Συμπίεση και επεξεργασία σήματος
Η συμπίεση στο Digital Video (DV) είναι τύπου M-JPEG (Motion Joint Photographic Expert Group). Είναι ένας τρόπος συμπίεσης παρόμοιος με εκείνον του JPEG στη φωτογραφία και μάλλον εξίσου πετυχημένος. Στην περίπτωση του DVένας μηχανισμός ελαττώνει τα δεδομένα αφαιρώντας την πληροφορία από τα σημεία του κάθε καρέ έτσι ώστε το μάτι να μην το αντιληφθεί. Δηλ. προσπαθεί να μειώσει τα δεδομένα σε κάθε καρέ χωριστά, χωρίς να συσχετίζει τα καρέ, δηλ. αφήνει απείραχτη την ακολουθία των καρέ (intra frame).
Τι αφαιρεί; Αφαιρεί ξεχωριστά από το κάθε καρέ πληροφορία σχετική με το χρώμα (ένταση και κορεσμός) τόσο ώστε να μη το καταλάβουμε. Π.χ. αν έχουμε ένα λευκό φόντο ή έναν ουρανό χωρίς σύννεφα, τότε αφαιρεί μεγάλο ποσοστό πληροφορίες χωρίς να το νιώσουμε. Αν όμως έχουμε τη φυλλωσιά ενός δένδρου ή τα μαλλιά μιας γυναίκας, αυτό που θα κόψει είναι σαφώς λιγότερη πληροφορία. Πρόκειται για πολύπλοκη διαδικασία που λαμβάνει υπόψη το ρυθμό διαμεταγωγής δεδομένων και τις ομοιότητας στα στοιχεία του κάθε καρέ. Τελικά η συμπίεση στο DV είναι περίπου 5:1, δηλ. συμπιέζει περίπου 5 φορές τον αρχικό όγκο του υλικού, δηλ. κρατά περίπου το 20% της αρχικής πληροφορίας. Φυσικά ο ρυθμός συμπίεσης δεν είναι σταθερός αλλά μεταβλητός. Έτσι εκεί που έχουμε λιγότερη πληροφορία (ουρανός ή μονοχρωμία), η συμπίεση είναι μεγαλύτερη και εκεί που έχουμε πολύ πληροφορία (π.χ. μια πλακέτα ΗΥ) η συμπίεση είναι μικρότερη. Πάντως τελικά κάθε δευτ. DV καταλαμβάνει 25 ΜΒ στην κασέτα και στην περίπτωση του HD λίγο περισσότερο από 50 MB.
Αντίθετα στην περίπτωση της εγγραφής σε DVD-ROM και σε σκληρό δίσκο (hard disc) τότε οι βιντεοκάμερες χρησιμοποιούν τη συμπίεση MPEG-2 (Moving Picture Experts Group). Το πρότυπο αυτό χρησιμοποιεί την συμπίεση intraframe όπως και οι κασέτες, αλλά χρησιμοποιεί και συμπίεση interframe, δηλ. συμπίεση μεταξύ των καρέ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η βιντεοκάμερα χωρίζει τα καρέ σε ομάδες για να διαχειριστεί το υλικό πιο εύκολα και να το συμπιέσει περισσότερο. Έτσι υπάρχουν καρέ I-frame, αυτά που κρατούν όλη την πληροφορία και τα οποία έχουν συμπίεση intraframe, καρέ p-frame, τα αμέσως επόμενα, τα οποία έχουν ελάχιστη νέα πληροφορία σε σχέση με τα προηγούμενα και τα b-frame, που προσπαθούν να μαντέψουν και να ανασυνθέσουν την πληροφορία του επόμενου καρέ. Έτσι η συμπίεση είναι πολλαπλή, άρα γίνεται δυνατόν να έχουμε σχετικά εύκολα σήμα HIGH DEFINITION αποθηκευμένο σε φθηνά αποθηκευτικά μέσα. Και για να το δούμε συγκριτικά, οι βιντεοκάμερες με MPEG-2 ποτέ δεν γράφουν περισσότερα από 10 μεγα το δευτ. ενώ συνήθως γράφουν σε ρυθμό 5-6 μέγα, άρα καταχωρούν 5 φορές λιγότερη πληροφορία από αυτές που γράφουν σε κασέτα.
Η συμπίεση σε επίπεδο ευκολιών είναι καλό, διότι μας διευκολύνει αφάνταστα. Όμως δεν παύει να μας λείπει πληροφορία. Πληροφορία χρήσιμη όταν η κάμερα κινείται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση (π.χ. χαρούμενη μαμά που τραβά με την κάμερα), ή έχουμε πολλαπλές κινήσεις (π.χ. παιδιά σε παιδικό πάρτι που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση) και σε νυχτερινές λήψεις.
Φυσικά η έλλειψη πληροφορίας γίνεται ακόμη πιο αισθητή όταν πάμε να επεξεργαστούμε το υλικό που έχουμε τραβήξει με κάποιο πρόγραμμα video editing στον ΗΥ μας. Γιατί; Διότι το πρόγραμμα χρειάζεται πληροφορία από όλα τα καρέ για να κάνει τα μαγικά του. Όταν όμως λείπει η πληροφορία από τα p-frames και τα b-frames μπορεί να είναι λάθος (να έχουν μαντέψει λάθος, π.χ. να περιμένουν κίνηση δεξιά και να έρχεται αυτή από τα αριστερά). Έτσι οι δυνατότητες μοντάζ είναι συνήθως πολύ πιο περιορισμένες και φυσικά το αποτέλεσμα υποδεέστερο αυτών που περιμένουμε.
Έτσι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι περισσότεροι επιλέγουν μια κάμερα HIGH DEFINITION με σκληρό δίσκο για την ευκολία της και για τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί όλα τα καλά που παρέχει το DVD και η νέα τους τηλεόραση που είναι FULL HD ή HD READY. Όμως τελικά καταλήγουν με ένα DVD με χαμηλή ανάλυση και έντονο γρέζι στην οθόνη, ειδικά εκεί που έχει κίνηση, μενού ευχάριστα, αλλά τελικό βίντεο ελαφρώς καλύτερο από αυτό που θα πάρουμε από μια κάμερα με DVD-ROM.
Άρα; Άρα αν θέλετε αποκλειστικά την ευκολία σας, πάρτε μια κάμερα με κάρτα SDHC , όπως η ονειρεμένη PANASONIC SDR-S10) και αν θέλετε πραγματικά να δείτε HD πάρτε μια κάμερα με κασέτα, όπως η CANON HV20.
Η συμπίεση στο Digital Video (DV) είναι τύπου M-JPEG (Motion Joint Photographic Expert Group). Είναι ένας τρόπος συμπίεσης παρόμοιος με εκείνον του JPEG στη φωτογραφία και μάλλον εξίσου πετυχημένος. Στην περίπτωση του DVένας μηχανισμός ελαττώνει τα δεδομένα αφαιρώντας την πληροφορία από τα σημεία του κάθε καρέ έτσι ώστε το μάτι να μην το αντιληφθεί. Δηλ. προσπαθεί να μειώσει τα δεδομένα σε κάθε καρέ χωριστά, χωρίς να συσχετίζει τα καρέ, δηλ. αφήνει απείραχτη την ακολουθία των καρέ (intra frame).
Τι αφαιρεί; Αφαιρεί ξεχωριστά από το κάθε καρέ πληροφορία σχετική με το χρώμα (ένταση και κορεσμός) τόσο ώστε να μη το καταλάβουμε. Π.χ. αν έχουμε ένα λευκό φόντο ή έναν ουρανό χωρίς σύννεφα, τότε αφαιρεί μεγάλο ποσοστό πληροφορίες χωρίς να το νιώσουμε. Αν όμως έχουμε τη φυλλωσιά ενός δένδρου ή τα μαλλιά μιας γυναίκας, αυτό που θα κόψει είναι σαφώς λιγότερη πληροφορία. Πρόκειται για πολύπλοκη διαδικασία που λαμβάνει υπόψη το ρυθμό διαμεταγωγής δεδομένων και τις ομοιότητας στα στοιχεία του κάθε καρέ. Τελικά η συμπίεση στο DV είναι περίπου 5:1, δηλ. συμπιέζει περίπου 5 φορές τον αρχικό όγκο του υλικού, δηλ. κρατά περίπου το 20% της αρχικής πληροφορίας. Φυσικά ο ρυθμός συμπίεσης δεν είναι σταθερός αλλά μεταβλητός. Έτσι εκεί που έχουμε λιγότερη πληροφορία (ουρανός ή μονοχρωμία), η συμπίεση είναι μεγαλύτερη και εκεί που έχουμε πολύ πληροφορία (π.χ. μια πλακέτα ΗΥ) η συμπίεση είναι μικρότερη. Πάντως τελικά κάθε δευτ. DV καταλαμβάνει 25 ΜΒ στην κασέτα και στην περίπτωση του HD λίγο περισσότερο από 50 MB.
