- 17 June 2006
- 14,350

Με την κυκλοφορία της χαρακτηρίσθηκε σαν ένα άνευ προηγουμένου Αισθητικό και Διανοητικό σοκ. Δεν είναι ντοκυμαντέρ, δεν φιλοδοξεί να εξηγήσει οτιδήποτε. Η ταινία είναι πειραματική και κυριολεκτικά χειροποίητη. Η προετοιμασία της κράτησε 4 χρόνια και γυρίστηκε μέσα σε 20 μέρες. Είναι lo-fi, στον αντίποδα του Σινεμά/Τσίχλα-για-τα-μάτια που κυριαρχεί στις μέρες μας και εξαιρετικά δύσπεπτη για το μέσο θεατή: η εικόνα της δεν πρόκειται να ...αναδείξει τον οικιακό προβολέα, οι μουσικές είναι ως επί το πλείστον από παλιά, φθαρμένα βινύλια και είναι απίστευτα πολυμορφική και πυκνή νοηματικά. Τα κείμενά της είναι ποιητικά, οι πρόζες γεμάτες αλληγορίες, οι μεγαλοστομίες της αγγίζουν το kitsch. Η αισθητική της κάνει τραμπάλα από το όνειρο στον εφιάλτη, τα σκηνικά ανατρέχουν στον Μαξ Οφυλς της ''Λόλα Μοντές'' και στον Φριτς Λάνγκ, η χρονική διάρκειά της είναι 7,5 ώρες. Χωρίζεται σε 4 ενότητες: α)Το Δισκοπότηρο, β)Ενα Γερμανικό Ονειρο, γ)Το Τέλος Μιάς Χειμωνιάτικης Ιστορίας, δ)Εμείς, Τα Παιδιά Της Κολάσεως. Είναι το τρίτο μέρος της μεγάλης τριλογίας του Syberberg, μετά το ''Ρέκβιεμ για Εναν Παρθένο Βασιλιά'' πάνω στον Λουδοβίκο 2ο της Βαυαρίας και στο φιλμ για τον συγγραφέα Karl May. Το ''Χίτλερ, μιά ταινία από τη Γερμανία'' φτιάχτηκε τη δεκαετία του ’70, είναι υπόδειγμα αυτού που αποκαλούμε Συνολική -ή Πλήρη- Τέχνη (Total Art), ταινία - ποταμός, και θεωρείται ένα ιμπρεσσιονιστικό Αριστούργημα με ιδιαίτερα επιδραστικό αντίκτυπο πάνω στις μετέπειτα εξελίξεις του σύγχρονου Kαλλιτεχνικού Σινεμά. Αντικείμενό της είναι η Γερμανία: οι μύθοι, οι χίμαιρες, η κουλτούρα, η ιστορία της. Θα μπορούσε κανείς να τη διαβάσει σαν Εξορκισμό ή σαν ένα δοκίμιο απόγνωσης ή σαν τοπίο μετά την Αποκάλυψη αλλά φλερτάρει τόσο ξεδιάντροπα με το γκροτέσκο: πίσω απ τις παρλάτες ακούς προσκλητήρια νεκρών και πολεμικά ανακοινωθέντα από το μέτωπο, συχνά αντιφατικά, από το γερμανικό ραδιόφωνο της εποχής. Πάνω της μοιάζει να πνέει ελαφρά ένας ανελέητος στόμφος. Ποτίζει με ειρωνεία το αναδυόμενο σκηνικό που μοιάζει να σε κοιτάει μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη. Πατάει με το ένα πόδι πάνω στο Berliner Ensemble του Μπρεχτ και με το άλλο στον Ρίχαρντ Βάγκνερ: από τη μιά, το Street Theatre, από την άλλη, ο γερμανικός ''εθνικός ρομαντισμός''. Η κληρονομιά του Χαίλντερλιν, του φον Κλάϊστ, του Νοβάλις, της Σχολής της Ιένας, του Χάϊνε και του Κλέμενς Μπρεντάνο - πλην όχι ακριβώς ...καθαρή: μετά τον Βίσμαρκ και την ενοποίησή της, η Γερμανία είναι πια μιά ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική δύναμη. Από τον ρομαντισμό, η άρχουσα τάξη της θα κρατήσει «κάτι ολίγα» τα οποία, μετά την ήττα στον Πρώτο Παγκόσμιο, θα διαστρέψει στο βαθμό που τη βολεύει για να ταϊσει το ραγδαία εξαθλιούμενο πόπολο: οι ήρωες θα γίνουν ''Πολεμιστές'', οι Γερμανοί περίπου περιούσιος λαός, το έθνος θα γίνει η Ράτσα, το αίμα θα πρέπει να χυθεί σαν ποτάμι για τον Ιερό Σκοπό ο οποίος, από μόνος του, θα το καθαγιάσει: θα γίνει Αίμα κερδισμένο (sic). Το πάλκο είναι πια έτοιμο για τους ναζί. Ο ...δραματουργός εμφανίζεται. ''Ακούει φωνές'', όπως η Ζαν ντ’Αρκ. Τον καλούν στο ...πεπρωμένο του. Νιώθει λίγο διασταύρωση Ναπολέοντα και Μεφιστοφελούς. Θα στήσει τη δική του παράσταση με άψογες γεωμετρικά παρελάσεις που θα υπαινίσσονται Τάξη και Ασφάλεια, με μεγαλοϊδεατισμό και με πολεμικούς αετούς. Ο δικός του σκηνογράφος θα είναι αρχιτέκτονας (Αλμπερτ Σπέερ), επιφορτισμένο να του φτιάξει μια μεγαλειώδη πόλη/πρωτεύουσα που θα παραπέμπει στο Κλασσικό Αρχαίο Κάλλος: ο Αρχηγός βγάζει καντήλες με τα νεωτεριστικά ρεύματα στην Τέχνη, τα θεωρεί παρακμοιακά - κι εξάλλου αυτοί της Σχολής Bauhaus, είναι ως επί το πλείστον Εβραίοι. Σαν τέτοιο, σαν φαντασμένο, ατάλαντο πλην ερασιτέχνη σκηνοθέτη -με την αυθεντική έννοια: εραστή των τεχνών- τον στήνει ο Syberberg, αθεράπευτα ερωτευμένος με το Σινεμά ο ίδιος. Πρωταγωνιστούν κυρίως κούκλες, ομοιώματα από ιστορικές φιγούρες που τα χειρίζονται καραγκιοζοπαίχτες. Ο Λουδοβίκος 2ος της Βαυαρίας, ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς, ο Γκαίρινγκ, ο Χίμλερ, ο Σπέερ. Κινούνται σ ένα μακάβριο τοπίο και εκφέρουν τις παρλάτες τους ενώ ακούς το Horst Wessel Lied να σμίγει με τον Πάρσιφαλ, τον Μπετόβεν, ορχήστρες των SS στην πρώτη γραμμή του μετώπου που, υποτίθεται, παίζουν καμπαρέ για τους φαντάρους ή χορωδίες από τους ''μαχητές'' του Φρούριου Ευρώπη (sic) στο Στάλινγκραντ που εύχονται μέσω ραδιοφώνου στο γερμανικό λαό Χρόνια Πολλά και του τραγουδούν την ''Αγια Νύχτα''. Μετά τον πόλεμο όλα αυτά αποδείχθηκαν στημένα από τον Γκαίμπελς μέσα στα στούντιο της ραδιοφωνίας του Βερολίνου, αλλά αυτό ποσώς ενδιαφέρει τον Syberberg - αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το ίδιο το Σινεμά, στην πιο ακραία καλλιτεχνική μορφή του: τα φαντάσματα του Αϊζενστάϊν και του Ζορζ Μελιέ, του Εριχ φον Στροχάϊμ και της Λένι Ρίφφενσταλ, το Χόλυγουντ – σαν Προμηθέας, μάντης Κάλχας και μαζί Θερσίτης.
Πανταχού παρόντα βλέπεις, μέσα από μιά πληθωρική, εκπληκτικά ευφάνταστη εκφορά, τον δυισμό που χαρακτηρίζει τη Γερμανική Ψυχή, ικανή πάντα για το πιο μεγαλειώδες όσο και για το πιο τραγικό.
Ενα θαυμάσιο δοκίμιο πάνω στην ταινία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εψιλον σε μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: Susan Sontag - Η Γοητεία του Φασισμού.