Θα διαφωνήσω λιγάκι με τον φίλο μου τον Havoc όταν λέει ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός χρήσης, αν και καταλαβάινω απόλυτα τον συλλογισμό του και εν μέρει τον υιοθετώ κι εγώ. Έχουμε όμως και κάποια δεδομένα που ισχύουν στο επίπεδο consumer, κάποια που ισχύουν στο broadcast και κάποια που ισχύουν στον κινηματογράφο.
Στο consumer υπερισχύει το κόστος το οποίο πρέπει να είναι συμπιεσμένο. Στο broadcast υπερισχύει η ανάγκη για γρήγορη παραγωγή και η συμβατότητα με την τηλεοπτική τεχνολογία, ενώ στον κινηματογράφο υπερισχύει η ανάγκη του να φτάσεις ή ακόμα και να ξεπεράσεις την ποιότητα του φιλμ, μιας και το υλικό προορίζεται για την κινηματογραφική αίθουσα.
Από κει και πέρα υπάρχουν και οι αντίστοιχες απαιτήσεις ανάλογα με την παραγωγή και φυσικά το budget της, με πιο αιμοβόρες παραγωγές τα διαφημιστικά και τις κινηματογραφικές ταινίες.
Αντίστοιχα υπάρχουν και διαβαθμίσεις στα μηχανήματα. Υπάρχει ανάλυση HD σε επίπεδο consumer (για παράδειγμα το HDV που είναι καρασυμπιεσμένο στα 25Mb/s για να χωράει σε miniDV κασετούλα) με κόστος μέχρι και 3-4 χιλιάρικα maximum, υπάρχουν οι broadcast HD κάμερες που αποθηκεύουν το υλικό τους σε διάφορα πρότυπα αλλά συνήθως συμπιεσμένο στα 100Mb/s και με αλγόριθμους 4:2:2 (ή ακόμα και 3:2:1 όπως η περίπτωση της SONY που γεννάει καρέ ηλεκτρονικά) με το κόστος τους να ξεκινά από τα 6 χιλιάρικα και να φτάνει μέχρι και τα 50 χιλιάρικα αν πρόκειται για studio HD camera και όχι camcorder, και υπάρχουν και οι κάμερες HD για Digital Cinematography των οποίων το κόστος είναι πολύ υψηλότερο από τις αντίστοιχες broadcast. Αυτές οι κάμερες συνήθως έχουν αισθητήρες που είναι συμβατοί με πόρτες 35mm ώστε να μπορούν να δεχθούν πανάκριβους cine φακούς, ενώ αρκετές ενσωματώνουν μέχρι και optirateur. Συνήθως μπορούν και αποθηκεύουν το υλικό από τα CCD ή τα CMOS ασυμπίεστο και με αλγόριθμους 4:4:4, ενώ και το contrast και το latitude είναι κατά πολύ ανώτερο από οτιδήποτε broadcast, και μπορεί να συγκριθεί με το θετικό φιλμ προβολής (για πρωτογενές negative ακόμα δεν υφίσταται σύγκριση μιας και οι HD αισθητήρες φτάνουν μέχρι τα 8-9 stop ενώ το αρνητικό μπορεί να γράψει ακόμα και σε 16 stop*).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με το HD όμως δεν είναι ούτε στις κάμερες ούτε στην επεξεργασία. Είναι καθαρά στο που θα το δούμε σωστά. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑ (και είμαι κατηγορηματικός σε αυτό) ηλεκτρονικό σύστημα απεικόνισης που να αποδίδει πραγματικό κοντράστ και latitude μεγαλύτερο των 8 στοπ (και αυτό το συναντάμε μόνο σε τεχνολογίες digital cinema με κόστη που ξεκινούν από 35 χιλιάρικα, και με ασυμπίεστο υλικό να παίζει στον projector, και σε καμία περίπτωση σε consumer προϊόντα των 1000 ή των 10.000 Euros που παίζουν HD DVD ή blue rays). Συνεπώς γεννιέται ένα πολύ εύλογο ερώτημα: Που θα το δούμε σωστά;
Η σωστή απάντηση είναι στο σινεμά. Μια λύση είναι η προβολή του υλικού σε φιλμ, που θα έχει τυπωθεί σε ειδικό film printer με πηγή το υλικό HD το οποίο θα έχει περάσει και ένα γερό color grading. Είναι πραγματικά τρομερό το να βλέπεις τη διαφορά στο latitude και το contrast ανάμεσα στο υλικό που έβλεπες στο μονιτορ που έκανες color grading και σε αυτό που τελικά βλέπεις στο πανί. Εναλλακτικά, σε κινηματογραφική αίθουσα με Digital Cinema Technology, με bitrates που θα τρέχουν σε αρκετά Mbps (μην πω Gbps), και φυσικά με φακούς και λάμπες αντίστοιχους με αυτών των κανονικών κινηματογραφικών αιθουσών. Υπάρχει βέβαια ένας συμβιβασμός στο κοντράστ και το latitude, αλλά αντισταθμίζεται από την εξασφαλισμένη ποιότητα στην προβολή ανεξαρτήτως αριθμού προβολών.
Σε κάθε περίπτωση, η τεχνολογία έχει χώρο και για τα δύο format. Ο συνδυασμός τους μπορεί να οδηγήσει τόσο στη συμπίεση του κόστους, όσο και στην διατήρηση της ποιότητας που διασφαλίζει το κινηματογραφικό φιλμ κατά την προβολή. Και σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και ένα εύχρηστο ψηφιακό περιβάλλον λήψης του υλικού και επεξεργασίας του, με πολύ προσιτό κόστος και άμεσα αποτελέσματα. Και όλα τα παραπάνω είναι αρκετά ώστε να ωθήσουν τους παραγωγούς να εισάγουν την ψηφιακή τεχνολογία στο cinema proccess.
*February/March 2002 SMPTE Jurnal - Assessing the Quality of Motion-Picture Systems from Scene-to-Digital Data: Roger R. A. Morton, Michelle Mauer and Christopher L. DuMont, Volume 111, pages 85-96