Η ακριβότερη, μέχρι τότε, κωμωδία, Ο Χρυσοθήρας (''The Gold Rush'') του Τσάπλιν (1925) ήταν η ταινία για την οποία ο δημιουργός της θα ήθελε να τον θυμούνται. Ή τουλάχιστον έτσι δήλωνε κατά την κυκλοφορία της. Διαφήμιση του ίδιου του έργου του; Μπορεί, πάντως το σίγουρο είναι ότι κοινό και κριτικοί τη λάτρεψαν, και όχι μόνο κατά την κυκλοφορία της. Τεράστια εμπορική επιτυχία, φιγουράρει σήμερα στις περισσότερες λίστες καλύτερων ταινιών, όπως και στην ταινιοθήκη του Κογκρέσου.
Μεταξύ των διακρίσεών της, και αυτές που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, είναι οι υποψηφιότητες Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής και Μίξης Ήχου, όταν ο Τσάπλιν έκατσε και έβαλε σε παρτιτούρα τις μουσικές του ιδέες με τη βοήθεια του ενορχηστρωτή Max Terr, και επανακυκλοφόρησε το 1942 την ταινία (η οποία ήταν στην αρχική της κυκλοφορία απολύτως βωβή). Μιλάμε για το 1942, όταν ήδη ο ομιλών είχε επικρατήσει καθολικώς, κι όμως να που μια βωβή, δεκαετίες πριν το ...The Artist, παίρνει υποψηφιότητα για Όσκαρ μουσικής. Φυσικά ο Τσάπλιν δεν ήταν κανένας τυχαίος, ούτε απλώς σιγομουρμούριζε μουσικούλες τις οποίες έγραφαν στο χαρτί άλλοι, όπως είχε κατηγορηθεί. Είναι γνωστό ότι, αν και πιθανότατα αυτοδίδακτος ή πάντως με ελάχιστη μουσική εκπαίδευση, έπαιζε τσέλο και βιολί, και όταν πλούτισε, είχε φροντίσει να εγκαταστήσει ένα ...εκκλησιαστικό όργανο στην έπαυλή του στο Μπέβερλι Χιλς.
Αυτό παρακολουθήσαμε λοιπόν χθες, ένα αρκετά ζεστό βραδάκι, στο ανοικτό θέατρο της Μονής Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη: θερινό σινεμαδάκι, βωβό μεν, αλλά με μουσική υπόκρουση, και μάλιστα τι υπόκρουση: ζωντανά την Κ.Ο.Θ. υπό την (εξαιρετική) διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.