη ὅτι ἡ συνάρθρωση αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ἡ ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή».

Ὅπως ὁ Σολωμός -ποὺ ἀντέγραφε δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας γιὰ νὰ μάθει αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ τέλεια γλώσσα, τὴν ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή- ἔτσι καὶ ὁ Σεφέρης χρωστάει, χωρὶς ἄλλο, στὴν ἀκούραστη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς, τὴν ἀκρίβεια, τὴ λιτότητα, τὴν ὑποδειγματικὴ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του -τόσο στὰ πεζά του κείμενα ὅσο καὶ στὴν ποίησή του.

Ἡ ζωὴ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐξορία -γιὰ νὰ μιλήσουμε ἔτσι- τῆς Κορυτσᾶς, στὴν Ἀλβανία, τὸ 1937, ὕστερα τὸ 1942, στὸ Κάϊρο, ὅπου ἀκολούθησε τὸ βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν Κυβέρνησή του, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῆς πατρίδας του, δὲν ἐμπόδισε τὴ σκέψη του νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της. Ἡ ἐξορία, ἑκούσια ἢ ἀναγκαστική, εἶναι πάντα ὀδυνηρή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα πρίγκηπα τοῦ πνεύματος, γίνεται σὲ λίγο ἕνας ἀξιοθαύμαστος πλοῦτος: Δέστε τὸν Βίκτορ Οὐγκώ.

Πέντε χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄρθρο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ πιὸ πάνω ἀνάφερα ἕνα πολὺ σύντομο ἀπόσπασμά του, ὁ Γιῶργος Σεφέρης γράφει ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε τὴν ἡλικία του. Στὴν Κορυτσὰ εἴτανε 37 χρονῶν. Στὸ Κάϊρο 42. Μὲ τὰ μάτια του, ὅμως, ἀνοιχτὰ στὸν κόσμο, μὲ τὸ σοβαρὸ καὶ στραμένο πρὸς τὰ μέσα βλέμμα του τῶν 2000 χρόνων... δίνει, ὡς τίτλο, στὴ σκέψη του: «Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά».

Ὁ ποταμὸς εἶναι ὁ Νεῖλος. Ἀφοῦ τὸν ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γράψει μίαν ἁπλὴ γλώσσα. Τί συνέβη; Μά, ἂς τὸν ἀκούσουμε:

«... τὸ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι᾿ ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα·
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι᾿ ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα καὶ τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός».

Γιατί, ἀφοῦ θυμήθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Νείλου, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἁπλὴ γλώσσα ποὺ θὰ ῾θελε νὰ γράψει; Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θ᾿ ἀνακαλύψουμε, πίσω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὸ σύμβολο, τὴν ἀναγωγὴ -τὴ μυστικὴ ἐξήγηση- ἔλεγε, ἤδη, ὁ Ντάντε. Τὸ σχόλιο εἶναι ἁπλό.

Ὁ ποταμὸς εἶναι ἡ μακρυὰ γραμμὴ ἱστορίας καὶ ἀδιάκοπης ζωῆς· εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν λιμνῶν, καὶ εἶναι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν χρόνων, ὁ Λόγος, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ γίνηκε δρόμος, Βασιλικὴ Ὁδός, ὕστερα ἕνας εὐεργέτης μὲ ἀνεξάντλητα δῶρα, ὕστερα ἕνας κριτὴς -καὶ ἕνα δέλτα. Καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ πού, ὡστόσο, παραμένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, ἡ ἴδια κοίτη, τὸ ἴδιο σημεῖο, ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Αὐτὸ τὸ ἐξηγητικὸ σχόλιο ποὺ ἔκανα, ὁ ποιητής, φυσικά, τὸ ἀντιπαρέρχεται· αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὴν ἰδέα του σὰν τὸ ποτάμι ποὺ κυλᾶ τὰ νερά του. Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ὅμως:

«Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς ποὺ σιγὰ - σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι᾿ εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».

«Ὁ γέρος ἄνθρωπος» τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου εἴτανε 42 χρονῶν. Εἶχε, ὅμως, μέσ᾿ τὰ μυστικὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν προοπτικὴ τῶν χρόνων -τῶν ἀναρίθμητων- ποὺ ἀποχτοῦν ὅπως λέει,

«... τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια -πέρα χωρὶς τὸ φόβο στὴν καρδιά τους».

Ἔχει τὰ χρόνια τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταλαβαίνουν, σὰν τὸν Νεῖλο, προχωρώντας ἀνάμεσα

«... σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν».

«... ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει».

Καὶ εἶναι τὸ ἴδιο μυστήριο. Ὁ Σεφέρης νιώθει αἰχμάλωτος

«... στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ εἴτανε σωστὴ κι᾿ ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς».

Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἡ σωτηρία, εἶναι, ὅμως, ἤδη, τὸ ἐργαλεῖο τῆς θείας χάρης. Ὁ ποιητὴς μπορεῖ καὶ θὰ μπορέσει, ἀπὸ τώρα κι ὕστερα, ν᾿ ἀκούει «τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.»
Ἡ Πορεία μέσ᾿ ἀπὸ τὴν Ἔρημο

Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν ποιητὴ στὴ θλίψη του. Ἂς δοῦμε, γιὰ λίγο, ποιὰ εἶναι τὰ κάποια λόγια πού᾿χει νὰ μᾶς πεῖ.

Ὁ δυτικὸς προσεγγίζει τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς ἱστορίας, τῆς μελέτης τῶν μνημείων, τῆς ἀνάγνωσης τῶν κειμένων. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι δικαιωματικὰ κάτοχος, πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μακρυὰ καὶ ἀργὴ πορεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει γεννηθεῖ Ἕλληνας, τοῦ δρόμου τῆς ἐνόρασης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοίρα του, ὅμοιος, σ᾿ αὐτό, μὲ τὸ στρατοκόπο ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα.

Ὁ ἑλληνιστὴς Σεφέρης παραμερίζει τὰ κείμενα ποὺ διαβάζει καὶ σταματᾶ γιὰ πολλὴν ὥρα σὲ μιὰ λέξη, σὲ μιὰ φράση, ποὺ θὰ γίνουν ἡ ἀφετηρία μιᾶς βαθειᾶς σκέψης, κι ἴσως, ἀκόμη, ἕνας ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι ἐμεῖς, μὲ τὴ σειρά μας, νὰ ἰδοῦμε τοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει διαβάσει. Ἡ Ἰλιάδα, ἡ Ὀδύσσεια, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Πίνδαρος εἶναι τὰ βιβλία πού᾿χει κάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι του. Στὸ Σεφέρη, ὅμως, ἡ πολυμάθεια δὲν προηγεῖται τῆς ποιητικῆς δημιουργίας: ὁ Σεφέρης δὲν ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτήν. Τὴν ἔχει ξεχασμένη. Δὲν βρίσκεται πιὰ μέσ᾿ στὴ συνείδησή του, ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ὑποσυνείδητό του· ρέει μαζὺ μὲ τὸ αἷμα του στὶς φλέβες του.

Ὁ Ράϊνερ - Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στὶς Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Γιὰ νὰ γράψει κανεὶς ἕναν μονάχα στίχο (... ), χρειάζεται νά ῾χει ἀναμνήσεις (... ) Καὶ δὲν ἀρκεῖ μονάχα νά ῾χει ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ ξέρει νὰ τὶς ξεχνᾶ ὅταν εἶναι πολλὲς καὶ πρέπει νά ῾χει τὴ μεγάλη ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ξανάρθουν πάλι στὸ μυαλό του...».

Ἀληθινὲς ἀναμνήσεις εἶναι, ὡστόσο, καὶ τὰ διαβάσματα καὶ οἱ συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει τραφεῖ κανείς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὴν καινούρια δημιουργία ἡ πολυμάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει, αὐτὴ ἡ πολυμάθεια, νὰ δώσει, αὐθόρμητα σχεδόν, ἕνα πλούσιο σὲ πείρα καὶ ἀνθρωπιὰ ἔργο.

Εἶναι, ὅμως, φρόνιμο, γιὰ τὸν κριτικό, πρὶν ἀκολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ διαβάσματά του, νὰ σταματήσει στὶς ἐπιγραφές, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ πηγὴ τῶν βασικῶν του στοχασμῶν.

Ὁ φίλος μου Νεοκλῆς Κουτούζης, στὸν ὁποῖο χρωστᾶμε μίαν ἀξιόλογη μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Σεφέρης καὶ ἡ πιστότητα, ἢ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο στὸ Σεφέρη», σημειώνει, μὲ τὴ συνηθισμένη του λεπτολογία καὶ ὀξυδέρκεια: «Δὲν σταματοῦμε ἀρκετὰ στὶς ἐπιγραφές, ἢ σὲ ὁρισμένα ἀποσπάσματα (...) ... Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρει τὸν Πίνδαρο ἢ τὸν Ρεμπώ, ἀποτελεῖ μία ζωϊκή, μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ συγκροτεῖται (...) Ἡ ζυγαριὰ μπαίνει σὲ κίνηση, ὁ ζυγὸς τῆς πλάστιγγας δὲν σταματᾶ νὰ ταλαντεύεται: ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρει καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται δημιουργεῖται ἕνα ρεῦμα ἀνταλλαγῶν ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης, μπλεγμένος κι ὁ ἴδιος στὸ ἀδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι ἀπὸ μία καινούρια ζωή».

Τὸ κείμενο πού᾿χει στὸ νοῦ του ὁ Ν. Κουτούζης εἶναι ὁ «Ἐρωτικὸς Λόγος» τῆς πρώτης συλλογῆς ποὺ τιτλοφορεῖται «Στροφή»· καὶ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ βάζει σὰν προμετωπίδα ὁ Σεφέρης εἶναι μερικοὶ στίχοι τοῦ Πίνδαρου ποὺ περιλαμβάνονται στὸν 3ο Πυθιονίκη:

«Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον,
Ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν».

Συνδέοντας τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Σεφέρη μ᾿ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στὸν 3ο Πυθιονίκη κι αὐτό, ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλερύ, ὁ Ν. Κουτούζης ἀποδίδει ἀκριβῶς στὰ γαλλικὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Πίνδαρου, μεταφράζοντας ἔτσι αὐτοὺς τοὺς δυὸ στίχους:

«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»

Νά ῾μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὸν κόσμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἥσυχο κόσμο. Ἁπλὸν καὶ ἥσυχον; Ἀλλοίμονο, ὄχι. Κάθε ἄλλο παρὰ ἁπλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι ὁ κόσμος γιὰ ἕναν Ἕλληνα τοῦ ΧΧ αἰώνα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, νὰ προσδιορίσει τὸν ἑαυτό του στὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη, καὶ νὰ δώσει στὸν ἑλληνισμό του τὸ νόημα. Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χῶρο, πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χρόνο. Τόποι ἄγονοι καὶ περιορισμένοι, γεμάτοι πιὸ πολὺ ἀπὸ νεκροὺς παρὰ ἀπὸ ζωντανούς. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος στὶς διαστάσεις μιᾶς στιγμῆς ὅμοιας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γῆ. Ὁ χρόνος εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸ στενὸ χῶρο. Ὁ χρόνος εἶναι κυρίαρχος τοῦ χώρου. Κάτω ἀπὸ κάθε μνῆμα βρίσκονται ἑκατὸ γενεὲς ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα ἡ γῆ, ὁ γυμνὸς βράχος, ἔχει τὴν ἀξία τοῦ ἀπεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα, ἡ γῆ τῆς Κύπρου εἶναι, ὄχι ἱερή, ἀλλὰ σάρκα τῆς σάρκας του. Ἐκεῖ ὅπου ἀκούγεται σὰν πρόσκληση ἡ ὀχλοβοὴ τῆς θάλασσας καὶ τοῦ χώρου, ἀνεβαίνει καὶ ἡ σιωπὴ πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρῶν. Αὐτὸ εἶναι ἡ πατρίδα, εἶναι ἡ ἀπεριόριστη διάρκεια.

Καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ πατρίδα -παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ μέσα στὸ χρόνο, ἔζησαν καὶ πέθαναν Ἕλληνες· παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ τὴν τωρινὴ στιγμή, ζοῦν Ἕλληνες καὶ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους σὰν ἕνα κρίκο ἀπὸ τὴν τεράστια ἁλυσίδα. Ὁ ἑλληνισμός, ὅμως, δὲν εἶναι μονάχα ἕνας κόσμος, μιὰ χώρα, μιὰ ἰδέα ἀθάνατη. Εἶναι καὶ ὁ παντοτινὸς ἄνθρωπος, ἡ παντοτινὴ γῆ, ἡ παντοτινὴ ἀθλιότητα.

Συγκρινόμενη μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄχρονη μνήμη ποὺ ἀναπολήσαμε, πόσες φορὲς ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν φάνηκε στὸν ποιητὴ μηδαμινή, φτωχή, ἀδειανή, ἀνεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, δὲν ἔκανε τὸν ποιητή, ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς πάρα πολὺ μεγάλες ἀναμνήσεις της, τὰ πάρα πολὺ μεγάλα ὀνόματά της, τοὺς πάρα πολὺ μεγάλους ἠρωϊσμούς της καὶ τὶς ἄμετρα πιὸ μεγάλες διχόνοιές της! Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Σεφέρης:

«... ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Εἴμουν κι᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·
Τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε».

Αὐτοὶ οἱ στίχοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ποίημα «Ἑλένη» τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ Εὐριπίδη, γράφτηκαν στὴν Κύπρο καὶ δημοσιεύτηκαν τὸ 1955. Ὁ Σεφέρης κουβαλοῦσε, κι ἐκεῖ ἀκόμη, τὴν πληγή του, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε εἴκοσι χρόνια, ἤδη, πιὸ μπροστά:

«Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει».
Ἡ Πάλη μὲ τὴ Μοίρα. Ἡ Ἑλλάδα

Ἡ μοίρα μου, λέει, εἶναι ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε στὸ σκοπό του. Μήπως, ὅμως, εἴτανε ἴδια καὶ ἡ μοίρα τῆς χώρας καὶ τοῦ λαοῦ στοὺς ὁποίους δίνουμε τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας ; Αὐτὸ φαίνεται πῶς λέει ὁ ποίητης σ᾿ ἕνα ἄτιτλο ἀπόσπασμα τῆς συλλογῆς «Μυθιστόρημα»:

«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.
(Α. Ἡ Πέτρα)

Ἡ ὡραία συλλογὴ «Μυθιστόρημα», (Μύθος καὶ Ἱστορία), ἀπ᾿ ὅπου εἶναι παρμένο αὐτὸ τὸ ποίημα, ἔχει σὰν ἐπιγραφὴ τοὺς ἑξῆς δυὸ στίχους τοῦ Ρεμπώ:

«Si j’ai du goût, ce n’ est guère
que pour la terre et les pierres».

Ὁ Σεφέρης, ὑπάκουος στὴ συμβουλὴ τοῦ Πίνδαρου νὰ βάζει ὅλη του τὴ δύναμη στὸ νὰ ἐξαντλεῖ τὸν κόσμο τοῦ δυνατοῦ, εἶναι ὁ ποιητὴς τούτης τῆς γῆς καὶ τούτων τῶν μαύρων πετρῶν, ποὺ εἶχε τραγικὰ ἐξυμνήσει πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Σολωμός, ὅταν τραγουδοῦσε τὴν Ἑλλάδα, «καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι», κι ἔβαζε τὸν ἄπληστο γιὰ λευτεριὰ Σουλιώτη νὰ λέει: «Μιὰ χούφτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο!».

Ἡ πέτρα, στὸ Σεφέρη, εἶναι τὸ ὀρυκτό με τὸ ὁποῖο εἶναι στρωμένη ἡ ἑλληνικὴ γῆ· εἶναι οἱ τεράστιοι, κυκλώπειοι, ἀσήκωτοι ὀγκόλιθοι· εἶναι τὰ ἐρειπωμένα, ἀγνώριστα ὑλικὰ τῶν συνηθισμένων σπιτιῶν τῶν ἐξαφανισμένων πόλεων, ποὺ κάποτε, ὡστόσο, κατοικοῦνταν· εἶναι κεφάλια, σώματα, ἀκρωτηριασμένων τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀγαλμάτων, ποὺ ἀνακαλύπτονται παντοῦ καὶ πάντοτε, μέσ᾿ στὸ ἑλληνικὸ χῶμα.

Ἡ ἑλληνική, ὅμως, πέτρα, εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, εἶναι καὶ σύμβολο τῆς μοίρας τῶν Θεῶν.

Ἡ συλλογὴ «Μύθος καὶ Ἱστορία» τελειώνει μὲ δυὸ μεγάλα ποιήματα ἐξίσου ἀξιοθαύμαστα τὴ «Σαντορίνη» καὶ τὶς «Μυκῆνες».

Οἱ πέτρες τῶν Μυκηνῶν -στὶς Μυκῆνες δὲν βρίσκει κανεὶς παρὰ μονάχα πέτρες- κουβαλοῦν ἀπάνω τους τόσα ἐγκλήματα καὶ αἷμα ὅσους καὶ αἰῶνες.
Μυκῆνες

«Δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου.

Εἶδα μέσα στὴ νύχτα
Τὴ μυτερὴ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ
Εἶδα τὸν κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
Μὲ τὸ φῶς ἑνὸς ἀφανέρωτου φεγγαριοῦ
Εἶδα, γυρίζοντας τὸ κεφάλι
Τὶς μαῦρες πέτρες συσπειρωμένες
Καὶ τὴ ζωή μου τεντωμένη σὰ χορδὴ
Ἀρχὴ καὶ τέλος
Ἡ τελευταία στιγμή·
Τὰ χέρια μου.

Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες·
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἐσήκωσα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἀγάπησα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες, τὴ μοίρα μου.
Πληγωμένος ἀπὸ τὸ δικό μου χῶμα
τυραννισμένος ἀπὸ τὸ δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος ἀπὸ τοὺς δικούς μου θεούς,
τοῦτες τὶς πέτρες.

Ξέρω πὼς δὲν ξέρουν, ἀλλὰ ἐγὼ
ποὺ ἀκολούθησα τόσες φορὲς
τὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸ φονιὰ στὸ σκοτωμένο
ἀπὸ τὸ σκοτωμένο στὴν πληρωμὴ
κι᾿ ἀπὸ τὴν πληρωμὴ στὸν ἄλλο φόνο,
ψηλαφώντας
τὴν ἀνεξάντλητη πορφύρα
τὸ βράδυ ἐκεῖνο τοῦ γυρισμοῦ
ποὺ ἄρχισαν νὰ σφυρίζουν οἱ Σεμνὲς
στὸ λιγοστὸ χορτάρι -
εἶδα τὰ φίδια σταυρωτὰ μὲ τὶς ὀχιὲς
πλεγμένα πάνω στὴν κακὴ γενιὰ
τὴ μοίρα μας.

Φωνὲς ἀπὸ τὴν πέτρα ἀπὸ τὸν ὕπνο
βαθύτερες ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη τοῦ μόχθου ριζωμένη στὸ ρυθμὸ
ποὺ χτύπησε τὴ γῆς μὲ πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στὰ θεμέλια
τοῦ ἄλλου καιροῦ, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα, προσηλωμένα, σ᾿ ἕνα σημάδι
ποὺ ὅσο κι᾿ ἂν θέλεις δὲν τὸ ξεχωρίζεις·
ἡ ψυχὴ
ποὺ μάχεται γιὰ νὰ γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι᾿ ἡ σιωπὴ εἶναι πιὰ δική σου
Ἐδῶ ποὺ σταμάτησαν οἱ μυλόπετρες».

Ὀχτώβρης 1935

Β. Η ΧΡΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ

Τρία χρόνια ἀργότερα, ὁ Σεφέρης ξαναγυρίζει στὴν Ἀργολίδα. Ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια, ἤδη, ἀναζητεῖ -ἰδιοτροπία τοῦ ποιητῆ, θὰ ποῦν· ὄχι, εἶναι κάτι παραπάνω ἀπ᾿ αὐτό, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ προσκυνητῆ ποὺ τριγυρίζει στοὺς ἅγιους τόπους, - ἀναζητεῖ τὸ Βασιλέα τῆς Ἀσίνης. Τὸν βρῆκε: μιὰ ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα ποὺ τὴν πῆρε καὶ τὴν κράτησε στὰ χέρια του:

«Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; Κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμένο χῶμα·
κι᾿ ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα... «.

Ἕνας ποιητής, ὅμως, ξέρει νὰ διαβάζει μία προσωπίδα. Ἕνας ποιητὴς ξέρει ἴσως ν᾿ ἀκούει τὴ σιωπὴ τῆς ἄδειας προσωπίδας. Νά! Τουλάχιστον ποιὸ ὑπῆρξε τὸ στοχαστικὸ ὅραμα τοῦ Σεφέρη:

Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι᾿ ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι᾿ ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι᾿ ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαία μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη».

Ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι᾿ ἀναρωτιέται:

«... ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς
τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ
μὲ τὴν ἀπεραντωσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα
μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό».
Ἡ Ἑλλάδα, Χώρα τῶν Νικημένων Θεῶν καὶ τῆς Ἐξορίας

Ὁ ποιητῆς. Ἕνα κενό; Μὰ ὄχι. Ἡ θλίψη τοῦ Σεφέρη, σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν εἶναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλὰ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἀνασυνθέτει τὸ κενό, ὅπως ὁ μουσικὸς ποὺ ἐκφράζει τὸ νόημα τῆς σιωπῆς καὶ κάνει τὴ νύχτα νὰ τραγουδᾶ. Ξέρει, ὅμως, ἀκόμη, ὅτι τὸ νὰ ἀνασυνθέτεις τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ποὺ δημιούργησε τὴν ὀμορφιά, τὴν δικαιοσύνη, τὸ Θεό, καὶ γέννησε αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ξανάδε οὔτε πρόκειται νὰ ξαναδεῖ κανεὶς δυὸ φορές, εἶναι μιὰ ἀνέλπιδη προσπάθεια.

«Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες», λέει ὁ ποιητής.

Μεγάλες, ἐξαιτίας τοῦ βάρους των. Μεγάλες, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης τελειότητάς τους.

Ὄχι, ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἡ χώρα τῆς κατάρας τῶν νικημένων ἀπὸ τὴ μοίρα Θεῶν. Εἶναι ὅμως, δύσκολο -σ᾿ αὐτὸ συμφωνοῦμε- νὰ εἶναι κανεὶς ἀπόγονός του Αἰσχύλου καὶ τοῦ Φειδία καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ἐρχόμενος, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ τὸ Σολωμό, τὸν Παλαμᾶ, τὸ Σικελιανό, ὁ Σεφέρης εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ζεῖ ὀδυνηρὰ τὴν Ἑλληνική του μοίρα, ὑπερήφανα, ἀλλὰ χωρὶς ματαιοδοξία· ἀνθρώπινα, ἀλλὰ χωρὶς ἀλαζονεία· δύσκολα, ἀλλὰ χωρὶς ἀπελπισία· σεμνά, ἀλλὰ χωρὶς ρητορεία.

Τὰ τελευταία ἀποσπάσματα ποιημάτων ποὺ παραθέτω δείχνουν τὸ ἁπλὸ μεγαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Σεφέρης στέκεται μπρὸς σ᾿ ἕνα παρελθὸν ποὺ συντρίβει τὸν ἄνθρωπο τῆς γενιᾶς του.

Μοῦ παραχώρησε τὸ δικαίωμα νὰ διαλέξω, ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν, τὰ ποιήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἤθελα νὰ τὸν παρουσιάσω.

Τὸ πρῶτο, «Ξύπνησα μ᾿ αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι στὰ χέρια» καὶ τὸ δεύτερο «Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου», τὰ ξεχωρίσαμε, αὐτὸς κι ἐγώ, σὰν βασικά. Τὸ τέταρτο εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν «Κίχλη». Τὸ φυλάω γιὰ τὸ τέλος. Ἔχω τοὺς λόγους μου γι᾿ αὐτό.

Διάλεξα τὸ πρῶτο -τὸ μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ἀκόμη τὶς πέτρες, τὶς δουλεμένες τούτη τὴ φορά, ποὺ εἶναι ὄχι μονάχα ἡ δόξα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδυσώπητη κληρονομιὰ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα.

«Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποὺ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
Ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τὰ μάτια· μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη·

Τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα».

Τὰ μπράτσα εἶναι ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ πέφτουν ξεριζωμένα ἀπ᾿ τοὺς ὤμους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι, πού ᾿ναι σύμβολο τοῦ κάθε ὡραίου ποὺ ἐδημιούργησε ἡ Ἑλλάδα καὶ ποὺ ὁ Σεφέρης καὶ οἱ δικοί του ὀφείλουν νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἀκόμη πιὸ μακρυά, νὰ τὸ βοηθήσουν μὲ μία καινούρια ἰδιοφυΐα, ἴση πρὸς τὴν ἀρχαία. Τέτοια ὑπῆρξε, ἄλλοτε, ἡ μοίρα τῶν Δαναΐδων, ποὺ ποτὲ δὲν μπόρεσαν ν᾿ ἀποτελειώσουν τὸ φοβερό τους μόχθο. Τὸ ὄνομά τους, ὅμως, μπῆκε στὴν αἰωνιότητα τῶν μεγάλων Συμβόλων.

Στὸ «Γυρισμὸ τοῦ ξενιτεμένου» ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μίαν ἄλλην εἰκόνα, μ᾿ ἕναν ἄλλον σπαραγμό.

Θὰ μποροῦσα, βέβαια, νὰ ἐπαναλάβω, ὅπως ἤδη, τὸ ἔχουν κάνει οἱ ἐξηγητές του, τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη. Ἔχασε τὰ πάντα ὕστερα ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922.

Ξεριζωμένος. Τὰ σπίτια ποὺ εἶχε, τοῦ τὰ πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, ὅμως, ἐπίσης, ὅτι ἀναζήτησε στὶς Μυκῆνες καὶ ἀλλοῦ. Ἀνάμεσα στὶς σωριασμένες πέτρες, τὸ ἀρχαῖο του σπίτι:

«... στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ εἴταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις·
θὰ μπορέσουμε;».

Ὁ ποιητής, ἐδῶ, δὲν ἀποτελειώνει τὴ φράση του. Μιὰ σκέψη τὸν βασανίζει. Ὕστερα ἀπὸ μίαν ἄλλη στροφὴ ποὺ θυμίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλους ἡρωϊσμούς, τὶς μεγάλες καθιζήσεις, τὸ τρομερὸ γι᾿ αὐτὸν ρώτημα θὰ ξαναγυρίσει πάλι, ὄχι, ὅμως, σὰν κραυγή, ἀλλὰ σὰν ἐναγώνια οἰμωγή:

«γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλαίψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;».

Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ μοίρα του σὰν ἐξόριστος τοῦ παρελθόντος μέσ᾿ στὸν σημερινὸ κόσμο, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνυπόφορη ἐξορία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ζωή του ὡς διπλωμάτη καὶ προπάντων τὰ γεγονότα πού ῾ζησε στὸν πόλεμο καὶ τὴν κατοχὴ τῆς χώρας του, τὸν ἐκράτησαν πιὸ πολὺν καιρὸ στὰ ξένα παρὰ στὴν πατρίδα του, στὰ ξένα ἀπ᾿ ὅπου ἡ πατρίδα του τοῦ φαινόταν πάντα πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ γοητευτική, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔνιωσε τὸν πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα ἀρκετὰ τὴν εὐαισθησία, τὴ σκέψη καὶ τὴν τέχνη τοῦ Σεφέρη γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ἐξορίας του καὶ τοῦ γυρισμοῦ του. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν ἔχει αἰσθανθεῖ καὶ τὸν ἔχει βιώσει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Ἀνάμνηση καὶ νοσταλγία ἑνὸς παρελθόντος ἀσύγκριτου μεγαλείου. Καὶ πόνος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα. Ὁ διάλογος τοῦ ποιήματος εἶναι ἐπινόηση ποὺ πλάθει μὲ τὴ φαντασία του ὁ ποιητής, γιὰ νὰ θέσει ἀντιμέτωπους τοὺς δυὸ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους εἶναι διχασμένος ὁ Σεφέρης.
Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».

Τί στάση νὰ υἱοθετήσει κανεὶς γιὰ νὰ νικήσει αὐτὴ τὴν ἀγωνία; Τὴν ἀνταρσία; Τὸν ἀγώνα; Αὐτὸ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας Σικελιανός. Ἕνας Παλαμᾶς. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Σεφέρη, ποὺ καταφεύγει στὴν ὑποχώρηση, τὴν καρδιά, μάλιστα, τῆς ὑποχώρησης, στὴν ἐγκαρτέρηση. Οὔτε ἡ μιά, ὅμως, οὔτε ἡ ἄλλη εἶναι συνώνυμες τῆς φυγῆς. Ἴσα - ἴσα, ξεπερνώντας, ὑπερβαίνοντας τὴν ἀδυσώπητη δύναμη τῆς μοίρας, ὁ ποιητὴς φτάνει στὴ λευτεριά.

Στὸ ποίημα ποὺ ἔχει τίτλο: «Ἡ Στέρνα», βλέπουμε -ἀπὸ τὸ 1932, ὅταν ὁ Σεφέρης εἴτανε 32 χρονῶν- τὴ σιγανὴ καὶ ἤρεμη κάθοδο τοῦ ποιητῆ στὴ μοναξιά, τὴ σιωπή, στὶς μυστικὲς περιοχὲς τῆς συνείδησης.

«Ἐδῶ, στὸ χῶμα ρίζωσε μία στέρνα
μονιὰ κρυφοῦ νεροῦ ποὺ θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ἠχηρά. Τ᾿ ἀστέρια
δὲ σμίγουν τὴν καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ἀνοιγοκλεῖ, δὲν τὴν ἀγγίζει».

Ἀνοίγει ὁ πάνω κόσμος σὰ ριπίδι καὶ παίζει μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Πρόσωπα λάμπουν γιὰ μία στιγμὴ καὶ σβήνουν μέσα σ᾿ ἕνα ἐβένινο σκοτάδι. Ὁ κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δὲν τὴν ἀγγίζει. Οἱ ὦρες περνοῦν, οἱ ἥλιοι καὶ τὰ φεγγάρια,

«μὰ τὸ νερὸ ἔχει δέσει σὰν καθρέφτης»
(... )
«Μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσο πλῆθος
μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσος μόχθος
καὶ τόσος πόνος, στάλα - στάλα μόνος» (... )
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οἱ θεοί μας!...»
«Τὰ μάρμαρα τὸ ξέρουν, ποὺ κοιτάζουν»
(... )
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθὼς περνοῦν τὰ πλήθη τοῦ θανάτου».

Ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν κόσμο, ὁ ποιητὴς λέει, στὸ τέλος:

«Μὰ ἡ νύχτα δὲν πιστεύει στὴ αὐγὴ
κι᾿ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη».

Ἕνα τελευταῖο ἀπόσπασμα θὰ ἐξηγήσει τὴν ἐγκαρτέρηση -τὴ γαλήνια ἀποδοχή- τοῦ Σεφέρη. Τὸ παίρνω ἀπὸ τὸ ποίημα «Κίχλη» πού᾿χει τέσσερα μέρη. Εἶναι τὸ ὄνομα ἑνὸς μικροκάραβου συγκοινωνίας ποὺ πλέει, στὸν πόλεμο, κοντὰ στὸ νήσι Πόρος, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Πελοποννήσου, ἀνάμεσα Αἴγινας καὶ Ὕδρας.

«τό ῾λεγαν «Κίχλη»· ἕνα μικρὸ ναυάγιο· τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη».

Πραγματικά, τὸ ναυάγιο εἶναι αἰώνιο.
Φωνὲς ἀνεβαίνουν ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο, ποὺ ὁ Σεφέρης, σὰν τὸν Ὀδυσσέα, τὶς ἀκούει, μὰ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μία: «Κι᾿ ἄλλες φωνὲς σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
θά ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα·
εἴτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι᾿ ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
Πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
Ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:
«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά᾿ ναι τὸ δικό μου· ποὺ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
Ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».

Ὕστατο μάθημα τοῦ Σωκράτη, ποὺ δέχεται τὴ μεγάλη ἐξορία, τὴν ἀδικία, τὴ μοίρα του.
Συμπέρασμα. Γιὰ νὰ κυριαρχήσεις τὸν Ἑλληνισμὸ πρέπει νὰ τὸν ἀξίζεις

Πρέπει, ὡστόσο, νὰ καταλήξουμε σ᾿ ἕνα συμπέρασμα. Ἡ τραγωδία δὲν τελειώνει παρὰ μὲ τὸ θάνατο. «Καὶ πόσα χρόνια χάσαμε, λέει ὁ ποιητής, γιὰ νὰ πεθάνουμε». Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κάθαρσις. Σ᾿ αὐτήν, ὅμως, τὴν ἀκίνητη καὶ γαλήνια φωνὴ τοῦ Σωκράτη, ποὺ τὴν κάνει ὁ ποιητὴς νὰ ξανανεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸ πρῶτο ναυάγιο τοῦ ἑλληνισμοῦ, δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε ἀμηχανία, οὔτε ἀγωνία. Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, «φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴν πέτρα, φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν ὕπνο», ὅπως στὶς Μυκῆνες· φωνὲς τοῦ μυστικοῦ νεροῦ, ὅπου τόση θλίψη μαζεύτηκε γουλιὰ - γουλιά, φωνὲς τῆς στέρνας πού, ὅμοια μὲ μίαν ἐλεύθερη ψυχή, διδάσκει τὴ σιωπή: φωνὲς ποὺ ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους, ἀνεβαίνουν καί, ξαφνικά, παγώνουν, ἀκίνητες, ἀπολιθωμένες, ὅπως οἱ χειρονομίες καὶ ἡ κίνηση ἑνὸς ἀπότομα σταματημένου φίλμ, ὅπως μέσα στὸ ὅραμα ποὺ εἶχε ὁ Σεφέρης δεῖ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο στὴν ἐργατικὴ κοιλάδα, στὴν Ἐγκωμή, στὴν Κύπρο· ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, τρομερές, ἢ ὀδυνηρές, ἢ μυστικές, νά! Ἡ τέλεια γαλήνη τοῦ Σωκράτη...

Τὸ μάθημα τελείωσε. Ὁ ἄνθρωπος ξέρει ὅτι ἡ μοίρα τὸν συντρίβει καὶ ὅτι ὁ ἀγώνας ποὺ δέχτηκε νὰ ἀναλάβει εἶναι προκαταβολικὰ χαμένος. Δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς δυὸ σκοτεινοὺς Σκοπέλους, ἀπ᾿ ὅπου πρέπει νὰ περάσει ἡ ὀδυσσειακὴ σχεδία του. Ἡ μοίρα, ἁρματωμένο μὲ δρέπανα ἅρμα ποὺ θερίζει, δὲν ξέρει πόσα δημιουργήματα ἑλληνικοῦ μεγαλείου καὶ ὀμορφιᾶς κατέστρεψε καὶ καταστρέφει ἀδιάκοπα. Τουλάχιστον, μὲ τὴ σκέψη του, μὲ τὴ συνείδησή του, ποὺ ξαγρυπνᾶ μέσ᾿ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, προσπαθεῖ νὰ κυριαρχήσει πάνω στὴ δραματικὴ μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί, κύριος της ἀγωνίας του, γίνεται ὁ μεγάλος ποιητής, ὁ ἄξιος ποιητὴς τῆς ἀνθρώπινης μοίρας τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας.

Μετάφραση: Ξεν. Ι. Καράκαλος
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Σεφέρης καὶ Μουσική

Τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἐπιχειρεῖ εὐρεία ἀνάλυση καὶ ἐξέταση τῆς σχέσεως τοῦ Σεφέρη μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὴν ἀναγνωρισμένη παρουσία της στὸ ποιητικό του ἔργο. Κάτι τέτοιο θὰ ἀπαιτοῦσε πολυσέλιδη μελέτη, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ παρουσιαστεῖ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ μέσου. Ἐπιχειρεῖται μία σύντομη παρουσίαση καὶ σχολιασμὸς ὁρισμένων ἀπόψεων καὶ γραφῶν τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ μουσική.

«Ἂν ἤμουν μουσικὸς θά ῾γραφα μιὰ μουσικὴ ποὺ θὰ λεγότανε Τὸ ρολόι καὶ ἡ ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία: πέντε ἕξι πνευστά, τὸ σιδερένιο τρίγωνο καὶ τὰ κύμβαλα (δὲν ξέρω τὰ σωστά τους ὀνόματα). Θά ῾ταν ἡ θάλασσα, τὰ κουπιά, καὶ ὁ ἦχος τοῦ ρολογιοῦ θὰ ῾ρχότανε a contrattempo νὰ τὰ χαλάσει ὅλα. Στὸ τέλος, μὲ μεγάλο κέφι καὶ εὐχαρίστηση θὰ κλειούσανε οἱ μαῦρες Συμπληγάδες νὰ τὰ κάνουν ὅλα κομματάκια κομματάκια σὲ χαρτοπόλεμο, καὶ ἡ θάλασσα πάλι σὰν τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας. Ἀλλὰ δὲν εἶμαι μουσικὸς καὶ ἡ γλῶσσα στὴν κατάσταση ποὺ εἶμαι ἠχεῖ σὰν φυματικὴ καραμούζα». (16 Νοεμβρίου 1931)(14)

Αὐτὲς εἶναι οἱ πρῶτες φράσεις ποὺ διαβάζει κανεὶς στὸ ἡμερολόγιο τοῦ Γιώργου Σεφέρη καὶ οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς θέμα τὴ μουσική. Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς σημειώσεις γράφτηκαν τὴν περίοδο 1931-1934, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας, ὁ Σεφέρης ἦταν ὑποπρόξενος στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσει πολλὲς συναυλίες, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκούσει πολλὴ μουσική, ἰδιωτικά, στὸ «κόκκινο γραμμόφωνό του». Εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσες οἱ σημειώσεις αὐτές, γιατὶ μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχή μας σὲ μία διαφορετικὴ καὶ σχετικὰ ἄγνωστη πλευρὰ τῶν ἐνδιαφερόντων του. Τὴν περίοδο ἐκείνη «κάτι ἄλλο σημαντικὸ εἶχε εἰσχωρήσει στὴ ζωή. Μιὰ ἀληθινὴ γυναίκα, μὲ μουσικὴ καλλιέργεια, μὲ εὐαισθησία ἐρωτεύθηκε τὸ Γιῶργο». (15) Ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποία ἀλληλογραφοῦσε ὁ Σεφέρης τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι ἡ Λουκία Φωτοπούλου, μουσικολόγος καὶ μουσικοκριτικὸς (ἔχει γράψει τὸ βιβλίο Μουσικὲς Σελίδες, Ἐκδόσεις Ἰππαλεκτρυῶν, 1939). Ἡ γυναίκα αὐτή, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα καὶ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Σεφέρη πρέπει νὰ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς «μουσικῆς» ἄποψής του. Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ρόλο τῆς Λουκίας Φωτοπούλου στὰ «μουσικά» γραπτὰ τοῦ Σεφέρη, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ ἐξετάσει κανεὶς τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ σχόλια ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ μία τέχνη διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ὑπηρετεῖ, πόσο μᾶλλον ὅταν ὑπάρχει μία ἀποδεδειγμένη συνάφεια ἀνάμεσα στὶς δυὸ αὐτὲς τέχνες (16), συνάφεια τὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος παραδέχτηκε. (17)

«Τ᾿ ἀπόγευμα ἄκουσα τὸ δεύτερο μέρος τῆς συμφωνίας τοῦ Φράνκ, ἐκεῖνο ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς ἅρπες, κι ἄρχισα ἕνα ποίημα ποὺ λέγεται «Τυφλοί». Ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ἐρχόμενο βιβλίο θὰ λέγεται «Ἰντερμέδιο γιὰ χαμηλὰ φωνή». Ἔτσι ἐπηρεάζομαι ἀπὸ τὶς μουσικὲς γιατὶ βαρέθηκα νὰ ἐπηρεάζομαι ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες. Αὔριο θὰ πάω νὰ ἀγοράσω τὸ Φαῦνο ἢ τὸ Valse τοῦ Ραβὲλ ἢ τὸ Bolero. Φαντάζομαι τοὺς μελλούμενους κριτικοὺς ποὺ δὲ θὰ μποροῦν νὰ βροῦν ποιοὺς ἔκλεψα. Ἂν ἤμουν ἐλεύθερος θὰ πήγαινα στὸ Παρίσι νὰ σπουδάσω μουσική». (29 Νοέμβρη 1931)

Ὁ Σεφέρης τὰ χρόνια αὐτά, (1931-1934) ὅπως προαναφέρθηκε, ἄκουσε πάρα πολλὴ καὶ διαφορετικὴ μουσική. Bach, Haydn, Beethoven, Brahms, Chopin, Strauss, Ravel, Debussy, Stravinsky καὶ ἄλλους. Συναυλίες μὲ διευθυντὴ ὀρχήστρας τὸν Furtwängler, τὸν Ravel καὶ τὸν Schonberg.

Ὅπως καὶ ὁ ἴδιος παραδέχεται στὴ Λουκία Φωτοπούλου (Δὲν κάνω τὸ σπουδαῖο, σοῦ τὸ λέω νὰ τὸ ξέρεις, ὅταν σου μιλῶ γιὰ μουσική, νιώθω πὼς εἶμαι ἀγράμματος σ᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο)(18) δὲν ἔχει εἰδικὲς μουσικὲς γνώσεις. Μέσα ὅμως ἀπὸ τὶς σημειώσεις του ἀποκαλύπτεται ἕνας ἀκροατὴς μὲ ἔνστικτο, ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς μουσικῆς ποὺ ἀκούει καὶ προσπαθεῖ νὰ μορφωθεῖ ὅσο μπορεῖ.

«Ξαναπιάνω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φράσεις, προσπαθῶ νὰ συνηθίσω τ᾿ αὐτί μου νὰ ξεχωρίσει τὰ διάφορα ὄργανα, νὰ παρακολουθεῖ τί γίνουνται καὶ πῶς ἀλλάζουν τὰ μοτίβα, καὶ ποιὰν ἀνταπόκριση ἔχουν τέλος πάντων μ᾿ ἐκεῖνον τὸ ζωντανὸ ἄνθρωπο ποὺ τὰ δημιούγησε καὶ μὲ τὴ μουσική». (19)

Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν σημειώσεων τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ μουσικὴ προκύπτει ὅτι εἶχε διαμορφώσει κάποιες ἀπόψεις καὶ προτιμήσεις. Διακρίνουμε μία ἀγάπη στοὺς κλασικοὺς (Bach, Beethoven) καὶ ἕναν ἔντονο θαυμασμὸ γιὰ τὸν Debussy καὶ τὸν Stravinsky, ὅπως ἐπίσης ἕναν δισταγμὸ ἀπέναντι στὸν Wagner καὶ μία ἀποστροφὴ γιὰ τὸν Strauss. (Dr. Strauss, ὅπως εἰρωνικὰ τὸν ἀποκαλεῖ.)

Ἰδιαίτερα, ἀξίζει κανεὶς νὰ σταθεῖ στὴν ἄποψη τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ γαλλικὴ μουσικὴ τῆς ὁποίας εἶναι, θὰ λέγαμε, κάτι παραπάνω ἀπὸ ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς (Franck, Debussy, Ravel). Ἡ πρώτη «μουσική» γραφὴ στὸ ἡμερολόγιό του ἀναφέρει ἔργα αὐτῶν τῶν συνθετῶν. Δεδομένης τῆς γαλλικῆς του παιδείας καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων του (Laforgue, Verlaine, Mallarmé, Baudelaire, Valery) ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴ γαλλικὴ μουσικὴ δὲν μᾶς ἐκπλήττει. Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ ξεχνᾶμε ὅτι βρισκόμαστε στὴ δεκαετία τοῦ ῾30, καὶ οἱ συνθέτες αὐτοὶ ἐθεωροῦντο ἀκόμη «σύγχρονοι» (τρόπον τινά) στοὺς μουσικοὺς κύκλους, ἴσως μάλιστα νὰ μὴν εἶχαν γίνει ἀκόμη ἀποδεκτοί· εἰδικὰ στοὺς πιὸ συντηρητικούς. Εἶναι λοιπὸν ἀξιοθαύμαστη ἡ εὐρύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ διακρίνει τὸν ποιητὴ καὶ ἡ ἱκανότητά του νὰ δέχεται τὸ καινούργιο, νὰ ἀξιολογεῖ, νὰ ἀφομοιώνει καὶ νὰ ἐκφράζει τὴν ἄποψή του γιὰ νέα καὶ πρωτοποριακὰ ἀκούσματα (σὲ σχέση πάντα μὲ τὴν ἐποχή), ὅπως τὸ Prélude à L’après-midi d’un faune (20) (1895), τὰ Préludes, Livre Ι (1910) γιὰ πιάνο καὶ τὴν Sonate (1917) γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο τοῦ Debussy καθὼς καὶ τὴν δεύτερη συμφωνία τοῦ Franck, καὶ ἔργα τοῦ Ravel. Τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι δὲν ὑπῆρχαν πολλοὶ Ἕλληνες (μουσικοὶ ἢ μή) οἱ ὁποῖοι, ἐκεῖνα τὰ χρόνια, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀφομοιώσουν τέτοια μουσική. Εἶναι λοιπὸν ἄξια παραπάνω ἀπὸ θαυμασμοῦ ἡ προσπάθεια τοῦ Σεφέρη γιὰ μουσικὴ μόρφωση καὶ καλλιέργεια.

Εἰδικὰ γιὰ τὸν Debussy, ὁ Σεφέρης ἔτρεφε τεράστια ἐκτίμηση, ὅπως ἄλλωστε μαρτυροῦν οἱ γραφές του:

«Πῆρα σήμερα ὁλόκληρο τὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Préludes τοῦ Claude-Achille (Cortot) καὶ τὴ Σονάτα τοῦ ἴδιου γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο (Cortot -Thibaud). Τ᾿ ἄκουσα αὐτὰ τὰ κομμάτια δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τώρα εἶμαι ζαλισμένος, ἀνυπόστατος καὶ δυστυχής. Τί θὲς ν᾿ ἀξίζουν οἱ προσπάθειές μας ἅμα ξέρουμε πὼς ὑπῆρξαν τέτοιοι ἄνθρωποι; [...] Τὰ ξέρεις ὅλα αὐτὰ τὰ Préludes, εἶναι μαζὶ δέκατο, ἡ Cathedrale engloutie. Εἶναι ἕνα ποὺ λέγεται Voiles. [...] Ἐμένα μου θυμίζει ἐκεῖνο τοῦ Μαλλαρμέ: La chair est triste, hélas! Κι ἔπειτα τί σημασία ἔχει τί μοῦ θυμίζει ἂν μὲ κάνει νὰ νιώθω τί μοῦ λείπει, μολονότι δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ. Εἶναι ἕνα ἄλλο Des pas sur la neige, ποὺ φεύγει ἄπειρα καὶ ὅμως μένει πάντα πολὺ κοντὰ γιὰ νὰ σοῦ θυμίζει θά ῾λεγες μόνο καὶ μόνο ὅτι φεύγει. [...]
Τί ἔφερε στὴ μουσικὴ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, τί παράθυρα ἄνοιξε [... ]
Κάτι ἤξερε ὁ Claude-Achille ποὺ ἔγραφε «musicien Français» καὶ ὄχι «compositeur» καὶ εἶναι μουσικός». [31 Μαΐου 1932](21)

Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ποιητῆ διαπιστώνουμε ἐπίσης ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ Debussy τὸν ἐπηρέασε καὶ στὸ ἔργο του· ὁ ἴδιος τὴν συνδέει μὲ τὴν Στέρνα. ( Ἂν ἐπιτύχει καὶ μ᾿ ἀρέσει, καὶ ἂν ὁ Claude-Achille ζοῦσε καὶ ἦταν φίλος μου, θὰ τοῦ τὴ χάριζα). (22)

Σὲ γενικότερες γραμμὲς διαπιστώνει κανεὶς ὅτι εἶναι ἀρκετὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συνδέουν τὸν Σεφέρη μὲ τὸν Debussy καὶ αὐτὰ εἶναι ὁ μεγάλος χρόνος προετοιμασίας, ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρτιότητας, ἡ λιτότητα τῆς ἔκφρασης καὶ ἡ ὑποβλητικότητα (23) ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι χαρακτηρίζουν τὸ ἔργο τους. Ὁ Σεφέρης δημοσιεύει τὴν πρώτη του συλλογὴ τὸ 1931, παρόλο ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια. «Ἡ σιωπή του κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1920», γράφει ὁ Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «συνιστᾶ μία περίοδο παρατεταμένης προετοιμασίας κατὰ τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἀρθρώσει τὴ δική του ποιητικὴ φωνή, ἐπιδιώκοντας μορφικὴ καὶ ἐκφραστικὴ ἀρτιότητα».(24) Ὁ Debussy ἐπίσης σχεδίαζε τὴν ὄπερά του Pelléas et Melissande σχεδὸν δέκα χρόνια, προτοῦ τὴν παρουσιάσει ὁλοκληρωμένη καὶ δὲν ἦταν γενικὰ ἄνθρωπος ποὺ ἐξελισσόταν γρήγορα. Δούλευε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τὶς συνθέσεις του, πρὶν τὶς δημοσιεύσει ὅπως καὶ ὁ Σεφέρης τὰ ποιήματά του. Ἐπίσης, ἦταν τὸ ἴδιο ἐξοικειωμένος μὲ τοὺς γάλλους «συμβολιστές» ποιητὲς (Baudelaire, Verlaine, Mallarmé). Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δυὸ ξεχωριστὰ (καὶ σὲ διαφορετική, ἀλλὰ ἀρκετὰ κοντινή, χρονικά, περίοδο) ἐνέπνευσαν τὴν ἀνανέωση στὶς τέχνες τους.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Debussy ἀναφέρεται, στὰ γραπτὰ τοῦ Σεφέρη, ὁ Franck (στὸν ὁποῖο μαθήτευσε γιὰ λίγο ὁ Debussy) καὶ ἡ δεύτερη συμφωνία του. Κάτι ἄλλο γίνεται λοιπὸν ἐδῶ ἀντιληπτό. Ὁ Franck στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ὁ Debussy στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου εἶχαν γίνει ἐκφραστὲς ἑνὸς ρεύματος ἐνάντια στὸν Wagner, ὁ ὁποῖος τότε κυριαρχοῦσε. Ἴσως εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ σύμπτωση τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης, ἂν καὶ πολὺ ἀργότερα, ἐκφράζει ἕναν σκεπτικισμὸ ἀπέναντι στὸ ἔργο τοῦ Wagner.

