- 17 June 2006
- 14,350

O «ΦΑΣΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ EZRA POUND
[ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ CANTO XLV]
Με την τοκογλυφία οίκο δεν έχει ο άνθρωπος από πέτρα καλή
λείος ο κάθε αρμός και σωστά ταιριασμένος
όπου το σχέδιο να καλύπτει το πρόσωπό των,
με την τοκογλυφία
δεν έχει ο άνθρωπος παράδεισο ζωγραφισμένο στης εκκλησιάς του τον τοίχο
harpes et luthes
ή όπου η παρθένος το μήνυμα έλαβε
και προβάλλει φωτοστέφανος από τη χάραξη μέσα
με την τοκογλυφία
ο άνθρωπος δεν αντικρύζει τον Gonzaga μήτε τους κληρονόμους του μήτε τις παλλακίδες του
καμμιά ζωγραφιά δεν φτιάχνεται για να διαρκέσει κι ούτε μ αυτή να ζήσεις
παρά μονάχα για να πουληθεί γρήγορο πούλημα
με την τοκογλυφία, κρίμα ενάντια στη φύση
ένα ακόμα ξεροκόμματο είναι ο άρτος σου
είναι ο άρτος σου ξηρός σαν το χαρτί
δίχως σιτάρι στοιβαγμένο, δίχως αλεύρι δυνατό
με την τοκογλυφία παχειά γίνεται η γραμμή
με την τοκογλυφία απλώνουν τα ορόσημα
και τόπο δεν βρίσκει ο άνθρωπος για την κατοικία του.
Ο λατόμος από την πέτρα του αποκόβεται
Κρατιέται μακριά από τον αργαλειό του ο υφάντης
ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
στην αγορά δεν φτάνει το μαλλί
το πρόβατο κέρδος δεν αποφέρει με την τοκογλυφία
η τοκογλυφία είναι αρρώστια, η τοκογλυφία
στο χέρι της κόρης τη βελόνα στομώνει
κι αδέξιος ο κλώστης γίνεται. Ο Pietro Lombardo
δεν έγινε με την τοκογλυφία
μήτε ο Pier della Fransesca – όχι με την τοκογλυφία ο Zuan Bellin
κι ούτε που ζωγραφίστηκε μ αυτή η “La Calunia”.
Δεν έγινε με την τοκογλυφία ο Angelico. Δεν έγινε ο Ambrogio Praedis,
Καμμιά εκκλησιά δεν φτιάχτηκε από πέτρα που πάνω της σκαλίστηκε: Adamo me fecit
Όχι με την τοκογλυφία ο St. Trophime
Όχι με την τοκογλυφία ο Saint Hilaire
Την σμίλη η τοκογλυφία οξείδωσε
Οξείδωσε το τέχνημα και τον τεχνίτη
Στον αργαλειό την κλωστή κατατρώγει
Καν3είς δεν έμαθε το χρυσάφι να υφαίνει κατά τα σχέδιά της.
Το γαλάζιο με έλκη να σπιλώνεται απ’ την τοκογλυφία. Ακέντητη απομένει η πορφύρα
Κι ο Membling δεν υπάρχει πια με το σμαράγδι.
Η τοκογλυφία μέσα στη μήτρα σφάζει το μωρό
Πάνε τα ερωτόλογα του νέου
Και στο κρεβάτι την παράλυση έχει φέρει, ανάμεσα στη νύφη σέρνεται και στον αγαπημένο της
CONTRA NATURA
Πόρνες για την Ελευσίνα εκόμισαν
Κορμιά πεθαμένα στο συμπόσιο ρίχτηκαν
Γιατί έτσι η τοκογλυφία επρόσταξε.
(CANTO XLV. Μετ. Στ. Ροζάνη)
Το Canto XLV αποτελεί τον πιο σωστό δρόμο προς το περιεχόμενο του λεγόμενου «φασισμού» του Πάουντ. Η αντίθετη μέθοδος που εξηγεί τον ποιητή από τον πολίτη δεν βοηθάει όσο φαίνεται πως βοηθάει στην ανάγνωση του ποιήματος. Γιατί στο ποίημα δεν υπάρχει μόνο η ιδεολογία ενός φασίστα ποιητή (ή πιο σωστά, δεν είναι αυτή που φτιάχνει το ποίημα) αλλά ο θρήνος ενός κόσμου όπως τον άκουσε ένας ποιητής που ζήτησε άσυλο σε μιά αυταπάτη του που την ταύτισε με το φασισμό.
Το canto XLV αποτελεί μια ακόμη απόδειξη πως μπορεί να υπάρχουν φασίστες ποιητές αλλά όχι και φασιστικά ποιήματα. Γιατί κάτω από το «φασιστικό» (ή «σοσιαλιστικό») φλοιό υπάρχει ο ανθρώπινος πυρήνας, το σημείο επαφής όλων των ποιητών από τον Πάουντ ως τον Μαγιακόβσκι. Η ύπαρξη αυτού του πυρήνα παράγει άλλωστε και την «αντικειμενικότητα» της ποίησης, δηλαδή την ιδιότητά της να υπερβαίνει τα πλαίσια των θρησκευτικών, ηθικών ή πολιτικών προφάσεων που της προσφέρονται από την εκάστοτε πραγματικότητα. Όχι πως η ιστορία δεν επεμβαίνει στη διαμόρφωση αυτού του πλέγματος που ονομάζεται ποιητική συγκίνηση. Ισα - ίσα που δίνει στην ποίηση τις εικόνες της και τις φωνές της, την ηθική της και την πολιτική της. Το ύφος της και την ιδεολογία της. Αυτό όμως που μας αναστατώνει παράλογα γιατί δεν μπορούμε εύκολα ή δεν μπορούμε καθόλου να δούμε από ποιους δρόμους έρχεται, αυτό που μας συγκινεί διαταξικά και διαχρονικά στην ποίηση, βρίσκεται κάτω από τον ιστορικό φλοιό. Ο φλοιός αυτός είναι απαραίτητος στο διπλό του ρόλο: να «αποκρύπτει» αλλά και να μορφοποιεί την υπόγεια λάβα. Χωρίς τον ιστορικό φλοιό δεν υπάρχει ποίηση γιατί χωρίς αυτόν δεν υπάρχει μορφή.
Το canto XLV μάς δείχνει από ποιους απελπισμένους δρόμους έφτασε ο Πάουντ στο ραδιοφωνικό σταθμό του Μουσολίνι. Ηδη από το 1913 είχε οργανώσει μέσα του όλα τα θεωρητικά στοιχεία που θα ξαναφανούν στην αντικαπιταλιστική του έκρηξη: «ο πλουτοκράτης της δικής μας μεσαίας περιόδου (αναφέρεται στην Αμερική) στερούνταν και στερείται φαντασίας και ιδιαίτερα πρωτότυπης φαντασίας (…) στο San Zeno, στη Βερόνα βρίσκει κανείς κολώνες με το όνομα του τεχνίτη στη βάση: Me mateus fecit. Αυτό που εμείς δεν μπορούμε να έχουμε αφού οι κολώνες παραγγέλονται μαζικά. Και αυτό είναι το πρόβλημα των «βιομηχανικών συνθηκών»: Η καλή δουλειά δεν υπάρχει πλέον» (“Patria mia” 1913).
«Η καλή δουλειά δεν υπάρχει πλέον». Αυτό το μοτίβο και αυτή η δυσαρέσκεια υπάρχει πίσω από τη φιλολογική εμμονή του ποιητή σε πολιτισμούς και μύθους προβιομηχανικούς. Ο επίγονος του δημοκράτη Ουίτμαν, όσο κι αν το θέλησε δεν μπόρεσε να κλείσει τη συμφωνία με το στερεό του πρόγονο και με τον αστικό μύθο του οικονομικού λιμπεραλισμού. Ο Ουίτμαν μπορούσε ακόμη να υμνεί τον φιλελεύθερο ατομικισμό διατηρώντας συγχρόνως τον οικουμενικό του τόνο. Γιατί ο Ουίτμαν ήταν η τελευταία μεγάλη αναλαμπή της αμερικανικής αυταπάτης που ενώ φαινόταν να συμβιβάζει «τα φύλλα χλόης» με τα πρώτα δάση των υψικαμίνων, και την πρόοδο της παραγωγής με την ελευθερία του παραγωγού, καταβροχθίζονταν ήδη από τη βιομηχανική πραγματικότητα. Ο ορμητικός σκαπανέας γινόταν υπολογιστής μπίσνεσμαν. Ο συναρπαστικός τυχοδιώκτης και ήρωας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας γινόταν ο απρόσωπος μέτοχος που όλη κι όλη η δύναμή του ήταν μία ψήφος στην ετήσια γενική συνέλευση κι ένα κλάσμα από το κέρδος ή τη ζημία της επιχείρησης. Τι απόμενε για τον κληρονόμο του Ουίτμαν; Το βάρος μιάς απνευμάτιστης κι απομυθοποιημένης Αμερικής που η βαρβαρότητά της δεν είχε καμμία σχέση ούτε με την ευρωστία ούτε με την αθωότητα. Απόμενε ακόμα το ιδεαλιστικό κουφάρι του Αβραάμ Λίνκολν μα το ελεγείο του είχε κι όλας γραφτεί απ’ τον αρμόδιο ποιητή στον αρμόδιο αιώνα - κι είχε γραφτεί μια για πάντα.
Ο Πάουντ για να βρεί τον κόσμο με τον οποίο θα μπορούσε να συμβιώσει ποιητικά βάδισε οπισθοβατικά προς συνάντηση της προβιομηχανικής κοινωνίας. Ετσι έφτιαξε το δικό του μοιρολόϊ για τους δικούς του νεκρούς. Πίσω από το «φασισμό» του Πάουντ βρίσκεται η ματαιωμένη δημοκρατική ηθική του Τζέφερσον.
Η τοκογλυφία μέσα στο canto XLV δεν είναι μια οικονομική έννοια αλλά η ολόσωμη παρουσία του κακού, ο «δαίμων» της καταστροφής, το θανάσημο αμάρτημα του μεσαίωνα. Γιατί γκρεμίζει όλη την αρμονία του συστήματος, υποτάσσει τον τεχνίτη στον έμπορο, τον άρχοντα στον τραπεζίτη, το σπαθί στο πουγγί. Η τοκογλυφία είναι έγκλημα Contra natura όχι μόνο μέσα στη μεσαιωνική θεολογική συνείδηση αλλά και μέσα στο ποίημα του Πάουντ όπου η οικονομική ανατροπή ενός κόσμου αντηχεί σαν μια καταστροφή που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στα έργα και στην πίστη των ανθρώπων. Η καταστροφήτων πραγμάτων γίνεται καταστροφή του ανθρώπινου φορτίου τους, των ανθρώπινων αξιών που είναι επενδυμένες στα πράγματα. Τα πράγματα δεν φτιάχνονται για να διαρκέσουν αλλά για να πουληθούν - γρήγορη πούληση. Δεν υπάρχει η ερωτική σχέση ανάμεσα στον τεχνίτη και το τέχνημα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τα πράγματα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο. Ο όφις ξάπλωσε ανάμεσα στο νέο ζευγάρι και παραλύει τον έρωτα και τη δημιουργία - γιατί έτσι η τοκογλυφία επρόσταξε.
Ολ’ αυτά βέβαια δεν συνιστούν μια πρωτότυπη κριτική του πολιτισμού μας. Η εγκυρότητα όμως αυτής της κριτικής δε βασίζεται ούτε στην πρωτοτυπία της ούτε στην ευστοχία της αλλά στο πάθος της. Η καταγγελία των χρηματιστικών σχέσεων όπως γίνεται στο canto XLV δεν είναι η κριτική ενός νηφάλιου θεωρητικού αλλά η τυφλή και αμέθοδη επίθεση ενός ποιητή. Δεν πρόκειται πια για το θρήνο ενός ιστορικά συγκεκριμένου κόσμου αλλά κάθε κόσμου που φθείρεται, βουλιάζει, ψευτίζει ή προδίδεται. Αυτός ο θρήνος δεν βολεύεται μέσα στο φασισμό, γιατί τελικά είναι ο θρήνος της ίδιας της ποίησης.
Ο «φασισμός» του Πάουντ δεν είναι εκμεταλλεύσιμος. Είναι μόνο το όνειρο ενός ποιητή -ένας πολιτικός αναχρονισμός εκ των προτέρων ηττημένος. Σ’ αυτή την απελπισμένη ψευδαίσθηση υπάρχει το πραγματικό πρόσωπο του Πάουντ κι όχι στον εκφωνητή του φασιστικού ραδιοφωνικού σταθμού – στον αποδιοπομπαίο τράγο που πάνω του προβλήθηκε όλη η ενοχή νικητών και νικημένων του Β´παγκοσμίου πολέμου.
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Αναφορές, Εκδόσεις Ερασμος, Αθήνα.