Αντίθετα στην περίπτωση της εγγραφής σε DVD-ROM και σε σκληρό δίσκο (hard disc) τότε οι βιντεοκάμερες χρησιμοποιούν τη συμπίεση MPEG-2 (Moving Picture Experts Group). Το πρότυπο αυτό χρησιμοποιεί την συμπίεση intraframe όπως και οι κασέτες, αλλά χρησιμοποιεί και συμπίεση interframe, δηλ. συμπίεση μεταξύ των καρέ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η βιντεοκάμερα χωρίζει τα καρέ σε ομάδες για να διαχειριστεί το υλικό πιο εύκολα και να το συμπιέσει περισσότερο. Έτσι υπάρχουν καρέ I-frame, αυτά που κρατούν όλη την πληροφορία και τα οποία έχουν συμπίεση intraframe, καρέ p-frame, τα αμέσως επόμενα, τα οποία έχουν ελάχιστη νέα πληροφορία σε σχέση με τα προηγούμενα και τα b-frame, που προσπαθούν να μαντέψουν και να ανασυνθέσουν την πληροφορία του επόμενου καρέ. Έτσι η συμπίεση είναι πολλαπλή, άρα γίνεται δυνατόν να έχουμε σχετικά εύκολα σήμα HIGH DEFINITION αποθηκευμένο σε φθηνά αποθηκευτικά μέσα. Και για να το δούμε συγκριτικά, οι βιντεοκάμερες με MPEG-2 ποτέ δεν γράφουν περισσότερα από 10 μεγα το δευτ. ενώ συνήθως γράφουν σε ρυθμό 5-6 μέγα, άρα καταχωρούν 5 φορές λιγότερη πληροφορία από αυτές που γράφουν σε κασέτα.
Η συμπίεση σε επίπεδο ευκολιών είναι καλό, διότι μας διευκολύνει αφάνταστα. Όμως δεν παύει να μας λείπει πληροφορία. Πληροφορία χρήσιμη όταν η κάμερα κινείται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση (π.χ. χαρούμενη μαμά που τραβά με την κάμερα), ή έχουμε πολλαπλές κινήσεις (π.χ. παιδιά σε παιδικό πάρτι που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση) και σε νυχτερινές λήψεις.
Φυσικά η έλλειψη πληροφορίας γίνεται ακόμη πιο αισθητή όταν πάμε να επεξεργαστούμε το υλικό που έχουμε τραβήξει με κάποιο πρόγραμμα video editing στον ΗΥ μας. Γιατί; Διότι το πρόγραμμα χρειάζεται πληροφορία από όλα τα καρέ για να κάνει τα μαγικά του. Όταν όμως λείπει η πληροφορία από τα p-frames και τα b-frames μπορεί να είναι λάθος (να έχουν μαντέψει λάθος, π.χ. να περιμένουν κίνηση δεξιά και να έρχεται αυτή από τα αριστερά). Έτσι οι δυνατότητες μοντάζ είναι συνήθως πολύ πιο περιορισμένες και φυσικά το αποτέλεσμα υποδεέστερο αυτών που περιμένουμε.
Έτσι για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι περισσότεροι επιλέγουν μια κάμερα HIGH DEFINITION με σκληρό δίσκο για την ευκολία της και για τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί όλα τα καλά που παρέχει το DVD και η νέα τους τηλεόραση που είναι FULL HD ή HD READY. Όμως τελικά καταλήγουν με ένα DVD με χαμηλή ανάλυση και έντονο γρέζι στην οθόνη, ειδικά εκεί που έχει κίνηση, μενού ευχάριστα, αλλά τελικό βίντεο ελαφρώς καλύτερο από αυτό που θα πάρουμε από μια κάμερα με DVD-ROM.
Άρα; Άρα αν θέλετε αποκλειστικά την ευκολία σας, πάρτε μια κάμερα με κάρτα SDHC , όπως η ονειρεμένη PANASONIC SDR-S10) και αν θέλετε πραγματικά να δείτε HD πάρτε μια κάμερα με κασέτα, όπως η CANON HV20.