- 17 June 2006
- 14,350
Οι δύο όψεις της Μεταδημοκρατίας
Μετά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών η ιριδίζουσα φούσκα των ψευδών αντιθέσεων κατέλαβε, ακόμη μία φορά, τον χώρο των πραγματικών, αναπαράγοντας φαντασμαγορικά το ίδιο ως νέο. Εκείνοι οι οποίοι εξακολουθούν να εκπλήσσονται θλιβόμενοι ή να θλίβονται εκπλησσόμενοι από την αναφαινόμενη μετάβαση των δυτικών δημοκρατιών προς μια νεόκοπη μορφή ολοκληρωτισμού είναι εκείνοι ακριβώς που η ίδια η ύπαρξή τους -η λειτουργία τους, η σκέψη τους, η πολιτική τους- συμβάλλει αποφασιστικά σ’ αυτή την εφιαλτική πολιτισμική μετάλλαξη.
Οι διαχειριστές, εκπρόσωποι και υπέρμαχοι του παγκόσμιου «δημοκρατικού τόξου», ερμηνεύοντας τον εκλογικό θρίαμβο του τηλεοπτικού αρλεκίνου τους στην Αμερική, μιλούν για «υπερίσχυση του συναισθήματος επί της λογικής», του («ανεύθυνου») θυμικού επί του («υπεύθυνου»)λογιστικού, χωρίς να διανοούνται το μέγεθος της ύβρεώς τους προς τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης που τους τσουβαλιάζουν πολύ βολικά στην «αντισυστημική» εφεδρεία του συστήματός τους –ενώ οι ίδιοι βέβαια κρατάνε για τον εαυτό τους τον χολλυγουντιανό φωτογενή ρόλο του «δημοκράτη».
Αυτή η επικερδώς εθελοτυφλούσα ελίτ δεν θα μπορούσε να φτάσει σε διαφορετικά συμπεράσματα και σε διαφορετικούς ισχυρισμούς από αυτούς που συνήθως προέβαλλε, θέλοντας να παγιδέψει και να ακινητοποιήσει τη σκέψη μας ανάμεσα στα δύο «άκρα» ή, εντελώς πρόσφατα, ανάμεσα στη συστημική Σκύλλα του ολοκληρωτικού οικονομισμού και την «αντισυστημική» Χάρυβδη του εθνολαϊκιστικού ολοκληρωτισμού.
Το «απροσδόκητο» αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν φάνηκε να ραγίζει τη «δημοκρατική» αυταρέσκεια ενός συστήματος το οποίο είχε φροντίσει προηγουμένως – τορπιλίζοντας την υποψηφιότητα του μη αρεστού Σάντερς- να αποκλείσει κάθε άλλη εναλλακτική: τα εξαθλιωμένα θύματά του είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο αυθάδες και ασύστολα προκλητικό πρόσωπο της ελίτ και στο «αρνητικό» της. Και διάλεξαν τον γνωστό εκείνο μεταμοντέρνο «αρχαϊσμό» που σταδιοδρομεί και στη χώρα μας και στην Ευρώπη υπό τις ποικίλες μορφές ενός εργαλειοποιημένου «αντισυστημικού» φολκλόρ.
Αν βέβαια θέλουμε να περιγράψουμε με άλλους όρους αυτό που συμβαίνει στους καιρούς μας –μια εικόνα χάους και διάλυσης- θα κάνουμε λόγο για έναν βαθύτερο μηδενισμό, έναν εκφυλιστικό ιδιωτισμό που εκρέει από τα σπλάχνα της «Προόδου» ως προδοσία και διάψευση της ουμανιστικής επαγγελίας της. Ούτως ή άλλως, γνήσιο είτε νόθο τέκνο του Διαφωτισμού, η «Πρόοδος» αυτή, ως μια διαδικασία άνευ άλλου αξιακού κριτηρίου πλην της οικονομικής αποτελεσματικότητας, κατέληξε στο σημερινό ηθικό μηδενισμό του αέναου άσκοπου κέρδους και της σκόπιμης «δημιουργικής καταστροφής»: η «Πρόοδος» σημαίνει πλέον γεωμετρική πρόοδο της ανισότητας και της δυστυχίας.
Οι κερδισμένοι αυτού του συστήματος είναι φυσικό και λογικό να το υπερασπίζονται επαναλαμβάνοντας το διάσημο ευφυολόγημα του Τσώρτσιλ («Η αστική δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα») διασκευασμένο στον τρέχοντα κυνικό ισχυρισμό: “There Is No Alternative”.
Δεν υπάρχει, όντως, άλλος δρόμος. Ο ισχυρισμός αυτός παραμένει, αλλοίμονο, ακλόνητος αφού η αδικία στην οποία στηρίζεται μπορεί να διατηρεί την όψη του αναγκαίου και του αυτονόητου. Γι αυτό καλύτερα ας μη μιλάμε πια για Δημοκρατία.
περιοδικό σημειώσεις, τ.83, Απρίλιος 2017
Μετά τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών η ιριδίζουσα φούσκα των ψευδών αντιθέσεων κατέλαβε, ακόμη μία φορά, τον χώρο των πραγματικών, αναπαράγοντας φαντασμαγορικά το ίδιο ως νέο. Εκείνοι οι οποίοι εξακολουθούν να εκπλήσσονται θλιβόμενοι ή να θλίβονται εκπλησσόμενοι από την αναφαινόμενη μετάβαση των δυτικών δημοκρατιών προς μια νεόκοπη μορφή ολοκληρωτισμού είναι εκείνοι ακριβώς που η ίδια η ύπαρξή τους -η λειτουργία τους, η σκέψη τους, η πολιτική τους- συμβάλλει αποφασιστικά σ’ αυτή την εφιαλτική πολιτισμική μετάλλαξη.
Οι διαχειριστές, εκπρόσωποι και υπέρμαχοι του παγκόσμιου «δημοκρατικού τόξου», ερμηνεύοντας τον εκλογικό θρίαμβο του τηλεοπτικού αρλεκίνου τους στην Αμερική, μιλούν για «υπερίσχυση του συναισθήματος επί της λογικής», του («ανεύθυνου») θυμικού επί του («υπεύθυνου»)λογιστικού, χωρίς να διανοούνται το μέγεθος της ύβρεώς τους προς τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης που τους τσουβαλιάζουν πολύ βολικά στην «αντισυστημική» εφεδρεία του συστήματός τους –ενώ οι ίδιοι βέβαια κρατάνε για τον εαυτό τους τον χολλυγουντιανό φωτογενή ρόλο του «δημοκράτη».
Αυτή η επικερδώς εθελοτυφλούσα ελίτ δεν θα μπορούσε να φτάσει σε διαφορετικά συμπεράσματα και σε διαφορετικούς ισχυρισμούς από αυτούς που συνήθως προέβαλλε, θέλοντας να παγιδέψει και να ακινητοποιήσει τη σκέψη μας ανάμεσα στα δύο «άκρα» ή, εντελώς πρόσφατα, ανάμεσα στη συστημική Σκύλλα του ολοκληρωτικού οικονομισμού και την «αντισυστημική» Χάρυβδη του εθνολαϊκιστικού ολοκληρωτισμού.
Το «απροσδόκητο» αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δεν φάνηκε να ραγίζει τη «δημοκρατική» αυταρέσκεια ενός συστήματος το οποίο είχε φροντίσει προηγουμένως – τορπιλίζοντας την υποψηφιότητα του μη αρεστού Σάντερς- να αποκλείσει κάθε άλλη εναλλακτική: τα εξαθλιωμένα θύματά του είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο αυθάδες και ασύστολα προκλητικό πρόσωπο της ελίτ και στο «αρνητικό» της. Και διάλεξαν τον γνωστό εκείνο μεταμοντέρνο «αρχαϊσμό» που σταδιοδρομεί και στη χώρα μας και στην Ευρώπη υπό τις ποικίλες μορφές ενός εργαλειοποιημένου «αντισυστημικού» φολκλόρ.
Αν βέβαια θέλουμε να περιγράψουμε με άλλους όρους αυτό που συμβαίνει στους καιρούς μας –μια εικόνα χάους και διάλυσης- θα κάνουμε λόγο για έναν βαθύτερο μηδενισμό, έναν εκφυλιστικό ιδιωτισμό που εκρέει από τα σπλάχνα της «Προόδου» ως προδοσία και διάψευση της ουμανιστικής επαγγελίας της. Ούτως ή άλλως, γνήσιο είτε νόθο τέκνο του Διαφωτισμού, η «Πρόοδος» αυτή, ως μια διαδικασία άνευ άλλου αξιακού κριτηρίου πλην της οικονομικής αποτελεσματικότητας, κατέληξε στο σημερινό ηθικό μηδενισμό του αέναου άσκοπου κέρδους και της σκόπιμης «δημιουργικής καταστροφής»: η «Πρόοδος» σημαίνει πλέον γεωμετρική πρόοδο της ανισότητας και της δυστυχίας.
Οι κερδισμένοι αυτού του συστήματος είναι φυσικό και λογικό να το υπερασπίζονται επαναλαμβάνοντας το διάσημο ευφυολόγημα του Τσώρτσιλ («Η αστική δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσουμε όλα τα υπόλοιπα») διασκευασμένο στον τρέχοντα κυνικό ισχυρισμό: “There Is No Alternative”.
Δεν υπάρχει, όντως, άλλος δρόμος. Ο ισχυρισμός αυτός παραμένει, αλλοίμονο, ακλόνητος αφού η αδικία στην οποία στηρίζεται μπορεί να διατηρεί την όψη του αναγκαίου και του αυτονόητου. Γι αυτό καλύτερα ας μη μιλάμε πια για Δημοκρατία.
περιοδικό σημειώσεις, τ.83, Απρίλιος 2017
Last edited: