Burn-in, αυτός ο παλιόφιλος από τον καιρό των CRT, όσο δεν απασχόλησε κανέναν εκείνη την εποχή που είχαμε όλοι ευπαθείς στο φαινόμενο τηλεοράσεις, έγινε πρωτοσέλιδο στις μέρες των Plasma και συνεχίζει και σήμερα να αντιπαραβάλλεται ως το βασικό επιχείρημα κατά της αγοράς αυτόφωτου μέσου προβολής. Τελικά, είναι τόσο ευπαθείς οι σύγχρονες αυτόφωτες τηλεοράσεις ή μήπως έχουμε την ίδια ή και μικρότερη πιθανότητα να το πάθουμε σε σχέση με τα παλιά φωσφορούχα μπαούλα με τα οποία μεγαλώσαμε;
Ας ξεκινήσουμε με το τί είναι το burn-in:
To burn-in δεν είναι τίποτε άλλο, από την διαφορά φωτεινότητας που προκύπτει μεταξύ ενός καταπονημένου τμήματος και της υπόλοιπης φωτοεκπέμπουσας επιφάνειας της οθόνης.
Τοποθετώντας αυτόν τον ορισμό στα πλαίσια λειτουργίας ενός πάνελ OLED, τα pixel όσο λειτουργούν και διαρρέονται από ρεύμα γερνάνε, με αποτέλεσμα να χάνουν σταδιακά μέρος της φωτεινότητάς τους. Όσο περισσότερο φως ακτινοβολεί από ένα pixel, τόσο περισσότερο ρεύμα το διαρρέει και άρα ταχύτερη η γήρανσή του και η συνεπακόλουθη πτώση φωτεινότητάς του. Για παράδειγμα ένα pixel που απεικονίζει συνεχόμενα 100% λευκό ή χρώμα θα γεράσει πιο γρήγορα από ένα άλλο Pixel, που λειτουργεί με χαμηλότερη φωτεινότητα ή και έχει σβήσει κατά διαστήματα.
Έχοντας αυτό στο μυαλό μας αντιλαμβανόμαστε πως μια συστάδα pixel που θα απεικονίζουν συνεχώς ένα στατικό πλάνο και δη φωτεινό, δύνανται να γεράσουν πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα που θα παίζουν συνεχώς εναλλασσόμενο περιεχόμενο, οπότε και χαμηλώνουν την έντασή τους ή και σβήνουν στιγμιαία εντελώς, όπως γίνεται στις OLED.
Πρόληψη και θεραπεία:
Έχοντας κατανοήσει πως προκαλείται το burn-in, αντιλαμβανόμαστε πως τα διάφορα βιντεάκια με χιονάκια ή εναλλαγές RGB χρωματιστών καρτελών ή οτιδήποτε άλλο, δεν συνεισφέρουν απολύτως καμία βοήθεια. Και αυτό γιατί όλα τα pixel θα παίζουν την ίδια εικόνα κάνοντάς τα να γερνούν τώρα ισόποσα. Μία τυχόν προκληθείσα διαφορά προηγούμενης γήρανσης μεταξύ τους, δεν μπορεί να διορθωθεί με αυτόν τον τρόπο.
Αυτού του τύπου τα βιντεάκια, προσφέρουν βοήθεια στο προσωρινό image retention των Plasma και κάποιων LCD, το οποίο οφείλεται σε συσσώρευση φορτίων στην επιφάνεια του πάνελ, φαινόμενο από το οποίο δεν υποφέρουν οι OLED.
Η μεγάλη διαφορά που φέρνουν οι OLED σε σχέση με τα αυτόφωτα μέσα που έχουν προηγηθεί, είναι πως η γήρανση των οργανικών στοιχείων τους είναι γραμμική, ανάλογη της ποσότητας ρεύματος που διήλθε από αυτά και άρα και προβλέψιμη. Αυτό επέτρεψε στους κατασκευαστές να δημιουργήσουν κάποιους αλγόριθμους που μπορούν να εκτιμήσουν πόσο γέρασε ένα pixel, δηλαδή πόση φωτεινότητα έχασε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Έτσι, οι OLED τηλεοράσεις μετρούν και αλλάζουν την τάση που διοχετεύουν στα pixel ώστε να τα κάνουν να παίζουν και πάλι συνολικά ισόποσα σε ένταση φωτός. Κάθε φορά που θα κλείσουμε μια OLED, αν αυτή έχει συμπληρώσει περίπου τρεις ώρες λειτουργίας, θα ξεκινήσει μια διαδικασία ισοστάθμισης της τάσης οδήγησης των pixel, το επονομαζόμενο compensation cycle (για συντομία CC από εδώ και στο εξής).
Το CC σύμφωνα με τα δεδομένα, του πόσο ρεύμα έχει περάσει μέσα από κάθε sub-pixel το τελευταίο 3ωρο λειτουργίας, φτιάχνει ένα correction table σύμφωνα με το οποίο προσαρμόζει ελαφρώς την τάση οδήγησης στα sub-pixel που δεν έχουν υποστεί “κακοποίηση”, ώστε να ταιριάζει το φως τους με αυτά που έχουν υποστεί “κακοποίηση” κι έτσι πρακτικά “σβήνει” το burn-in πριν αυτό προκληθεί. Για να ξεκινήσει το CC θα πρέπει η TV να έχει λειτουργήσει τουλάχιστον τρεις ώρες πριν την κλείσουμε. Οι ώρες μπορεί να είναι και αθροιστικές. Δηλαδή να λειτουργήσει η TV για π.χ. δυο ώρες, να κλείσει, να ξανανοίξει, να λειτουργήσει άλλη μια ώρα και τότε αν ξανακλείσει, θα ξεκινήσει το CC. Στις OLED με ανάλυση 1080p έχει διαπιστωθεί πως το CC χρειάζεται 2 λεπτά της ώρας για να ολοκληρωθεί (55EG910V), ενώ στις 4Κ OLED 6 λεπτά (77G7V). Σε περίπτωση όπου η τηλεόραση ξανανοίξει πριν ολοκληρωθεί το CC, τότε δεν θα πραγματοποιηθούν αλλαγές στην τάση των pixels. Θα ξεκινήσει και πάλι το CC την επόμενη φορά που θα την κλείσουμε.
Το ιδεατό λοιπόν για την πρόληψη του burn in είναι να κλείνουμε την τηλεόραση όσο πιο συχνά στην συμπλήρωση ενός τρίωρου λειτουργίας. Γιατί όμως αυτό; Γιατί πολύ απλά το CC δεν πραγματοποιεί τεράστιες αλλαγές στην τάση των pixels (είτε για αποφυγή απότομης πτώσης της φωτεινότητας όλου του πάνελ, είτε επειδή η μνήμη καταγραφής των ρευμάτων οδήγησης επαρκεί μόνο για ένα τρίωρο, αυτό το γνωρίζει μόνο η LG). Οπότε αν η τηλεόραση λειτουργήσει π.χ. ασταμάτητα 12 ώρες και την κλείσουμε, ίσως η διαφορά φωτεινότητας μεταξύ των καταπονημένων και λιγότερο καταπονημένων pixel που θα έχει προκύψει, να μην μπορεί να καλυφθεί από τις δυνατότητες του συστήματος CC. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός πως αυτό εξαρτάται και από το πόσο φωτεινό είναι το στατικό λογότυπο, μπάρα ή ό,τι άλλο. Όσο πιο φωτεινό κοντά στα 100% τόσο γρηγορότερη η γήρανση άρα και μεγαλύτερη η συνεπακόλουθη πτώση φωτεινότητας που θα προκαλέσει. Αν η TV έχει συμπληρώσει κάποιες ώρες λειτουργίας και δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη CC, αν βάλουμε μια γκρι καρτέλα ίσως παρατηρήσουμε να έχει μείνει ένα αποτύπωμα από κάποιο στατικό πλάνο που υπήρχε. Αυτό, αναφέρεται συνήθως ως προσωρινό image retention (αν και δεν έχει σχέση με το προσωρινό αποτύπωμα των Plasma/LCD), μιας και όταν πραγματοποιηθεί CC, θα εξαλείψει τη διαφορά φωτεινότητας και το αποτύπωμα θα εξαφανιστεί. Αν πάλι το CC δεν μπορέσει να αντισταθμίσει, τότε το προσωρινό αποτύπωμα θα μετατραπεί σε μόνιμο (burn-in).
Η σημασία του CC φαίνεται και από τα ευρήματα των δύο δοκιμών που πραγματοποίησε το rtings, όπου η τηλεόραση που έκανε ένα CC ανά 20 ώρες έπαθε burn-in από ειδησεογραφικού τύπου λογότυπο σε μόλις 280 ώρες, ενώ αυτή που έκανε ένα CC ανά 5 ώρες, χρειάστηκε 3360 ώρες συνεχούς έκθεσης του λογότυπου για να πάθει burn-in.
https://www.rtings.com/tv/learn/permanent-image-retention-burn-in-lcd-oled
https://www.rtings.com/tv/learn/real-life-oled-burn-in-test
Τι είναι το "pixel refresher" που διαθέτουν οι 4Κ OLED;
Καθώς γερνάει ένα στοιχείο OLED, δημιουργούνται κάποιες “ακαθαρσίες” (impurities) στην επιφάνειά του, οι οποίες αλλάζουν τα ηλεκτρολογικά χαρακτηριστικά του. Τυπικά, αυξάνεται η αντίστασή του και απαιτείται υψηλότερη τάση για να μας δώσει το ίδιο φως με παλαιότερα. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε 2000 ώρες, τα WOLED πάνελ της LG είναι προγραμματισμένα να πραγματοποιούν μία διαδικασία που ονομάζεται recalibration των τρανζίστορ οδήγησης. Σε αυτή, λαμβάνονται υπόψη δεδομένα που αποθηκεύονται από όλα τα CC και επιπλέον μετράται η αντίσταση του κάθε sub-pixel για να διαπιστωθεί πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ πραγματικής και προβλεπόμενης γήρανσης του πάνελ. Πιο απλά, ενώ το CC υποθέτει πόσο γέρασαν τα pixel (λόγω του ότι γνωρίζουμε πως γερνάνε γραμμικά στο χρόνο), εδώ πλέον υπολογίζεται πόσο πραγματικά έχει γεράσει το πάνελ.
Ακολούθως, πέρα από την όποια τοπική ισοστάθμιση που δύναται να πραγματοποιηθεί ανάλογα με την πιθανή τοπική ανομοιομορφία φθοράς, ρυθμίζεται η βασική τάση λειτουργίας των τρανζίστορ σε υψηλότερο επίπεδο, έτσι ώστε η φωτεινότητα του πάνελ να παραμένει σταθερή, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, στην πορεία του χρόνου.
Η διαδικασία αυτή, αναφέρεται ότι χρειάζεται περίπου μία ώρα για να ολοκληρωθεί στα 4Κ πάνελ.
Από τα μοντέλα του ‛16, έχει προστεθεί στα μενού των συσκευών η επιλογή “pixel refresher”, η οποία δίνει τη δυνατότητα χειροκίνητης εκκίνησης αυτής της διαδικασίας από τον απλό χρήστη. Ο ρόλος της είναι να αποτελεί βοήθημα σε περίπτωση έντονης ανομοιομορφίας ή αρχόμενου burn-in που να μην απαιτεί την επίσκεψη τεχνικού στο σπίτι (υπάρχει σαν επιλογή και στις παλαιότερες OLED, μόνο μέσα από το service menu όμως) και η χρήση της πρέπει να γίνεται με φειδώ, καθώς η οδήγηση ενός μη γερασμένου πάνελ με υψηλότερη της προβλεπόμενης τάση, θα οδηγήσει σε ταχύτερη γήρανση του.
Λοιπά συνεπικουρικά βοηθήματα:
Οι νεότερες OLED κάθε χρόνο προσθέτουν κάποια έξτρα βοηθήματα προφύλαξης από το burn-in. Για παράδειγμα, την μετατόπιση εικόνας, όπου μετακινείται όλη η εικόνα 1-2 pixel κυκλικά, ανά κάποια διαστήματα (αυτό το είχαν και οι Plasma). Φυσικά, αυτό προστατεύει μόνο τα pixel που σχηματίζουν τις ακμές σε κάποιο στατικό αντικείμενο, αφού τα εσωτερικά pixel ενός π.χ. logo θα συνεχίσουν να μένουν αναμμένα. Στην ουσία, αυτή η λειτουργία δεν θα εξαφανίσει κάποιο burn-in που θα προκληθεί, αλλά θα κάνει το περίγραμμά του πιο θολό, αμβλύνοντας έτσι την αίσθηση του αποτυπώματος ως ξεκάθαρο σχήμα. Μια νέα λειτουργία επίσης, στα μοντέλα του 2018 και έπειτα, είναι η ανίχνευση στατικών λογότυπων. Όταν o επεξεργαστής εικόνας διαπιστώσει κάτι στατικό για 1-2 λεπτά, επεμβαίνει και του ρίχνει κατά 20% την φωτεινότητα. Έτσι, μειώνει τυχόν διαφορά φωτεινότητας από τα υπόλοιπα pixel που παίζουν με πιο μειωμένο φως ή και σβήνουν κατά τη θέαση.
Ας ξεκινήσουμε με το τί είναι το burn-in:
To burn-in δεν είναι τίποτε άλλο, από την διαφορά φωτεινότητας που προκύπτει μεταξύ ενός καταπονημένου τμήματος και της υπόλοιπης φωτοεκπέμπουσας επιφάνειας της οθόνης.
Τοποθετώντας αυτόν τον ορισμό στα πλαίσια λειτουργίας ενός πάνελ OLED, τα pixel όσο λειτουργούν και διαρρέονται από ρεύμα γερνάνε, με αποτέλεσμα να χάνουν σταδιακά μέρος της φωτεινότητάς τους. Όσο περισσότερο φως ακτινοβολεί από ένα pixel, τόσο περισσότερο ρεύμα το διαρρέει και άρα ταχύτερη η γήρανσή του και η συνεπακόλουθη πτώση φωτεινότητάς του. Για παράδειγμα ένα pixel που απεικονίζει συνεχόμενα 100% λευκό ή χρώμα θα γεράσει πιο γρήγορα από ένα άλλο Pixel, που λειτουργεί με χαμηλότερη φωτεινότητα ή και έχει σβήσει κατά διαστήματα.
Έχοντας αυτό στο μυαλό μας αντιλαμβανόμαστε πως μια συστάδα pixel που θα απεικονίζουν συνεχώς ένα στατικό πλάνο και δη φωτεινό, δύνανται να γεράσουν πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα που θα παίζουν συνεχώς εναλλασσόμενο περιεχόμενο, οπότε και χαμηλώνουν την έντασή τους ή και σβήνουν στιγμιαία εντελώς, όπως γίνεται στις OLED.
Πρόληψη και θεραπεία:
Έχοντας κατανοήσει πως προκαλείται το burn-in, αντιλαμβανόμαστε πως τα διάφορα βιντεάκια με χιονάκια ή εναλλαγές RGB χρωματιστών καρτελών ή οτιδήποτε άλλο, δεν συνεισφέρουν απολύτως καμία βοήθεια. Και αυτό γιατί όλα τα pixel θα παίζουν την ίδια εικόνα κάνοντάς τα να γερνούν τώρα ισόποσα. Μία τυχόν προκληθείσα διαφορά προηγούμενης γήρανσης μεταξύ τους, δεν μπορεί να διορθωθεί με αυτόν τον τρόπο.
Αυτού του τύπου τα βιντεάκια, προσφέρουν βοήθεια στο προσωρινό image retention των Plasma και κάποιων LCD, το οποίο οφείλεται σε συσσώρευση φορτίων στην επιφάνεια του πάνελ, φαινόμενο από το οποίο δεν υποφέρουν οι OLED.
Η μεγάλη διαφορά που φέρνουν οι OLED σε σχέση με τα αυτόφωτα μέσα που έχουν προηγηθεί, είναι πως η γήρανση των οργανικών στοιχείων τους είναι γραμμική, ανάλογη της ποσότητας ρεύματος που διήλθε από αυτά και άρα και προβλέψιμη. Αυτό επέτρεψε στους κατασκευαστές να δημιουργήσουν κάποιους αλγόριθμους που μπορούν να εκτιμήσουν πόσο γέρασε ένα pixel, δηλαδή πόση φωτεινότητα έχασε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Έτσι, οι OLED τηλεοράσεις μετρούν και αλλάζουν την τάση που διοχετεύουν στα pixel ώστε να τα κάνουν να παίζουν και πάλι συνολικά ισόποσα σε ένταση φωτός. Κάθε φορά που θα κλείσουμε μια OLED, αν αυτή έχει συμπληρώσει περίπου τρεις ώρες λειτουργίας, θα ξεκινήσει μια διαδικασία ισοστάθμισης της τάσης οδήγησης των pixel, το επονομαζόμενο compensation cycle (για συντομία CC από εδώ και στο εξής).
Το CC σύμφωνα με τα δεδομένα, του πόσο ρεύμα έχει περάσει μέσα από κάθε sub-pixel το τελευταίο 3ωρο λειτουργίας, φτιάχνει ένα correction table σύμφωνα με το οποίο προσαρμόζει ελαφρώς την τάση οδήγησης στα sub-pixel που δεν έχουν υποστεί “κακοποίηση”, ώστε να ταιριάζει το φως τους με αυτά που έχουν υποστεί “κακοποίηση” κι έτσι πρακτικά “σβήνει” το burn-in πριν αυτό προκληθεί. Για να ξεκινήσει το CC θα πρέπει η TV να έχει λειτουργήσει τουλάχιστον τρεις ώρες πριν την κλείσουμε. Οι ώρες μπορεί να είναι και αθροιστικές. Δηλαδή να λειτουργήσει η TV για π.χ. δυο ώρες, να κλείσει, να ξανανοίξει, να λειτουργήσει άλλη μια ώρα και τότε αν ξανακλείσει, θα ξεκινήσει το CC. Στις OLED με ανάλυση 1080p έχει διαπιστωθεί πως το CC χρειάζεται 2 λεπτά της ώρας για να ολοκληρωθεί (55EG910V), ενώ στις 4Κ OLED 6 λεπτά (77G7V). Σε περίπτωση όπου η τηλεόραση ξανανοίξει πριν ολοκληρωθεί το CC, τότε δεν θα πραγματοποιηθούν αλλαγές στην τάση των pixels. Θα ξεκινήσει και πάλι το CC την επόμενη φορά που θα την κλείσουμε.
Το ιδεατό λοιπόν για την πρόληψη του burn in είναι να κλείνουμε την τηλεόραση όσο πιο συχνά στην συμπλήρωση ενός τρίωρου λειτουργίας. Γιατί όμως αυτό; Γιατί πολύ απλά το CC δεν πραγματοποιεί τεράστιες αλλαγές στην τάση των pixels (είτε για αποφυγή απότομης πτώσης της φωτεινότητας όλου του πάνελ, είτε επειδή η μνήμη καταγραφής των ρευμάτων οδήγησης επαρκεί μόνο για ένα τρίωρο, αυτό το γνωρίζει μόνο η LG). Οπότε αν η τηλεόραση λειτουργήσει π.χ. ασταμάτητα 12 ώρες και την κλείσουμε, ίσως η διαφορά φωτεινότητας μεταξύ των καταπονημένων και λιγότερο καταπονημένων pixel που θα έχει προκύψει, να μην μπορεί να καλυφθεί από τις δυνατότητες του συστήματος CC. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός πως αυτό εξαρτάται και από το πόσο φωτεινό είναι το στατικό λογότυπο, μπάρα ή ό,τι άλλο. Όσο πιο φωτεινό κοντά στα 100% τόσο γρηγορότερη η γήρανση άρα και μεγαλύτερη η συνεπακόλουθη πτώση φωτεινότητας που θα προκαλέσει. Αν η TV έχει συμπληρώσει κάποιες ώρες λειτουργίας και δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη CC, αν βάλουμε μια γκρι καρτέλα ίσως παρατηρήσουμε να έχει μείνει ένα αποτύπωμα από κάποιο στατικό πλάνο που υπήρχε. Αυτό, αναφέρεται συνήθως ως προσωρινό image retention (αν και δεν έχει σχέση με το προσωρινό αποτύπωμα των Plasma/LCD), μιας και όταν πραγματοποιηθεί CC, θα εξαλείψει τη διαφορά φωτεινότητας και το αποτύπωμα θα εξαφανιστεί. Αν πάλι το CC δεν μπορέσει να αντισταθμίσει, τότε το προσωρινό αποτύπωμα θα μετατραπεί σε μόνιμο (burn-in).