«Λοιπὸν μὲ τὸν Βάγνερ, οἱ λεπτομέρειες ποὺ σοῦ ἀναφέρω μὲ διώχνουν: ὄγκος, σύνθεση τῶν τεχνῶν, μυθολογία ἀπάνθρωπη (γιὰ μένα τουλάχιστον), πλῆθος μέσων κτλ». (28 Μαΐου 1932)(25)

Μία ἄλλη ἰδιαίτερη σχέση εἶναι αὐτὴ τοῦ Σεφέρη μὲ τὸν Stravinsky. Ἡ πρώτη γραφὴ τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν Stravinsky ἔγινε στὶς 2 Φεβρουαρίου 1932:

«Χτὲς πῆγα στὸ κοντσέρτο. Ἡ Τρίτη (Beethoven) [...] καὶ κυρίως τὸ Καπρίτσιο γιὰ πιάνο, ἔγχορδο κουαρτέτο καὶ ὀρχήστρα καὶ ἡ Συμφωνία τῶν Ψαλμῶν τοῦ Igor [Stravinsky] ( στὸ πιάνο ὁ ἴδιος). Τί ἄνθρωπος καὶ τί ρυθμός· ἔπρεπε ν᾿ ἀκούσεις τὴν attaque [...]: μιὰ κλοτσιὰ σ᾿ ὅλες τὶς τρυφερές, ἠδονοπαθεῖς σαχλαμάρες καὶ στοὺς νυσταλέους βηματισμούς». (26)

Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ γράφτηκε τὸ 1930, καὶ ὁ Σεφέρης ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ μόλις δυὸ χρόνια ἀργότερα, εἶναι λοιπὸν ἀναμφισβήτητα ἕνα σύγχρονο ἔργο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν πραγματικὰ στενὴ σχέση τοῦ ποιητῆ μὲ τὴν μουσικὴ λαμβάνοντας βέβαια ὑπόψη, ὅτι βρισκόταν στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούσει ἔργα σὰν καὶ αὐτὸ σὲ συναυλίες καθὼς καὶ νὰ ἀγοράζει ἠχογραφήσεις γιὰ τὸ γραμμόφωνό του. Δὲν μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ μὴν μνημονεύσει τὰ σχόλιά του αὐτά, καθὼς εἶναι πέρα γιὰ πέρα προφανές, ἰδιαίτερα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας, τὸ καταπληκτικό του δεκτικὸ καὶ κριτικὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κατὰ κάποιο τρόπο προέβλεψε τὴν καθολικὴ ἀποδοχή, ὄχι μόνο του Stravinsky ἀλλὰ καὶ τοῦ Debussy.
Στὴ Συμφωνία τῶν Ψαλμῶν ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται καὶ ἀργότερα, στὶς 2 Ἀπριλίου 1933 καὶ τὴν χαρακτηρίζει σταθμὸ στὴν θρησκευτικὴ μουσική. (27)

Ὁ Σεφέρης ἔγραψε τὸν πρόλογο στὴν ἔκδοση τοῦ 1970 τοῦ βιβλίου τοῦ Stravinsky μὲ τίτλο Poetics of Music (In the Form of Six Lessons), (28) στὸν ὁποῖο, μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρεται στὴν συνεργασία τοῦ Stravinsky μὲ τὸν Valery καὶ στὴ σημασία καὶ τὸ κύρος ποὺ εἶχε (ὁ Valery) γιὰ τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν του.(29) Ἐκφράζει ἐπίσης μέσῳ τοῦ προλόγου αὐτοῦ τὸν ἀπόλυτο θαυμασμό του:

«[...] ἔχει ἐπιβληθεῖ σὰν ἕνας μεγάλος ἄρχοντας τῆς μουσικῆς, παράλληλα μὲ τὸν ἄλλο στυλοβάτη τῆς ἐποχῆς μας τὸν Πικάσσο. Τὰ ἔργα, οἱ ἐκφράσεις τῶν δυὸ αὐτῶν ἀνθρώπων ἔχουν σφραγίσει τὸν αἰώνα μας[...]»(30)

Ὁ ἴδιος ὁ Stravinsky ἀναφέρεται στὶς διαλέξεις του καὶ στὸν Baudelaire (σέλ. 65) καὶ στὸν Gide ( σέλ. 79), τῶν ὁποίων τὰ ἔργα ἐπηρέασαν σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν ποιητική του ἐξελικτικὴ πορεία.

Κοινὸ χαρακτηριστικὸ στὶς γραφὲς γιὰ τὸν Debussy καὶ τὸν Stravinsky εἶναι ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς χρησιμοποιώντας τὰ μικρά τους ὀνόματα, κάτι ποὺ δείχνει πιστεύω, τὴν οἰκειότητα ποὺ αἰσθανόταν ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς διαμέσου τῆς μουσικῆς τους.

Ὁ Σεφέρης ἔτρεφε ἐπίσης ἐκτίμηση καὶ θαυμασμὸ καὶ γιὰ τοὺς κλασσικοὺς (Bach, Beethoven, Haydn), στοὺς ὁποίους «μυήθηκε» λίγο ἀργότερα ἀπὸ ὅτι στὴν γαλλικὴ μουσική. [...] κάποιο συγκεκριμένο μουσικὸ ἔργο ὑπῆρξε γιὰ ὁρισμένα ποιήματα θεματικὸ ἐρέθισμα, ἀφορμὴ ἢ ἀναφορά, ὅπως π. χ. γιὰ τὴν «Canzona» ἢ τὸ «ΣΤ´» τοῦ Μυθιστορήματος, ποὺ ἔχουν καὶ τὰ δυὸ τέτοιας μορφῆς συνδέσεις μὲ τὴν «Canzona di ringraziamento», τὸ ἀργὸ μέρος ἀπὸ τὸ 15ο Κουαρτέτο Ἐγχόρδων του Μπετόβεν. (31)

«Ἔχω τώρα τελευταῖα τὸ Κοντσέρτο τοῦ Βραδεμβούργου ἀρ. 3 καὶ τὸ Κουαρτέτο 132, ἐκεῖνο μὲ τὴν περίφημη Canzona di ringraziamento "ἱερὸ τραγούδι εὐγνωμοσύνης, ἑνὸς ποὺ γιατρεύτηκε, στὸ Θεό, σὲ λυδικὸ τρόπο". Τὰ ἔχω χαμένα, γνώρισα τόσους ποὺ ἦταν ἔμπειροι στὴ μουσική, δὲ βρέθηκε ἕνας νὰ μοῦ πεῖ πὼς κάποτε ὁ Μπετόβεν εἶχε ἐκφράσει μ᾿ ἕναν τόσο χειροπιαστὸ τρόπο τὴν ὡριμότητα τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὸ θάνατο, τὴν ἐλευθέρωση ἀπὸ τὸ θάνατο μὲ τόσο ἀνθρώπινο τρόπο. Ὅτι ὁ Μπὰχ εἶναι ἴσως ὁ μόνος ποὺ ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν εἶναι οὔτε cerebral, οὔτε sensuel, οὔτε sentimental, οὔτε romantique, οὔτε classique, οὔτε precieux, οὔτε naturel, οὔτε prime-sautier, οὔτε τίποτα ἀπὸ δαῦτα- κανένας χαρακτηρισμός: εἶναι ὁ γυμνὸς ἄνθρωπος, πλέριος, ζυγισμένος, χωρὶς καμιὰ γωνιά, ποὺ μᾶς μοιάζει ἢ ποὺ δὲν μᾶς μοιάζει, κι ὅμως ξέρουμε πὼς εἶναι αὐτὸς πλέριος καὶ ἀληθινός». (32)

Γιὰ περισσότερες σχετικὲς πληροφορίες, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Bach (καὶ τὸν Σεφέρη) ὑπάρχει τὸ ἄρθρο τοῦ Χ. Ξανθουδάκη στὸ περιοδικὸ "Μουσικὸς Λόγος 2" (Φθινόπωρο 2000).

Συμπερασματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ μουσικὴ κατεῖχε μία ἐξέχουσα θέση στὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ καὶ ὄχι μόνο ὡς μιὰ ἄλλη τέχνη, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει καὶ πάνω σὲ αὐτὴν νὰ μορφωθεῖ. Ὁ Δ. Ν. Μαρωνίτης ἔχει χρησιμοποιήσει τὴν ἔκφραση «δεύτερη παιδεία», ἡ ὁποία, χρονικὰ (1931-1933), συμπίπτει μὲ τὴν δημοσίευση τῆς πρώτης του συλλογῆς καὶ παίζει σημαντικὸ ρόλο τόσο στὴν διαμόρφωση τῆς ποιητικῆς του γλώσσας ὅσο καὶ στὴν ὅλη πορεία τοῦ σεφερικοῦ ἔργου μὲ κύριο ἄξονα ἕνα κοινὸ γιὰ ἐκεῖνον χαρακτηριστικὸ τῶν δυὸ τεχνῶν: τὸ στόλισμα καὶ τὴν κατεργασία τῆς σιωπῆς. (33)


(πηγες)
14. Μέρες Β´ 1931-1934
15. Ι. Τσάτσου, Ὁ ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης, 262
16. Στὸ βιβλίο τῆς Λουκίας Φωτοπούλου Μουσικὲς Σελίδες, ὅπου περιλαμβάνεται ὁμιλία της γιὰ τὸν Debussy, ἀναφέρεται γιὰ τὴν συνάφεια τῶν δυὸ τεχνῶν (18-19): «Ἡ μιὰ τέχνη δανείζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ τέχνη συμπληρώνει τὴν ἄλλη. «Τ᾿ ἀρώματα, τὰ χρώματα κι οἱ ἦχοι ἀνταποκρίνονται». Ὁ στίχος αὐτὸς τοῦ Baudelaire εἶχε βασανίσει τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλους τοὺς καλλιτέχνες ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ πλουτίσουν τὰ ἐκφραστικὰ τοὺς μέσα. Ἔτσι βλέπομε τὸν Verlaine νὰ γυρεύη «μουσικὴ πάνω ἀπ᾿ ὅλα», τὸν Mallarmé ν᾿ ἀγωνίζεται ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ διατυπώση μία νέα ποιητικὴ παρακολουθώντας τὶς συναυλίες, καὶ τέλος τὸν Debussy νὰ ζητάη νὰ δώσει στὸν ἦχο τὰ χρώματα μιᾶς πλούσιας παλέττας. Ἀλλὰ ἀπὸ μίαν ἄλλη ἄποψη ἡ ἀνάμιξη αὐτὴ τῶν τεχνῶν εἶχε ἕνα σημαντικὸ ἀποτέλεσμα: βοήθησε τὴν κάθε τέχνη νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό της».
17. Μέρες Α´
18. Μέρες Β´, 67
19. ὅπ. ἄν.
20. «In the words of Boulez, ῾just as modern poetry surely took root in certain of Baudelaire’s poems, so one is justified in saying that modern music was awakened by L᾿ après-midi d᾿ un faune’. « (New Grove Dictionary of Music and Musicians 5, « Debussy», 297
21. Μέρες Β´, 71-73
22. ὅπ. ἄν., 41
23. Ἡ Λουκία Φωτοπούλου γράφει ὅτι «ὁ Debussy ἀνήκει στὴν καλλιτεχνικὴ αὐτὴ γενεὰ ἡ ὁποία ἔριξε κάτω τὸ περιττό, τὴ φλυαρία γιὰ τὴν ἀπόλαυση τοῦ λόγου. Τὰ μέσα ἐκφράσεως διαλέγονται, οἱ λεπτομέρειες βαραίνουν. Μέσα ὑποβολῆς καὶ ὄχι περιγραφές, αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς μουσικῆς τοῦ Debussy. « (Μουσικὲς Σελίδες, 21) Ὁ συσχετισμὸς αὐτὸς ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν μελέτη τοῦ Χάρη Ξανθουδάκη Ὁ J. S. Bach μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σεφέρη. (Ὑπὸ δημοσίευση στὸ περιοδικὸ Μουσικὸς λόγος 2 (φθινόπωρο 2000)
24. βλ. λῆμμα «Σεφέρης» στὸ Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, 246
25. Μέρες Β´, 67
26. ὅπ. ἄν., 36
27. ὅπ. ἄν., 119
28. Igor Stravinsky, Poetics of Music In the Form of Six Lessons, Harvard University Press, 1970
29. Δοκιμές, τ. Β´, 307
30. ὅπ. ἄν., 309
31. N. Χριστοδούλου, «Ὁ Μουσικὸς Σεφέρης», στὸ: Ὁ Σεφέρης στὴν Πύλη τῆς Ἀμμοχώστου, 109
32. Μέρες Β´, 67
33. α) Μέρες Β´, 73, β) Δοκιμές, τ. Α´, 33-34
(nektarios.gr)
 

Ανδρεας Σχιζας

AVClub Addicted Member
4 November 2007
2,961
USA-Αθηνα
Γιῶργος Σεφέρης: Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης

Μερικα αποσπασματα.........γιατι ειναι πολυ μεγαλο.

Πολέμησε, ἀγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, ἀηδίασε, θύμωσε. Ἀλλὰ ἔμεινε -ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὸ γράψιμό του τὸ ἀπελέκητο- πάντα ὀρθὸς ὡς τὸ τέλος: ἄνθρωπος στὸ ὕψος τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔγινε μήτε ὑπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Ἀλήθεια, μία ἀπὸ τὶς χάρες τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ γεμίζει ἀγαλλίαση τὴν ψυχή, εἶναι αὐτὸ τὸ συναίσθημα, ποὺ δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς δίνει· τὸ συναίσθημα πὼς ἔχουμε στὸ πλάι μας ἕναν ὁδηγὸ -τόσο ἀνθρώπινο-, ποὺ εἶναι μέτρο τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ὄντων. Αὐτὸ τὸ ἴδιο συναίσθημα ποὺ εἶναι ζυμωμένο μὲ κάθε ἑλληνικὴ ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τοὺς παμπάλαιους καιροὺς ποὺ ὁ Οἰδίποδας κατάργησε τὴ Σφίγγα καὶ τὸν ἐφιαλτικὸ κόσμο τῆς λέγοντας μόνο μία λέξη: ὁ ἄνθρωπος.


Κάποτε μοῦ ἔτυχε νὰ γράψω ἕναν πρόλογο στὰ ποιήματα τοῦ Κάλβου· κι ἐπειδὴ νόμισα πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαῖα προβλήματα ποὺ ἔθετε ὁ Κάλβoς ἦταν τὸ πρόβλημα τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης, μ᾿ ἔψεξαν γιατί ἀσχολήθηκα μ᾿ αὐτό, ἀντὶ ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ πράγματα ποὺ βροντοφωνοῦσε ὁ ποιητὴς καὶ δὲν εἶχαν καθόλου τὴν ἀνάγκη μου γιὰ νὰ γίνουν αἰσθητὰ ἀπὸ τὸν καθένα. Μὲ ἀπασχολεῖ ἡ γλῶσσα, γιατί εἶναι τὸ ὑλικὸ τοῦ συγγραφέα, καὶ ὄχι γιατί μ᾿ ἀρέσει νὰ ξαναγυρίζω στὸ παλιὸ γλωσσικὸ ζήτημα, ποὺ εἶναι τελειωμένο γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Κανένας λογοτέχνης δὲ γράφει πιά, ἐδῶ καὶ χρόνια, τοὺς νεκροὺς τύπους. Φαντάζομαι πὼς ὅταν μὲ τὸ καλὸ γυρίσουμε στὸν τόπο μας, δὲ θὰ τοὺς χρησιμοποιεῖ πιὰ οὔτε τὸ Κράτος οὔτε ἡ δημοσιογραφία. Σκεφτεῖτε πὼς σήμερα, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὁλόκληρος ὁ τύπος ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ πεῖσμα τῶν τυράννων καὶ ἐκφράζει τὴν ἐλεύθερη σκέψη τοῦ ἔθνους, γράφεται στὴ ζωντανή μας γλῶσσα. Ἂν ὅμως τὸ γλωσσικὸ ζήτημα τελείωσε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε πὼς κανένας συγγραφέας δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἂν δὲν εἶναι ἄρχοντας τῆς γλώσσας, ὄχι τῶν λεξικῶν ἢ τοῦ συνταχτικοῦ, ἀλλὰ αὐτῆς τῆς ζωντανῆς φύσης ποὺ τοῦ μεταγγίζει κάθε στιγμὴ ποὺ ἀνασαίνει ἡ φυλή του. Καὶ γιὰ νὰ νιώσουμε καὶ ν᾿ ἀφομοιώσουμε αὐτὴ τὴ φύση, θὰ πρέπει νὰ αἰσθανθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε κείμενα σὰν τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι καθὼς πιστεύω κείμενα καθαρτήρια.


Καὶ γιὰ νὰ τελειώσω, θὰ ἤθελα νὰ θυμηθῶ μία φράση τοῦ Πιραντέλλο, ποὺ συλλογίζομαι πάντα ὅταν ἔχω νὰ κρίνω ἕνα κείμενο. «Ὑπάρχει» λέει «ἕνα ὕφος πραγμάτων καὶ ἕνα ὕφος λέξεων· καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Δάντης πέθανε στὴν ἐξορία, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ στεφάνωσαν τὸν Πετράρχη στὸ Καπιτώλιο». Οἱ ποιητὲς κάνουν παράξενες προφητεῖες. Συλλογίζομαι πὼς ἂν ὁ ὑπέρογκος παλιάτσος τοῦ φασισμοῦ εἶχε προσέξει τὴ φρασούλα τοῦ Πιραντέλλο, δὲ θὰ καταντοῦσε στὰ τωρινά του χάλια. Τὸν ἔφαγε ἡ πομπὴ τῶν λέξεων, αὐτὴ ἡ τραγικὴ φρεναπάτη. Ἀλλὰ οἱ πολιτικοὶ ἔχουν σπάνια τὸν καιρὸ νὰ προσέξουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.

:2thumb22sup:
 
Last edited: