- 17 June 2006
- 49,518
Tom Jones - Live in Las Vegas. Decca - 1969
Για πολλούς δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με ένα καλό live. Και στην ιστορία της σύγχρονης μοντέρνας μουσικής αυτό είναι σίγουρα, ένα από αυτά. Ενα από εκείνα, που κανονικά δεν έχουν ουτε περγαμηνές, ούτε προδιαγραφές, ούτε εχέγγυα, ούτε τεχνολογία και κοινώς δεν γεμίζουν το μάτι. Ούτε τότε, ούτε και σήμερα.
1969. Ο νεαρός, τότε, Thomas John Woodward, μόλις λίγα χρόνια αφού έχει κατακτήσει την πατρίδα, εισβάλλει στις ΗΠΑ, σε ένα χώρο που συνήθως ταιριάζει σε γερασμένα και προς απόσυρση πομπώδη ραμολιμέντα. Το ξενοδοχείο Flamingo στο Vegas.
Μια λιτή μπάντα, από ατυχώς μη καταγεγραμμένους σπάνιους μουσικούς, που στηρίζεται πάνω στον πιό γνωστό σέσσιον κιθαρίστα της Βρετανίας, Big Jim Sullivan, ένα όνομα θρύλο με μαθητές όπως ο Richie Blackmore και ο Jimmie Page και μιά ολιγομελή ορχήστρα κάτω από τη διεύθυνση του εξαιρετικού μαέστρου Johnnie Spence, απλώνει ένα σφιχτά πλεγμένο μαγικό χαλί που ακροβατεί ανάμεσα στην jazz, την pop, το rock, το blues, τη soul και το ...τότε lounge πριν γίνει αυτό που ξέρουμε σήμερα, ένα δαιμονισμένο πολυρυθμικό συνοθύλευμα που δεν ξέρεις τι να πρωτοπροσέξεις. Δεμένο μπάσο, υποβλητικό B3, διπλά τριπλά σαξόφωνα με τρομπόνια και τρομπέτες και ένας drummer, απ αλλού, απίστευτα πετυχημένα φλύαρος, με παιχνιδιάρικη διάθεση και αέρα πρωταθλητή. Ιδανική συνοδεία γιά τον Tom, που πάνω στα ντουζένια του, με μιά συνεχή σειρά επιτυχιών κάνει ό,τι θέλει με την φωνάρα του. Την ξεκινάει από το πουθενά και την ξαναφέρνει πίσω, περνώντας την από άγνωστα και δαιδαλώδη μονοπάτια, χτυπώντας στο ενδιάμεσο νότες και κορώνες ακρίβειας χειρουργικού νυστεριού και διάρκειας κατά βούληση. Καλύπτει τα πάντα από τα τρέχοντα τραγουδιστικά είδη, χωρίς φόβο, με το θάρρος και το θράσσος της βαθειάς αυτογνωσίας, αλλά πάντα με σεβασμό στο παρελθόν βροντοφωνάζοντας παρών. Στέκεται άνετα δίπλα στον Φράνκι αλλά και στους μαύρους Ρεη και Ότις.
Τα κομμάτια, σήμερα θα χαρακτηρίζονταν κάτι παραπάνω από standards, ίσως όμως όχι τότε. Το κοινό, οι γνωστές αμερικανίδες νοικοκυρές που άφηναν στα πόδια του, ή μάλλον στο ξεκουμπωτο πουκάμισό του τις κυλότες και τα κλειδιά των δωματίων τους. Ο ίδιος συνειδητοποιημένος, και όχι καβαλημένος, γνώστης της κατάστασης αντιμετωπίζει το κοινό με χιούμορ και άνεση ενός ισάξιου ανταγωνιστή του Ελβις.
Όλες οι εκτελέσεις των κομματιών, έχουν τον φρέσκο αέρα της νέας προσέγγισης, την ενέργεια που προσδίδει η ανταπόκριση του κοινού, μιά ενέργεια που πολλαπλασιάζεται από το κέφι των μουσικών δημιουργώντας μια σπάνια ανάδραση που φέρνει σχεδόν εκρηκτικό αποτέλεσμα. Τα αργά κομμάτια είναι παιγμένα με λυρισμό και ένταση στα δυνατά περάσματα, ενώ τα γρήγορα και ρυθμικά σχεδόν σε τροχάδην με τους μουσικούς να αυτοσχεδιάζουν στα ήδη σχεδόν ελεύθερα μέρη τους.
Το πρώτο άκουσμα, αν γίνει σήμερα, ίσως δεν προκαλέσει κανένα αυτί. Δεν θέλει πολύ όμως. Μιά δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια θα δημιουργήσει εκείνο το παράξενο κενό συναίσθημα, της απώλειας ενός μαργαριταριού στην εποχή του.
Ενα από τα....τοτέμ που λένε κάποιοι εδώ γύρω. Για μένα, ένα από τα πολύτιμα κτερίσματα στην κάσα, για το μακρινό ταξίδι.
Πολλοί θα το λοιδωρήσουν, λίγοι θα το εκτιμήσουν, λιγότεροι θα το βρουν, αν περάσει απ το μυαλό τους να το αποκτήσουν, και, ακόμα και τότε θα πρέπει να τείνουν ευήκοον ους για να το απολαύσουν και να το βάλουν στο πετσί τους.
Για πολλούς δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με ένα καλό live. Και στην ιστορία της σύγχρονης μοντέρνας μουσικής αυτό είναι σίγουρα, ένα από αυτά. Ενα από εκείνα, που κανονικά δεν έχουν ουτε περγαμηνές, ούτε προδιαγραφές, ούτε εχέγγυα, ούτε τεχνολογία και κοινώς δεν γεμίζουν το μάτι. Ούτε τότε, ούτε και σήμερα.
1969. Ο νεαρός, τότε, Thomas John Woodward, μόλις λίγα χρόνια αφού έχει κατακτήσει την πατρίδα, εισβάλλει στις ΗΠΑ, σε ένα χώρο που συνήθως ταιριάζει σε γερασμένα και προς απόσυρση πομπώδη ραμολιμέντα. Το ξενοδοχείο Flamingo στο Vegas.
Μια λιτή μπάντα, από ατυχώς μη καταγεγραμμένους σπάνιους μουσικούς, που στηρίζεται πάνω στον πιό γνωστό σέσσιον κιθαρίστα της Βρετανίας, Big Jim Sullivan, ένα όνομα θρύλο με μαθητές όπως ο Richie Blackmore και ο Jimmie Page και μιά ολιγομελή ορχήστρα κάτω από τη διεύθυνση του εξαιρετικού μαέστρου Johnnie Spence, απλώνει ένα σφιχτά πλεγμένο μαγικό χαλί που ακροβατεί ανάμεσα στην jazz, την pop, το rock, το blues, τη soul και το ...τότε lounge πριν γίνει αυτό που ξέρουμε σήμερα, ένα δαιμονισμένο πολυρυθμικό συνοθύλευμα που δεν ξέρεις τι να πρωτοπροσέξεις. Δεμένο μπάσο, υποβλητικό B3, διπλά τριπλά σαξόφωνα με τρομπόνια και τρομπέτες και ένας drummer, απ αλλού, απίστευτα πετυχημένα φλύαρος, με παιχνιδιάρικη διάθεση και αέρα πρωταθλητή. Ιδανική συνοδεία γιά τον Tom, που πάνω στα ντουζένια του, με μιά συνεχή σειρά επιτυχιών κάνει ό,τι θέλει με την φωνάρα του. Την ξεκινάει από το πουθενά και την ξαναφέρνει πίσω, περνώντας την από άγνωστα και δαιδαλώδη μονοπάτια, χτυπώντας στο ενδιάμεσο νότες και κορώνες ακρίβειας χειρουργικού νυστεριού και διάρκειας κατά βούληση. Καλύπτει τα πάντα από τα τρέχοντα τραγουδιστικά είδη, χωρίς φόβο, με το θάρρος και το θράσσος της βαθειάς αυτογνωσίας, αλλά πάντα με σεβασμό στο παρελθόν βροντοφωνάζοντας παρών. Στέκεται άνετα δίπλα στον Φράνκι αλλά και στους μαύρους Ρεη και Ότις.
Τα κομμάτια, σήμερα θα χαρακτηρίζονταν κάτι παραπάνω από standards, ίσως όμως όχι τότε. Το κοινό, οι γνωστές αμερικανίδες νοικοκυρές που άφηναν στα πόδια του, ή μάλλον στο ξεκουμπωτο πουκάμισό του τις κυλότες και τα κλειδιά των δωματίων τους. Ο ίδιος συνειδητοποιημένος, και όχι καβαλημένος, γνώστης της κατάστασης αντιμετωπίζει το κοινό με χιούμορ και άνεση ενός ισάξιου ανταγωνιστή του Ελβις.
Όλες οι εκτελέσεις των κομματιών, έχουν τον φρέσκο αέρα της νέας προσέγγισης, την ενέργεια που προσδίδει η ανταπόκριση του κοινού, μιά ενέργεια που πολλαπλασιάζεται από το κέφι των μουσικών δημιουργώντας μια σπάνια ανάδραση που φέρνει σχεδόν εκρηκτικό αποτέλεσμα. Τα αργά κομμάτια είναι παιγμένα με λυρισμό και ένταση στα δυνατά περάσματα, ενώ τα γρήγορα και ρυθμικά σχεδόν σε τροχάδην με τους μουσικούς να αυτοσχεδιάζουν στα ήδη σχεδόν ελεύθερα μέρη τους.
Το πρώτο άκουσμα, αν γίνει σήμερα, ίσως δεν προκαλέσει κανένα αυτί. Δεν θέλει πολύ όμως. Μιά δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια θα δημιουργήσει εκείνο το παράξενο κενό συναίσθημα, της απώλειας ενός μαργαριταριού στην εποχή του.
Ενα από τα....τοτέμ που λένε κάποιοι εδώ γύρω. Για μένα, ένα από τα πολύτιμα κτερίσματα στην κάσα, για το μακρινό ταξίδι.
Πολλοί θα το λοιδωρήσουν, λίγοι θα το εκτιμήσουν, λιγότεροι θα το βρουν, αν περάσει απ το μυαλό τους να το αποκτήσουν, και, ακόμα και τότε θα πρέπει να τείνουν ευήκοον ους για να το απολαύσουν και να το βάλουν στο πετσί τους.