«Είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα η «Φόνισσα». Αν όμως δεν παίρνεις ρίσκα, αν δεν τρομάζεις με αυτό που πας να κάνεις, δεν έχει νόημα. Ιδίως σήμερα. Σε εποχές κρίσης, είτε παραιτείσαι είτε συνεχίζεις πολύ πιο σοβαρά και απαιτητικά.

«Αυτή η γυναίκα, κόρη μάγισσας και με ένα βαθύ διάλογο με τη φύση, είναι τρελή κατ' αρχάς», λέει για το ρόλο της Φραγκογιαν-νούς η Μπέτυ Αρβανίτη
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Εγώ βάζω στον εαυτό μου πάντα δύσκολα. Αυτή τη φορά βάζω ακόμη δυσκολότερα. Γιατί αντιμετωπίζω τα πράγματα με μια αγωνιστικότητα. Δεν είμαι αυτοκτονική».
Η Μπέτυ Αρβανίτη, η «Φόνισσα» στο ομώνυμο παπαδιαμάντειο αριστούργημα, που κάνει πρεμιέρα στις 9 Νοεμβρίου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, γνωρίζει ότι έχει να τα βάλει με έναν «ογκόλιθο». Και, παραδόξως, δεν φοβάται.
Ρισκάρετε φέτος με μια μεγάλη παραγωγή, που επιπλέον αναμετριέται μ' ένα λογοτεχνικό αρχέτυπο.
«Δεν έχω ξαναζήσει τέτοιο πράγμα. Η περίσταση μας αναγκάζει να γίνουμε πιο ουσιαστικοί. Να έχουμε πιο σοβαρά και πιο βαθιά σημεία αναφοράς. Να φύγει η σκόνη, το "λαλά" και το λαϊφστάιλ που κάλυπτε μια πραγματικότητα ψεύτικη».
Η κρίση πιστεύετε πως είναι ευκαιρία για να γλιτώσουμε απ' το λαϊφστάιλ που πότισε και αλλοτρίωσε τον Ελληνα ώς το κόκαλο;
«Το ελπίζω. Κι αισθάνομαι ότι η επιλογή της "Φόνισσας" άπτεται αυτού του μεγάλου αιτήματος. Η γλώσσα της κατ' αρχάς. Ακουμπά σε ρίζες πολύ βαθιές. Η εποχή ζητεί τέτοια σημεία αναφοράς. Πέρα από τη γλώσσα, ο Παπαδιαμάντης κάνει μεγάλη τομή στην ανθρώπινη ψυχή μέσω της ηρωίδας του».
Η διασκευή που συνυπογράφει ο Λιβαθινός με τον Στρατή Πασχάλη εστιάζει αποκλειστικά στην ψυχολογία της αρχετυπικής (αντι-)ηρωίδας. Ποια θα είναι στην παράστασή σας η Χαδούλα η Φράγκισσα, που «ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμή και την ψευτογιάτρισσα» και που αναρωτιέται αν «έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια», φτάνοντας να πιστεύει πως «ό,τι είχε κάμει (τα φονικά μικρών κοριτσιών) το είχε κάμει διά το καλόν».
«Αυτή η γυναίκα, κόρη μάγισσας και με ένα βαθύ διάλογο με τη φύση, είναι τρελή κατ' αρχάς».
Αναφέρεστε σ' αυτό που περιγράφεται ως «ψήλωσε ο νους της»;
«Ναι. Είναι τρέλα. Αλλά το περίεργο και το ενδιαφέρον σ' αυτή την περίπτωση είναι ότι η Φραγκογιαννού μπαινοβγαίνει στην τρέλα. Δεν είναι μόνον τρελή».
Πώς ενσαρκώνεται ένας χαρακτήρας που μπαινοβγαίνει στην τρέλα;
«Κατανοώντας τον και υπερασπίζοντάς τον».
