Ήταν τα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, όταν εγώ – μαθητής των πρώτων τάξεων του δημοτικού – βρέθηκα με την μητέρα μου και κάποιες θείες μου, σε κάποιο θέατρο της οδού Ιπποκράτους – μάλλον στο Ακροπόλ – όπου έπαιζε ο αείμνηστος Βασίλης Λογοθετίδης το έργο: Οι δικοί μας άνθρωποι.
Παρά την ηλικία μου και τα χρόνια πού πέρασαν, την υπόθεση του έργου αυτού την θυμόμουνα με λεπτομέρειες γιατί με είχε αγγίξει βαθειά. Όσο κι αν φαντάζει σήμερα υπερβολικό, για την εποχή εκείνη ήταν φαινόμενο πολύ συνηθισμένο το να έφευγε κάποιος για χώρες μακρινές προς αναζήτηση καλύτερης ζωής ή απλά ζωής, αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά. Όταν τα κατάφερνε εκεί, η χοντρή επιταγή που έστελνε κάθε μήνα στο σπίτι, αντιστάθμιζε τον πόνο της οικογένειας για την απουσία του προστάτη της.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν επέστρεψα οικογενειάρχης από το εξωτερικό, αφιέρωσα λίγο χρόνο στην τηλεόραση για να δω κάτι που νόμισα ότι μου έλειψε τα τελευταία χρόνια: Ελληνικές ταινίες. Σε μία απ’ αυτές έπαιζε ο αξέχαστος Λάμπρος Κωνσταντάρας και με που άρχισε η ταινία δεν άργησα να καταλάβω με μεγάλη μου χαρά ότι επρόκειτο για το θεατρικό έργο: Οι δικοί μας άνθρωποι!
Αν και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν διαφορετικός από τον Βασίλη Λογοθετίδη – κάθε ένας με την χάρη του – έμεινα σχετικά ικανοποιημένος απ’ αυτά που έβλεπα μέχρι που φθάσαμε προς το τέλος. Τότε με έκπληξη, οργή και αγανάκτηση διαπίστωσα ότι οι άθλιοι συντελεστές του φιλμ, κακοποίησαν την υπόθεση για να προσδώσουν στο έργο ..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!!!!!
Και δεν φθάνει μόνο αυτό. Συζητώντας έμαθα ότι και σε άλλα γνωστά έργα όπως το: «Δεσποινίς ετών 39», έγινε και σε αυτό αλλαγή στο τέλος του σεναρίου ώστε να έχουμε..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!!!!! Τι ντροπή!
Καλά, αν οι δημιουργοί των θεατρικών έργων δεν ζούσανε τότε, δεν υπήρχαν κληρονόμοι που να σέβονται το τι κληρονομήσανε; Ή μήπως πήρανε κάτι τις παραπάνω και κάνανε το κορόιδο;
Η όλη υπόθεση θυμίζει την ιστορία γνωστού παλιού καραγκιοζοπαίχτη που περιοδεύοντας την επαρχία και δίνοντας παραστάσεις, έφθασε σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Εκεί αφού εξάντλησε το ρεπερτόριό του, ήλθε η ώρα να τελειώσει με το έργο που θεωρούσαν καθήκον τους οι καραγκιοζοπαίχτες να κλείνουν τις παραστάσεις τους και να τα δίνουν όλα. Το έργο: Ο Καραγκιόζης και ο Αθανάσιος Διάκος.
Η παράσταση κυλούσε προς το τέλος, αλλά το κοινό καταλαβαίνοντας που πάει το πράγμα άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Οι διαμαρτυρίες εξελίχτηκαν σε απειλές και ο καραγκιοζοπαίχτης φοβούμενος την σωματική του ακεραιότητα αναγκάστηκε να τροποποιήσει το σενάριο για να έχει ..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!
Εν μέσω αγαλλίασης και ουρανόμηκων ζητωκραυγών του κοινού, σουβλίσθηκε ....ο Ομέρ Βρυώνης!
Όσοι πάντως έχουν δει στην τηλεόραση το έργο «Οι δικοί μας άνθρωποι». ή όπως αλλιώς το ονομάσανε οι αχρείοι, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και θέλουν να ξέρουν το κανονικό τέλος της ταινίας, ας μάθουν ότι την στιγμή που ο πρωταγωνιστής λέει στον μαύρο υπηρέτη του:
-Πάμε Χασάν. Μας περιμένουν η Φατμέ και η Αϊσέ.. Οι δικοί μας άνθρωποι!
Ο υπηρέτης ξεσπά σε λυγμούς και η αυλαία πέφτει.
Το έργο τελειώνει εδώ και δεν συνεχίζεται σε μπουζουκομάγαζο όπου ο πρωταγωνιστής πάει να πνίξει τον πόνο του και που συμπτωματικά εμφανίζεται δημοσιογράφος σε απευθείας σύνδεση με την ΕΡΤ, για να πάρει ζωντανή συνέντευξη για το πώς διασκεδάζουν οι θαμώνες και που συμπτωματικά ακούνε την συνέντευξη σπίτι του, συγκινούνται, μετανιώνουν και πάνε και τον βρίσκουνε και όλοι μαζί πάνε ........στην ακρογιαλιά.
Παρά την ηλικία μου και τα χρόνια πού πέρασαν, την υπόθεση του έργου αυτού την θυμόμουνα με λεπτομέρειες γιατί με είχε αγγίξει βαθειά. Όσο κι αν φαντάζει σήμερα υπερβολικό, για την εποχή εκείνη ήταν φαινόμενο πολύ συνηθισμένο το να έφευγε κάποιος για χώρες μακρινές προς αναζήτηση καλύτερης ζωής ή απλά ζωής, αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά. Όταν τα κατάφερνε εκεί, η χοντρή επιταγή που έστελνε κάθε μήνα στο σπίτι, αντιστάθμιζε τον πόνο της οικογένειας για την απουσία του προστάτη της.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, όταν επέστρεψα οικογενειάρχης από το εξωτερικό, αφιέρωσα λίγο χρόνο στην τηλεόραση για να δω κάτι που νόμισα ότι μου έλειψε τα τελευταία χρόνια: Ελληνικές ταινίες. Σε μία απ’ αυτές έπαιζε ο αξέχαστος Λάμπρος Κωνσταντάρας και με που άρχισε η ταινία δεν άργησα να καταλάβω με μεγάλη μου χαρά ότι επρόκειτο για το θεατρικό έργο: Οι δικοί μας άνθρωποι!
Αν και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν διαφορετικός από τον Βασίλη Λογοθετίδη – κάθε ένας με την χάρη του – έμεινα σχετικά ικανοποιημένος απ’ αυτά που έβλεπα μέχρι που φθάσαμε προς το τέλος. Τότε με έκπληξη, οργή και αγανάκτηση διαπίστωσα ότι οι άθλιοι συντελεστές του φιλμ, κακοποίησαν την υπόθεση για να προσδώσουν στο έργο ..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!!!!!
Και δεν φθάνει μόνο αυτό. Συζητώντας έμαθα ότι και σε άλλα γνωστά έργα όπως το: «Δεσποινίς ετών 39», έγινε και σε αυτό αλλαγή στο τέλος του σεναρίου ώστε να έχουμε..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!!!!! Τι ντροπή!
Καλά, αν οι δημιουργοί των θεατρικών έργων δεν ζούσανε τότε, δεν υπήρχαν κληρονόμοι που να σέβονται το τι κληρονομήσανε; Ή μήπως πήρανε κάτι τις παραπάνω και κάνανε το κορόιδο;
Η όλη υπόθεση θυμίζει την ιστορία γνωστού παλιού καραγκιοζοπαίχτη που περιοδεύοντας την επαρχία και δίνοντας παραστάσεις, έφθασε σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Εκεί αφού εξάντλησε το ρεπερτόριό του, ήλθε η ώρα να τελειώσει με το έργο που θεωρούσαν καθήκον τους οι καραγκιοζοπαίχτες να κλείνουν τις παραστάσεις τους και να τα δίνουν όλα. Το έργο: Ο Καραγκιόζης και ο Αθανάσιος Διάκος.
Η παράσταση κυλούσε προς το τέλος, αλλά το κοινό καταλαβαίνοντας που πάει το πράγμα άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Οι διαμαρτυρίες εξελίχτηκαν σε απειλές και ο καραγκιοζοπαίχτης φοβούμενος την σωματική του ακεραιότητα αναγκάστηκε να τροποποιήσει το σενάριο για να έχει ..... ΧΑΠΙ-ΕΝΤ!
Εν μέσω αγαλλίασης και ουρανόμηκων ζητωκραυγών του κοινού, σουβλίσθηκε ....ο Ομέρ Βρυώνης!
Όσοι πάντως έχουν δει στην τηλεόραση το έργο «Οι δικοί μας άνθρωποι». ή όπως αλλιώς το ονομάσανε οι αχρείοι, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και θέλουν να ξέρουν το κανονικό τέλος της ταινίας, ας μάθουν ότι την στιγμή που ο πρωταγωνιστής λέει στον μαύρο υπηρέτη του:
-Πάμε Χασάν. Μας περιμένουν η Φατμέ και η Αϊσέ.. Οι δικοί μας άνθρωποι!
Ο υπηρέτης ξεσπά σε λυγμούς και η αυλαία πέφτει.
Το έργο τελειώνει εδώ και δεν συνεχίζεται σε μπουζουκομάγαζο όπου ο πρωταγωνιστής πάει να πνίξει τον πόνο του και που συμπτωματικά εμφανίζεται δημοσιογράφος σε απευθείας σύνδεση με την ΕΡΤ, για να πάρει ζωντανή συνέντευξη για το πώς διασκεδάζουν οι θαμώνες και που συμπτωματικά ακούνε την συνέντευξη σπίτι του, συγκινούνται, μετανιώνουν και πάνε και τον βρίσκουνε και όλοι μαζί πάνε ........στην ακρογιαλιά.