Η σημασία του CC φαίνεται και από τα ευρήματα των δύο δοκιμών που πραγματοποίησε το rtings, όπου η τηλεόραση που έκανε ένα CC ανά 20 ώρες έπαθε burn-in από ειδησεογραφικού τύπου λογότυπο σε μόλις 280 ώρες, ενώ αυτή που έκανε ένα CC ανά 5 ώρες, χρειάστηκε 3360 ώρες συνεχούς έκθεσης του λογότυπου για να πάθει burn-in.
https://www.rtings.com/tv/learn/permanent-image-retention-burn-in-lcd-oled
https://www.rtings.com/tv/learn/real-life-oled-burn-in-test
Τι είναι το "pixel refresher" που διαθέτουν οι 4Κ OLED;
Καθώς γερνάει ένα στοιχείο OLED, δημιουργούνται κάποιες “ακαθαρσίες” (impurities) στην επιφάνειά του, οι οποίες αλλάζουν τα ηλεκτρολογικά χαρακτηριστικά του. Τυπικά, αυξάνεται η αντίστασή του και απαιτείται υψηλότερη τάση για να μας δώσει το ίδιο φως με παλαιότερα. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε 2000 ώρες, τα WOLED πάνελ της LG είναι προγραμματισμένα να πραγματοποιούν μία διαδικασία που ονομάζεται recalibration των τρανζίστορ οδήγησης. Σε αυτή, λαμβάνονται υπόψη δεδομένα που αποθηκεύονται από όλα τα CC και επιπλέον μετράται η αντίσταση του κάθε sub-pixel για να διαπιστωθεί πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ πραγματικής και προβλεπόμενης γήρανσης του πάνελ. Πιο απλά, ενώ το CC υποθέτει πόσο γέρασαν τα pixel (λόγω του ότι γνωρίζουμε πως γερνάνε γραμμικά στο χρόνο), εδώ πλέον υπολογίζεται πόσο πραγματικά έχει γεράσει το πάνελ.
Ακολούθως, πέρα από την όποια τοπική ισοστάθμιση που δύναται να πραγματοποιηθεί ανάλογα με την πιθανή τοπική ανομοιομορφία φθοράς, ρυθμίζεται η βασική τάση λειτουργίας των τρανζίστορ σε υψηλότερο επίπεδο, έτσι ώστε η φωτεινότητα του πάνελ να παραμένει σταθερή, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, στην πορεία του χρόνου.
Η διαδικασία αυτή, αναφέρεται ότι χρειάζεται περίπου μία ώρα για να ολοκληρωθεί στα 4Κ πάνελ.
Από τα μοντέλα του ‛16, έχει προστεθεί στα μενού των συσκευών η επιλογή “pixel refresher”, η οποία δίνει τη δυνατότητα χειροκίνητης εκκίνησης αυτής της διαδικασίας από τον απλό χρήστη. Ο ρόλος της είναι να αποτελεί βοήθημα σε περίπτωση έντονης ανομοιομορφίας ή αρχόμενου burn-in που να μην απαιτεί την επίσκεψη τεχνικού στο σπίτι (υπάρχει σαν επιλογή και στις παλαιότερες OLED, μόνο μέσα από το service menu όμως) και η χρήση της πρέπει να γίνεται με φειδώ, καθώς η οδήγηση ενός μη γερασμένου πάνελ με υψηλότερη της προβλεπόμενης τάση, θα οδηγήσει σε ταχύτερη γήρανση του.
Λοιπά συνεπικουρικά βοηθήματα:
Οι νεότερες OLED κάθε χρόνο προσθέτουν κάποια έξτρα βοηθήματα προφύλαξης από το burn-in. Για παράδειγμα, την μετατόπιση εικόνας, όπου μετακινείται όλη η εικόνα 1-2 pixel κυκλικά, ανά κάποια διαστήματα (αυτό το είχαν και οι Plasma). Φυσικά, αυτό προστατεύει μόνο τα pixel που σχηματίζουν τις ακμές σε κάποιο στατικό αντικείμενο, αφού τα εσωτερικά pixel ενός π.χ. logo θα συνεχίσουν να μένουν αναμμένα. Στην ουσία, αυτή η λειτουργία δεν θα εξαφανίσει κάποιο burn-in που θα προκληθεί, αλλά θα κάνει το περίγραμμά του πιο θολό, αμβλύνοντας έτσι την αίσθηση του αποτυπώματος ως ξεκάθαρο σχήμα. Μια νέα λειτουργία επίσης, στα μοντέλα του 2018 και έπειτα, είναι η ανίχνευση στατικών λογότυπων. Όταν o επεξεργαστής εικόνας διαπιστώσει κάτι στατικό για 1-2 λεπτά, επεμβαίνει και του ρίχνει κατά 20% την φωτεινότητα. Έτσι, μειώνει τυχόν διαφορά φωτεινότητας από τα υπόλοιπα pixel που παίζουν με πιο μειωμένο φως ή και σβήνουν κατά τη θέαση.