Πώς υπερασπίζεσαι μια γυναίκα που σκοτώνει μωρά και κοριτσάκια;
«Πλησιάζεις τα... μεγέθη αυτά με "τρομώδη συγκίνηση". Και σιγά σιγά αρχίζεις να τα κατανοείς. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι ο παραμορφωτικός φακός διαστρέφει την πραγματικότητα σε κάποιους ανθρώπους. Και τότε ψηλώνει ο νους. Και φτάνει αυτή η γυναίκα να παίζει τον Θεό. Γεννάει και σκοτώνει. Μην ξεχνάμε ότι είναι μια γυναίκα απολύτως στερημένη από παιδί, μια ζωή δούλα των άλλων και με ένα τεράστιο ανικανοποίητο. Οταν για πρώτη φορά στη ζωή της κάνει μια πράξη προσωπική, παίζει τον Θεό. Και μετά, παρ' όλες τις τύψεις, της δημιουργείται η ανάγκη της επανάληψης της πράξης. Γίνεται σίριαλ κίλερ. Προς τα εκεί πηγαίνω προσπαθώντας να την πλησιάσω. Εχω ανάγκη να βρω το "μηχανισμό" της. Από εκεί και πέρα, μια τέτοια πορεία δεν μπορεί να είναι παρά μοναχική και αυτοκτονική. Την κυνηγάνε ακόμα και τα στοιχεία της φύσης. Αν ο ρόλος δεν έχει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας, έχει πάντως κάτι πολύ αρχέγονο και αρχετυπικό».
Πώς μπορούν να αποδοθούν στη σκηνή όσα μου περιγράφετε;
«Ελπίζω να αποδίδονται! Εκείνο που επιδιώκει η παράσταση είναι να μην έχει τίποτα το φολκλόρ. Δεν θα μιλήσουμε για τον Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο και τα χωριουδάκια της Σκιάθου. Από εκεί και πέρα, η ιστορία και η γλώσσα ίσως έχουν τόση δύναμη που πιθανόν το σήμερα να παρασυρθεί από το χθες. Η παράσταση, με άλλα λόγια, είναι δύο κόσμοι. Ο διάλογος ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και στο σήμερα».
Η αισθητική πού παραπέμπει;
«Δεν θα δείτε μια Φραγκογιαννού με τζιν. Ούτε είναι, όμως, και με το φακιόλι».
Το τελευταίο διάστημα κάνετε σερί μόνο σκληρές γυναίκες...
«Δεν με ενδιαφέρει μια προφανώς πολύ καλή γυναικούλα. Γιατί αυτές οι γυναίκες έχουν σύνθετο ψυχισμό. Ετούτη εδώ, φυσικά, ξεπερνά όλα τα όρια. Και είναι πραγματικά ψυχοφθόρο. Ακόμα και στην πρόβα είναι πολύ άγριο να αγγίξεις αυτές τις περιοχές. Γιατί τις αγγίζεις με τα δικά σου υλικά. Η Φραγκογιαννού είναι ένας ρόλος για τον οποίο πρέπει να ανασύρεις όλες τις δυνατές εμπειρίες που έχεις περάσει από ρόλους, απ' τη ζωή, όλες τις τεχνικές. Είναι ατελείωτο το πρόσωπο. Το πιάνεις από εδώ, σου φεύγει από εκεί».
Εχετε αγωνία για τη χρονιά;
«Τεράστια».
Το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας έχει διαμορφώσει το στίγμα του και έχει το σταθερό κοινό του.
«Δεν ξέρω πώς θα λειτουργήσει ο κόσμος φέτος. Είναι ένα ρίσκο. Εχω την ελπίδα ότι θα γίνουν ξεκαθαρίσματα. Οι άνθρωποι όταν δεν έχουν λεφτά δεν κόβουν απ' το ψωμί, κόβουν ίσως απ' την ψυχαγωγία. Η κατάσταση στην πόλη είναι έτσι κι αλλιώς αβίωτη καθημερινά. Περνάμε περίοδο μεγάλου ξεχαρβαλώματος».
Αισιοδοξείτε ότι θα βγει η χώρα απ' αυτό το σκοτάδι;
«Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το σκοτάδι θα μας κάνει με ένα μικρό φακό να δούμε ίσως την ουσία των πραγμάτων, να καταλάβουμε, επιτέλους, ότι δεν προσφέρει μεγάλη ευτυχία η πανάκριβη επώνυμη τσάντα. Οτι έχουμε μια κοινή μοίρα ως είδος και ότι αν δεν είσαι εσύ καλά, δεν γίνεται να είμαι κι εγώ. Ισως αναδυθούν νέες δυνάμεις. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό. Υπάρχει πρόβλημα συστημικό. Η Ευρώπη είναι σε κακή κατάσταση, αν και την κρίση την πληρώνουμε χοντρά εμείς. Υπάρχει αδικία. Βεβαίως και οι φτωχοί θα την πληρώσουν. Αλλά όλοι είμαστε σε έναν ντορβά. Αν ήμουνα 20 χρόνων, θα έφευγα. Δεν μπορεί να θυσιάζονται συνέχεια γενιές».
* Παίζουν οι ηθοποιοί: Μπέτυ Αρβανίτη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λιλή Μελεμέ, Παναγιώτης Παναγόπουλος και Χάρης Χαραλάμπους.
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=320773