Lucio Magri (1932-2011)....

Emilot

AVClub Fanatic
18 June 2006
32,823
Εξάρχεια
Για τον Λούτσιο Μάγκρι και τις διαδρομές του Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος.

lucio-magri.jpg

του Παναγιώτη Σωτήρη

Η απόφαση του Λούτσιο Μάγκρι να βάλει τέλος σε μια ζωή που έδειχνε να μην έχει πια νόημα ερμηνεύτηκε από διάφορούς ως την αδυναμία ενός ανθρώπου του ευρωπαϊκού κομμουνισμού του 20ου αιώνα να συνυπάρξει με την σύγχρονη ιταλική και παγκόσμια πραγματικότητα και τις προκλήσεις της. Άλλοι θα θρηνήσουν την απώλεια μιας ιστορικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς, με τον γνωστό τρόπο της αναδρομικής δικαίωσης των τεθνεώτων. Άλλοι, λίγο πιο προσεκτικοί θα θυμηθούν και τις – υπαρκτές – παλινωδίες του ίδιου του Μάγκρι στην πολιτική του διαδρομή. Αυτό, όμως, που έλλειψε σε όλη αυτή τη συζήτηση ήταν μια πιο προσεκτική αποτίμηση της συμβολής που όντως είχε ο Μάγκρι και το ρεύμα στο οποίο συμμετείχε στην υπόθεση της ανανέωσης της επαναστατικής στρατηγικής.

Και αυτό γιατί ο Μάγκρι υπήρξε κομμάτι μιας ευρύτερης συλλογικής προσπάθειας που βγήκε από την καρδιά του Ιταλικού Κομμουνισμού και ταυτόχρονα προσπάθησε να τον αμφισβητήσει ή να τον μετατοπίσει προς τα Αριστερά, συλλογική προσπάθεια που αποτυπώθηκε στο περιοδικό – αργότερα εφημερίδα – Il Manifesto και την πολιτική ομάδα γύρω από αυτό.

Σε αντίθεση με άλλα κομμάτια της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς της δεκαετίας του 1970 το Manifesto έβγαινε από την καρδιά του Ιταλικού κομμουνισμού. Άλλωστε, όλα τα βασικά πρώτα στελέχη του ήταν και στελέχη του ΙΚΚ, όπως η Ροσάνα Ροσσάντα, τέως βουλευτίνα, τέως υπεύθυνη του πολιτιστικού τομέα και μέλος της ΚΕ, ο Άλντο Νάτολι, παρτιζάνος, τέως βουλευτής και μέλος της ΚΕ ή ο Λουίτζι Πίντορ δημοσιογράφος και μέλος της Κ.Ε. Ο Μάγκρι με τη σειρά του, μέλος του κόμματος από τη δεκαετία του 1950, είχε ήδη σημαντική δράση ως διανοούμενος και στέλεχος του κόμματος.

Απογοητευμένοι από τα όρια, πολιτικά και θεωρητικά, της παραδοσιακής αριστερής πτέρυγας του ΙΚΚ, που τα εξέφραζε σε όλη τη δεκαετία του 1960 Ο Πιέτρο Ινγκράο, δοκιμάζουν μια πολύ πιο βαθιά κριτική, που προσπάθησε να διαφοροποιηθεί τόσο από τη μετάλλαξη του σοβιετικού δρόμου για το σοσιαλισμό, όσο όμως και από τη γραμμή του μετωπισμού, των «δομικών μεταρρυθμίσεων» και του «δημοκρατικού δρόμου» που κυρίως επεξεργάστηκε ο Παλμίρο Τολιάτι για το ΙΚΚ. Η γραμμή του ΙΚΚ ήταν μια γραμμή αντιφατική, που την ίδια στιγμή που διεκδικούσε ανεξαρτησία απέναντι στο ΚΚΣΕ και επέτρεπε ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία και μια εντυπωσιακή ηγεμονία μέσα σε εργατικά και λαϊκά στρώματα, στην πραγματικότητα δεν απαντούσε το ερώτημα της επαναστατικής ρήξης. Ήταν μια στρατηγική που έφτασε στα όρια της με το τεράστιο κύμα κοινωνικών αγώνων που συντάραξε την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αποκορύφωμα το «Θερμό φθινόπωρο» του 1969 και την αδυναμία του ΙΚΚ να ανοίξει δρόμους επαναστατικής ρήξης.

Σε αυτό το τοπίο γεννιέται το Manifesto, που δοκιμάζει μια πρωτότυπη σύνθεση ανάμεσα στην κληρονομιά του Γκράμσι και του Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, τις εμπειρίες από τους εργατικούς και σπουδαστικούς αγώνες, τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικού κίνημα από την «Άνοιξη της Πράγας» μέχρι την Πολιτιστική Επανάσταση και σε αυτή τη βάση να επεξεργαστεί μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.

Είναι μια δουλειά συλλογική που πολύ νωρίς στοιχίζει την αποπομπή από το ΙΚΚ και σε μια δραματική συνεδρίαση της Κ.Ε. το Νοέμβριο του 1969 απομακρύνονται από το Κόμμα. Ο Άλντο Νάτολι απαντά «Δεν χρειάζεσαι κομματική ταυτότητα για να είσαι κομμουνιστής».

Σε αυτό το πλαίσιο επεξεργάζονται ένα σύνολο θέσεων που αποτέλεσαν ίσως ό,τι πιο προχωρημένο έφτασε η ευρωπαϊκή επαναστατική αριστερά εκείνα τα χρόνια. Αξίζει κανείς να αναζητήσει τα κείμενα για σχολείο, για τα εργατικά συμβούλια και κυρίως τις περίφημες «Θέσεις για τον Κομμουνισμό», ένα συλλογικό κείμενο που συμπυκνώνει ταυτόχρονα την πολιτική κληρονομιά του ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος, τους επαναστατικούς ανέμους από την ανατολή και την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά και την εμπειρία του παγκόσμιου «1968». Απαλλαγμένο από τον καταναγκαστικό οικονομισμό αρκετών τοποθετήσεων από το τροτσικιστικό ρεύμα, χωρίς τη μονοδιάστατη επικέντρωση στο εργοστάσιο ως το μόνο κοινωνικό χώρο που σφράγισε ιστορικά το ρεύμα του εργατισμού, υπερβαίνοντας τον απλό κινηματισμό άλλων τάσεων, μακριά από την άκριτη κινεζοφιλία των μαοϊκών τάσεων, το Manifesto αναμετρήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάση με αυτά τα κομβικά ερωτήματα. Πάνω από όλα σε ρήξη με όλη τη λογική των σταδίων που σφράγισε τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό, υπερασπίστηκαν την ωριμότητα του κομμουνισμού ως δυνατότητας μέσα στην εκρηκτική όξυνση των αντιφάσεων και σε αυτή τη φάση θα προτείνουν τον ευρύτερο συντονισμό όλων των δυνάμεων της ιταλικής επαναστατικής αριστερά σε ένα κοινό πολιτικό σχέδιο.

Σε αυτή τη συλλογική δουλειά ο Μάγκρι, συνδιευθυντής του περιοδικού Il Manifesto και μετά με βασικό ρόλο στην καθημερινή εφημερίδα από το 1971, θα παίξει βασικό ρόλο, ενώ σημαντική θα είναι η θεωρητική του παραγωγή. Αξίζει για παράδειγμα να διαβάσει κάνεις το κείμενό του Για ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό κόμμα (Σύγχρονα Κείμενα, 1975) για να δει το θεωρητικό βάθος της σκέψης του.

Η μετέπειτα διαδρομή του Manifesto και του ίδιου του Μάγκρι, σφραγίζεται από τις αντιφάσεις της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς και την προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης, μέσα από το PDUP per il Communismo (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό) και τις προσπάθειες για κοινό κατέβασμα της επαναστατικής αριστεράς. Θα σφραγιστεί από την αδυναμία να αμφισβητηθεί η ηγεμονία του ΙΚΚ, από την κρίση των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς αρχικά αλλά και της εργατικής αυτονομίας αργότερα, την τραγική κατάληξη όσων επέλεξαν το δρόμο της ένοπλης πάλης, τον Ιστορικό Συμβιβασμό και τις ήττες του εργατικού κινήματος μετά το 1980. Ενώ η Ροσσάντα θα αφιερωθεί περισσότερο στην εφημερίδα Il Manifesto, άλλοι όπως ο Μάγκρι ή η Λουτσιάνα Καστελίνα θα επιλέξουν το δρόμο της επιστροφή στο ΙΚΚ TO 1984. Με τη δεξιά στροφή και την εγκατάλειψη του κομμουνιστικού χαρακτήρα το 1989 ο Μάγκρι θα στηρίξει την ίδρυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Μετά το 1995 ο Μάγκρι θα συμμετέχει στο εγχείρημα του «Κινήματος των Ενωτικών Κομμουνιστών» που θα έρθει σε ρήξη με την επανίδρυση στο όνομα μιας ευρύτερης ενότητας της Αριστεράς, αν και τελικά ο ίδιος ο Μάγκρι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη του εγχειρήματος δεν θα γίνει μέλος των «Δημοκρατικών της Αριστεράς» (του κόμματος του Ντ’Αλέμα και του Βελτρόνι) επιστρέφοντας στο ρόλο του δημοσιογράφου στο Manifesto, με ιδιαίτερη συνεισφορά ιδίως στο θεωρητικό ένθετό του. Το 2009 κυκλοφόρησε Ο ράφτης της Ουλμ, μια μεγάλη ιστορική αποτίμηση της πορείας του Ιταλικού Κομμουνισμού, ένα βιβλίο πλούσιο και σημαντικό, αποτίμηση μιας διαδρομής και συμπύκνωση μιας πείρας σημαντικής.

Ο Λούτσιο Μάγκρι επέλεξε ο ίδιος πότε να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τόσο το έργο του, όμως, όπως και η εμπειρία των εγχειρημάτων στα οποία συνέβαλε, αποτελούν κρίσιμες παρακαταθήκες που αξίζει να μελετηθούν. Ας του δώσουμε επομένως τον τελευταίο λόγο:

«Είμαι ένα ζωντανό αποθηκευμένο ιδιωτικό αρχείο. Για κάποιον που είναι ήδη ηλικιωμένος, η απομόνωση έχει μια ορισμένη αξιοπρέπεια. Όμως, για έναν κομμουνιστή, η απομόνωση είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» μπορεί να είναι μια μυθική μορφή, αλλά ο μοναχικός κομμουνιστής, ο «θυμωμένος γέρος», κινδυνεύει να γίνει περίγελος εάν δεν παραμερίσει. […]

Δεν είναι αλήθεια ότι το παρελθόν – των κομμουνιστών ή και οποιουδήποτε άλλου – ήταν προδιαγεγραμμένο, όπως δεν είναι αλήθεια ότι το μέλλον είναι πλήρως στα χέρια των νέων που θα έρθουν. Ο «γερο-τυφλοπόντικας» σκάβει το χώμα, αλλά καθώς είναι τυφλός δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει. Μπορεί και να σκάβει σε κύκλους. Και αυτοί που δεν πίστεψαν ούτε πρόκειται ποτέ να πιστέψουν στη Θεία Πρόνοια πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να τον καταλάβουν και να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του.»

http://ilesxi.wordpress.com/2011/12/02/για-τον-λούτσιο-μάγκρι-και-τις-διαδρομ/

Υ.Γ Αφιερωμένο το post, στον Σούρλα.....
 
Λούτσιο Μάγκρι (1932-2011): Διάλογος με ένα σύντροφο που δραπέτευσε


Από τα "Ενθέματα" , "Αυγή" 4/12/2011




Ο σύντροφος Λούτσιο Μάγκρι διάλεξε να τελειώσει τη ζωή του τη Δευτέρα, στα 79 του χρόνια, με «επικουρούμενο θάνατο» στην Ελβετία, όπου η ευθανασία δεν διώκεται, «για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους». Είχε κάνει ήδη το ίδιο ταξίδι προς την Ελβετία μια ή δυο φορές, αλλά είχε επιστρέψει στην Ιταλία, γιατί δεν ένιωθε βέβαιος ότι ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Κάποιοι από τους πιο στενούς του φίλους, ειδοποιημένοι για το έσχατο αυτό ταξίδι του, περίμεναν συγκεντρωμένοι στο σπίτι του με ένα ποτήρι κρασί το τηλεφώνημα που ανήγγειλε ότι αυτή τη φορά δεν θα υπήρχε επιστροφή.

Ο σύντροφος Μάγκρι ζήτησε να μη γραφούν νεκρολογίες. Σεβόμενος την επιθυμία του θα μιλήσω σα να ήταν ζωντανός, για τις ιδέες, τις θέσεις του και τη δράση του, για τον κόσμο του Ιl manifesto και τη σχέση του με τον κομμουνισμό, την επανάσταση, καθώς και με την ελληνική αντίσταση κατά της Χούντας. Και, αψηφώντας μια παράδοση που θέλει τους αριστερούς να μιλούν μόνον για τα συλλογικά, για τη μορφή του και τη ζωή του.

Ο Μάγκρι ήταν από τους πιο όμορφους άντρες που είδα ποτέ μου. Μαζί με τη σύντροφό του, τη Λουτσιάνα Καστελίνα, ήταν για μας τους νεότερους, που στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 βρεθήκαμε κοντά στο Ιl manifesto, το χρυσό ζευγάρι της ιταλικής Aριστεράς. Οι δυο τους, μαζί με τη Ροσάνα Ροσάντα, τον Πιντόρ, τον Νατόλι και άλλους νέους, αποτελούσαν το ρεύμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, που συσπειρώνονταν γύρω από τον Πιέτρο Ινγκράο, τον ηγέτη που με τη δράση, τα γραφτά, αλλά κυρίως με την καθημερινή πράξη του, όπως μπορέσαμε να γνωρίσουμε από κοντά οι Έλληνες, έπειθε ότι κομμουνισμός μπορεί να σημαίνει ανθρωπισμός.

Όταν η ομάδα διαγράφηκε από το κόμμα, ο Ινγκράο δεν τους ακολούθησε. Παρά ταύτα, ολόκληρα τμήματα του κόμματος σε πανιταλική κλίμακα, κυρίως σε επίπεδο μεσαίων στελεχών, μπήκαν σε επαφή με την επιθεώρηση και στη συνέχεια με την εφημερίδα του Il Manifesto, και τελικά προσχώρησαν στην οργάνωση που σχηματίστηκε γύρω της. Γνώρισα την ηγετική ομάδα από κοντά σε σύντομα ταξίδια και στη συνέχεια όταν, μετά τις συλλήψεις των μελών του «Κινήματος 20 Οκτώβρη», το 1970, έμεινα στην Ιταλία, ως συνεργάτης της εφημερίδας. Το πρώτο που εντυπωσίαζε ήταν το επίπεδο της σκέψης και της μόρφωσής τους, που συνδυαζόταν με μια ακατάβλητη αγωνιστικότητα. Ήδη γνώριζα τη σκέψη της Ροσάντα από το διάλογο που είχε με τον Σαρτρ, δημοσιευμένο στους Temps Μodernes, για το μέλλον της Αριστεράς και την επανάσταση στον κόσμο. Από τα κείμενα του Μάγκρι θυμάμαι κυρίως το δοκίμιό του όπου ανέλυε γιατί το πιο σημαντικό βιβλίο του Λένιν δεν είναι τo Τι να κάνουμε;, αφιερωμένο στην ιδέα του επαναστατικού κόμματος, αλλά το Κράτος και επανάσταση, όπου ο ρώσος ηγέτης εξηγούσε γιατί το κράτος –και συνεπώς το κόμμα– έπρεπε σταδιακά να σβήσουν μέσα στην επαναστατική διαδικασία.

Οι ιδέες αυτές δεν μπορούν να εκτιμηθούν έξω από τις συνθήκες, ιταλικές και διεθνείς, τις εποχής. Από τη μια υπογράμμιζαν, με μια προσέγγιση συγγενή με τις ιδέες του Παζολίνι για την τέχνη και την κοινωνία, ότι η Aριστερά έπρεπε να απαγκιστρωθεί από τα κοινωνικά και πολιτικά της στερεότυπα και να ανοίξει τα μάτια της στις νέες πραγματικότητες του υποπρολεταριάτου και των κάθε μορφής καταπιεσμένων, αντικαθιστώντας παράλληλα τις συγκεντρωτικές δομές της με άλλες πιο ευέλικτες και δημοκρατικές. Από την άλλη, ωστόσο, η ομάδα αυτή, συμπεριλαμβανομένου και του Μάγκρι, επέμενε να αναζητά, όπως δήλωνε στις καταστατικές της θέσεις, ένα «διεθνές κέντρο αναφοράς» που θα υποκαθιστούσε το σοβιετικό. Η επιλογή της Κίνας της Πολιτιστικής Επανάστασης (μετά την Κούβα που εγκαταλείφθηκε γρήγορα), αλλά και η ίδια η έννοια ότι το κίνημα θα έπρεπε να προσβλέπει προνομιακά σε κάποια οδηγητική πραγματικότητα έξω από το ίδιο, ήταν ίσως το πιο αδύνατο μέρος των ιδεών τους, αυτό που γρήγορα διαψεύστηκε από τα γεγονότα. Εκείνο ωστόσο που οδήγησε στην πρώτη μείζονα κρίση της οργάνωσης ήταν από τη μια πλευρά η βιασύνη να αναμετρηθούν εκλογικά με το Κομμουνιστικό Κόμμα, κάτι που τουλάχιστον πρόσκαιρα έβλαψε ολόκληρη την ιταλική Αριστερά, καθώς και οι δύο πλευρές έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους λόγω του εκλογικού συστήματος. Από την άλλη, η χώρα μπήκε σύντομα σε έναν κύκλο βίας που πυροδοτήθηκε από την ακροδεξιάς και δεξιάς εμπνεύσεως «στρατηγική της έντασης»: οι εξελίξεις αυτές σε ένα πρώτο στάδιο οδήγησαν στη διάσπαση του Il manifesto, στην παροδική γιγάντωση της πιο λαϊκής συνιστώσας του, της Εργατικής Aυτονομίας, αλλά τελικά ωφέλησαν το βαθύ κράτος της Ιταλίας και τους ξένους πάτρωνές του. Η πορεία του Μάγκρι στις επόμενες δεκαετίες θα είναι μια παλινδρόμηση ανάμεσα σε σχηματισμούς της ανεξάρτητης Aριστεράς όπως το PDUP, στην αριστερή πτέρυγα του ΚΚΙ και, μετά τη διάλυση του Κόμματος, στην Κομμουνιστική Eπανίδρυση.

Πίσω όμως από αυτές τις πολιτικές περιπέτειες υπάρχει ένα πολιτισμικό και οικονομικό φόντο. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αναμετρήθηκαν σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, από τη μια το όραμα για μια διαφορετική, εναλλακτική και χειραφετημένη ανθρωπότητα και από την άλλη η επέλαση του καταναλωτισμού που έγινε το μίγμα «ιδεών» και συμπεριφορών το οποίο ακόμα στηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό. Στην ίδια την Ιταλία, ο καταναλωτισμός και η ιδεολογική αφασία, που είχαν καταγγείλει άνθρωποι σαν τον Μάγκρι, διέβρωσε πλατιά στρώματα, διέλυσε σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα λαϊκό ιστό, με πολύ βαθιές ρίζες που έφταναν ως την Αναγέννηση και είχαν ανανεωθεί με την αντιφασιστική Aντίσταση, στρώνοντας έτσι τον δρόμο για τον Μπερλουσκόνι και τον Μόντι .



Το Il manifesto προέβλεψε την καταστροφική αυτή πορεία, αλλά δεν μπόρεσε να την ανατρέψει. Το εγχείρημά τους έμεινε λοιπόν ανολοκλήρωτο, και σε πρακτικό επίπεδο ατελέσφορο. Αλλά οπωσδήποτε κανείς δεν μπορεί να τους αρνηθεί την ποιότητα της σκέψης και της δράσης τους, το πολιτικό και το φυσικό τους θάρρος, την αγωνιστικότητά τους. Προτερήματα που έδειξαν και στις σχέσεις τους με τους ξένους συντρόφους τους, ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες, που βρήκαμε σ’ αυτούς όχι συμπαθούντες αλλά ενεργούς συναγωνιστές, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στα δίκτυα υποστήριξης στον αγώνα κατά της Χούντας και στη διάρκεια των δικών του αντιδικτατορικού κινήματος το 1971, συγκλονίζοντας τη Ρώμη με μια μαχητική διαδήλωση πενήντα τουλάχιστον χιλιάδων ανθρώπων.

Κανείς επίσης δεν μπορεί να τους αρνηθεί την ειλικρίνεια και τη δύναμη του ονείρου τους. Στο τελευταίο άρθρο του, ο Μάγκρι, παραπέμποντας στον Μπρεχτ, μιλά ταυτιζόμενος με τον Ράφτη της Ουλμ, έναν άνθρωπο που τον 16ο αιώνα κατασκεύασε μια πτητική μηχανή. Ο επίσκοπος της πόλης τον υποχρέωσε να πετάξει με αυτήν από έναν πύργο και, όταν απέτυχε και σκοτώθηκε, δήλωσε πως είχε οριστικά αποδειχθεί ότι η πτήση του ανθρώπου αποτελεί αυταπάτη. Ο Μάγκρι χρησιμοποιούσε το περιστατικό για να δείξει ότι η έλευση μιας μη εκμεταλλευτικής και καταστροφικής κοινωνίας μπορεί να ακυρώθηκε στον 20ό αιώνα, αλλά είναι δυνατόν να αποτελέσει σήμερα την απαίτηση των καιρών. Με άλλα λόγια, ότι η πτήση προς μια νέα ανθρωπότητα δημιουργίας και δικαιοσύνης, αντίστοιχη με αυτή που ευαγγελιζόταν στην αρχή της Ρωσικής Επανάστασης το Λιετατλίν, η πτητική μηχανή του Τάτλιν, μπορεί να είναι η χειρονομία που μας απομένει, αν θέλουμε να αρνηθούμε τη βαρβαρότητα και την ολοκληρωτική καταστροφή.

Γιάγκος Ανδρεάδης

http://aristerovima.gr/details.php?id=2949