- 17 June 2006
- 14,350
Ο μαρξισμός του Βάρναλη δεν βγαίνει από τα ινστιτούτα φιλοσοφίας της ΕΣΣΔ ούτε από τα πανεπιστήμια της Δύσης αλλά από τις έσχατες συνέπειες της εγελιανής αριστεράς, δηλ. από τον ίδιο τον Μάρξ – κι όχι απλώς από τον καθιερωμένο Μάρξ του Ανταμ Σμίθ και του Σαίν Σιμόν αλλά από τον απωθημένο Μάρξ του Φόϋερμπαχ. Η αναφορά του συγγραφέα της «Ουσίας του Χριστιανισμού» έχει τη θέση της εδώ αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ο μαρξιστής Βάρναλης βλέπει το «θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος». Ο τρόπος αυτός κατάγεται, έστω και μέσω Μάρξ, από τον Φόϋερμπαχ και δεν έχει καμμιά σχέση με τα λαϊκιστικά προσχήματα που σκαρώνει μια «αριστερίζουσα» θεολογία και μια θεολογούσα αριστερά. Η πρώτη φοράει στην Παναγία χωριάτικη μαντήλα κι η δεύτερη βυζαντινοποιεί τα χαρακτηριστικά της εργάτισσας που της σκότωσαν το γιό˙ η μιά εκλαϊκεύει το ιερό, η άλλη ιεροποιεί το λαϊκό. Ο Βάρναλης αναζητάει την «ανθρώπινη ουσία» του Χριστιανισμού πέρα από την αλληλοαναιρούμενη αντίθεση Ρίτσου - Λορεντζάτου. Ας δούμε όμως μια απ’ αυτές τις ανεξίτηλες βιβλικές μορφές του (τον Ιούδα) η οποία ανατρέπει κάθε σοσιαλιστικό ρεαλισμό και κάθε λαϊκιστική θεολογία:
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Αγια Πόλη π’ αγαπώ
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς σοκάκι χαρωπό
γλυστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι –
την ερημιά βαρέθηκα κ’ η πόλη δε μας θέλει!
Σε λογισμό και σε καρδιά ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νού μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί˙
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί του που μ’ ορίζει˙
ψυχή και σώμα αντίμαχα στα δυό μου τα χωρίζει.
Ο Ιούδας του Βάρναλη δεν είναι απλώς ο «προδότης»˙ είν’ αυτός που πίστεψε περισσότερο από κείνους που τον έκαναν προδότη. Προδότης μαζί και προδομένος, είναι αυτός που πρέπει πάντα να πεθαίνει μόνος, μακριά κι από τους Χριστούς κι από τους Προμηθείς, χωρίς το πένθος των Ωκεανίδων και των Μυροφόρων, χωρίς Ανάσταση και χωρίς δόξα. Ο Ιούδας είναι ο ανθρώπινος πυρήνας του θείου πάθους, η διασταύρωση του μεταφυσικού με το πολιτικό, η ανεκπλήρωτη ενότητα του εγώ και της ομάδας, το αιώνια άστεγο αίτημα, η αιώνια καταδικασμένη φωνή: «Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!». Αντίθετα από τον άσαρκο Μώμο, ο Ιούδας είναι το σχίσμα και η διαμαρτυρία εναντίον του σχίσματος που χωρίζει την ανθρώπινη ουσία σε ψυχή και σε κορμί. Επειδή ο Ιούδας είναι συγχρόνως η σάρκα και το πνεύμα γι αυτό είναι καταδικασμένος να μένει πάντα ξένος και απόβλητος από τις χωριστές χαρές της σάρκας και του πνεύματος, αιώνια «περιπλανώμενος» στην «καταραμένη» λογοτεχνία της πολιτισμένης κοινωνίας, μετέωρος ανάμεσα στο εσταυρωμένο ιδανικό και το σκυλολόϊ που χλευάζει αυτό το ιδανικό. Ξεκρέμαστος στο χρόνο, αιώνιο κουφάρι της ξερής συκιάς κι όμως η μόνη πραγματικότητα ανάμεσα στον άδειο ουρανό και στο βούρκο της γής, στην ανημπόρια του Ιδανικού και στη χυδαιότητα του πραγματικού που τραγουδάει γύρω από το Σταυρό το λαϊκό του χλευασμό:
Χωρίς φουσάτα μπρούντζινα,
πεζούρα και καβάλα
χωρίς καράβια στο γιαλό
και ματωμένη πάλα
λιμάρης και ξυπόλυτος
να βασιληάς απόλυτος!
Όμως αυτός ο χλευασμός που προϋποθέτει μια «ρεαλιστικήν» αντίληψη της εξουσίας δεν είναι παρά η αδυναμία που εκδικείται τον εαυτό της στο πρόσωπο του κουρελή βασιληά των Ιουδαίων˙ ο καταπιεσμένος μπήγει το κεντρί του εκεί που του επιτρέπει η εξουσία, δηλ. στο ίδιο του το σώμα, ποτίζεται με όξος και χολή και τα καταφέρνει να μεθάει όπως θα μέθαγε με νέκταρ. Μέσα σ’ αυτό το μεθυσμένο αυτομαστίγωμα του όχλου του Γολγοθά λανθάνει το παράπονο και η ερωτική εκδίκηση του προδομένου σώματος προς το πάντοτε αποδημούν πνεύμα. Ανάμεσα στις άλλες κραυγές που πολιορκούν τον Ιησού στο δρόμο του για το Γολγοθά, ακούγεται κι αυτή η «ψιλή παθητική φωνή»:
Στο πανεθύρι ν-έσκυβα
τη γλάστρα να ποτίσω
σα διάβαινες περήφανος
μάτι και πάτημα ίσο.
Τώρα ολόγδυτον, καλό
μιά σε φτύνω, μιά γελώ
Ο αιώνιος φασισμός, αυτός που σφαγιάζει τη Λούξεμπουργκ και παίζει ποδόσφαιρο με το κομμένο κεφάλι του Βελουχιώτη, είναι αυτός ο ματωμένος έρωτας του ταπεινού προς το υψηλό˙ γιατί το υψηλό δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτόν τον έρωτα, ούτε το ταπεινό να λυτρωθεί απ’ αυτόν - μπορεί μόνο να τον μασκαρέψει, να τον παραμορφώσει, να τον φτύσει, να τον χλευάσει. Ο ξυπόλυτος ματωμένος «βασιλεύς των Ιουδαίων» που ανεβαίνει στο Γολγοθά κάτω από τους χλευασμούς των Ιουδαίων είναι ο ίδιος ο λαός των Ιουδαίων – γιατί ο φασισμός είναι το όπιο των δυστυχισμένων.
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Αναφορές (Ερασμος-Αθήνα, 1979)
Last edited: