Στην μνήμη των...

DIPIE

AVClub Fanatic
13 July 2007
17,261
Μέσα στα τόσα πολλά,που μας διαφεύγουν,στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση με αξιοπρέπεια,είναι η απόδοση της οφειλόμενης τιμής,στους ανθρώπους που τίμησαν την τέχνη στην χώρα μας.

Ενας απ' αυτούς,ήταν ο κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος.Το 2012 έχει ανακηρυχθεί έτος Ν.Βρεττάκου,με πρωτοβουλία της δημόσιας βιβλιοθήκης Σπάρτης.

ceb2cf81ceb5cf84cf84ceb1cebacebfcf83.jpg
katafigio-bretakou.jpg
vrettakosNikiforos.JPG


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αποτελεί έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο οποίος συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με τις πνευματικές, πολιτικές και κοινωνικές αναζητήσεις του ελληνισμού κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Η διαχρονικότητα του έργου του (ποίηση και πεζογραφία, δοκίμιο) είναι δεδομένη καθώς εξακολουθεί να διαβάζεται και να συγκινεί τους αναγνώστες του. Επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ύπαρξη γράφοντας για τη συγκίνηση και τα αισθητήρια, την έννοια της ομορφιάς μέσα στη Φύση, τη δύναμη της μνήμης, την ελληνικότητα μέσα από τη γλώσσα, την ουσία του πολιτισμού.

Βιογραφικό σημείωμα
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο. Από το 1929 έζησε στην Αθήνα ενώ παράλληλα τότε έκανε τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Από το 1946 ως το 1949 εργάστηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (αρχικά στη στήλη του βιβλίου, στη συνέχεια ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής). Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , την κριτική και τη δημοσιογραφία. Με το πραξικόπημα του 1967 αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τιμήθηκε με βαρυσήμαντα βραβεία όπως, μεταξύ άλλων, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1974), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982). Εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1986) και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1991).



Ακόμη........Το 2012 έχει ανακηρυχθεί κι έτος Μανώλη Καλομοίρη,μ' αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων απο τον θάνατό του.


kalomoiris.jpg


Ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962), Σαμιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου και παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής, τα οποία συνεχίζει στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Σπουδάζει στο Ωδείο της Βιέννης (1901-1906) πιάνο, θεωρητικά και σύνθεση. Το διάστημα 1906-1910 διδάσκει στο Μουσικό Λύκειο Ομπολένσκυ, στο Χάρκοβο της Ρωσίας. Το 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών. Το 1919 ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο διευθύνει μέχρι το 1926 που ιδρύει το Εθνικό Ωδείο. Παραμένει στη θέση του διευθυντή μέχρι το 1948 οπότε αναλαμβάνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, θέση που κρατάει μέχρι το θάνατό του.
Διετέλεσε γενικός επιθεωρητής των στρατιωτικών μουσικών, πρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και άλλες διακρίσεις.
Θεμελιωτής της Εθνικής Μουσικής Σχολής στην Ελλάδα, αντλεί την έμπνευσή του από την ελληνική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι, καθώς και από την ποίηση και τη λογοτεχνία της εποχής του. Συνέθεσε πάνω από 220 έργα, τα οποία περιλαμβάνουν ποικιλία ειδών. Ανάμεσά του: πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, συμφωνικά ποιήματα, ένα κοντσέρτο για πιάνο, ένα «κοντσερτάκι» για βιολί, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα και για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά (χορωδιακά, έργα για πιάνο). Έγραψε επίσης μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία.

1abc6a.gif
magio.jpg


«Δεν γίνηκα ούτε καπετάνιος – ή μάλλον έγινα του γλυκού νερού – ούτε γιατρός. Όμως τα τραγούδια της Νενές μου, σαν κάτι να μιλήσανε στην ψυχή μου, σαν κάτι να χαράξανε μέσα στο παιδικό μου υποσυνείδητο και με κρατήσανε δεμένο στη μαγική χώρα των ρυθμών και των ονείρων. Η γιαγιά μου με μάγευε με τα τραγούδια και τα παραμύθια της. Ήξερε ένα σωρό δημοτικά μας τραγούδια και κάθε βράδυ και κάθε πουρνό, με νανούριζε και με ξυπνούσε πότε με το «Λύγκο το Λεβέντη, τον αρχιληστή», πότε με τα «Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά», και καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι μου μ’ αποκοίμιζε με τα παραμύθια της, που μιλούσανε για βασιλοπούλες και για δράκοντες και βασιλόπουλα κι νεράιδες κι αραπάδες και μάγισσες και καλικαντζάρους. Ίσως όμως περισσότερο από τη γιαγιά μου ακόμα, μια άλλη γριούλα να τάραξε την παιδική μου φαντασία, που μένει ακόμη ολοζώντανη στο θυμητικό μου. Η Τσάτσα Μαρούκα, μια τυφλή ξαδέλφη της γιαγιάς μου. Με τ’ άσπρα της μαλλιά τα καλοχτενισμένα και με το σμυρνέικο φεσάκι της, η Τσάτσα Μαρούκα, φάνταζε στην παιδική μου φαντασία σα μάγισσα βγαλμένη από τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Μια μάγισσα, όμως καλή, γεμάτη χωρατάδες, τραγούδια και διηγήματα. Μ’ έπαιρνε στα γόνατά της και μου γλυκόσερνε το παραμύθι της, το αιώνιό της παραμύθι».

<font color="#7A7A7A"><span style="font-family: Georgia"><font size="2"><span style="font-family: arial black">
To view this content we will need your consent to set third party cookies.
For more detailed information, see our cookies page.


.

 
Last edited: