Αναφέρθηκε και στο νήμα "Παίζονται τώρα στους κινηματογράφους".
Πρόκειται για επανέκδοση, από τη New Star, της θρυλικής ταινίας του Αλ. Αλεξανδράκη, σε σενάριο Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, με πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Αλεξανδράκη, το Μάνο Κατράκη, την Αλίκη Γεωργούλη, την Αλέκα Παϊζη, τη Σαπφώ Νοταρά, την Αθανασία Μουστάκα, τη Γιάννα Ολυμπίου κ.α.
2 ΒΡΑΒΕΙΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 1961
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ-ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Και βέβαια, με την αριστουργηματική μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ακούγεται και παίζεται ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα τραγούδια του Μίκη: "Βρέχει στη φτωχογειτονιά"
Η ΤΑΙΝΙΑ
Μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον Ελληνικό Κινηματογράφο! Μια από τις λίγες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο ύφος του Ιταλικού Νεορεαλισμού, πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη, άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής…
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, εδώ στο ρόλο του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν, το λιγότερο Αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές που την είδαν ως κομμουνιστική προπαγάνδα ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι, απόκληροι της κοινωνίας, μικροκακοποιοί -όμως υπάρχουν. Είναι εκεί, όσο κι αν ήθελε να τους αγνοήσει η κοινωνία και η αυτάρεσκη αστική τάξη. Σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή πολιτικής και οικονομικής κρίσης, με πρωτοφανή φαινόμενα έξαρσης της φτώχειας και της ανεργίας, οι χαρακτήρες αυτοί δίνουν το δικό τους παρόν, διεκδικούν κι αυτοί μια θέση στο όνειρο, ένα όνειρο που φαίνεται να έχει φτιαχτεί μόνο για άλλους…
Ο Αλεξανδράκης σκηνοθετεί με μέτρο αυτή την εξαιρετικά δυσμενή εικόνα. Δεν είναι ούτε μελοδραματικός ούτε απόλυτα συναισθηματικός. Διαχειρίζεται την εικόνα με ανθρωπιά, αγάπη, αξιοπρέπεια και έτσι αφήνει να διαφανεί η απίστευτη τραγικότητα της ζωής τους, η ματαιότητα των ονείρων τους, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν, οι άθλιες συνθήκες, η μιζέρια, οι κοινωνικές ανισότητες που υφίστανται, οι διαφορετικές ευκαιρίες, η κοινωνική αδικία, η απελπισία τους και το αδιέξοδό τους. Αυτό φυσικά ενόχλησε πολύ εκείνη την εποχή και η ταινία συνάντησε σθεναρή αντίδραση κατά την κυκλοφορία της. Η αρχική εμφάνιση της ταινίας στις αίθουσες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, καθώς, σύμφωνα με τον υφυπουργό τύπου της ΕΡΕ Τριανταφυλλάκο δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας. Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει: «H “Συνοικία το όνειρο” λογοκρίθηκε και ένας αστυνομικός διευθυντής, που σταμάτησε την προβολή της, μας είχε πει: “Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα”. Ευτυχώς που διαμαρτυρήθηκε η Ελένη Βλάχου κι επετράπη τελικά η προβολή της ταινίας, έστω και πετσοκομμένης».
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθηση της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης. Η ταινία δεν προβλήθηκε στις επαρχιακές πόλεις -ειδικά στις “εθνικά ευαίσθητες περιοχές” εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης- παρά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά τελικά τιμήθηκε με 2 βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η ταινία προβλήθηκε επίσης στην ΕΣΣΔ, στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία το 1962 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Οι κριτικοί της εποχής χαρακτήρισαν την ταινία «αριστούργημα» και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη. Πράγματι, η ταινία παίρνει έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα και από το γεγονός ότι μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελληνικής μουσικής συνεργάζονται στο σάουντράκ της: Ο Μίκης Θεοδωράκης, που δεν έχει γράψει συχνά μουσική σε ελληνικές ταινίες, φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες, που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του, περιγράφει τον σπαραγμό αυτών των άμοιρων ανθρώπων. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λαϊκές στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.Οι συντελεστές της ταινίας λοιπόν δίνουν στην ταινία μια ανώτερη καλλιτεχνική ποιότητα, είτε πρόκειται για τον τομέα της μουσικής είτε για το σενάριο το οποίο συνυπογράφουν δύο σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς, είτε πρόκειται για το εξαιρετικό καστ, που ανάμεσά τους, λάμπει η εκπληκτική ερμηνεία του αείμνηστου Μάνου Κατράκη, αυτού του γίγαντα του ελληνικού θεάτρου, ενός από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς που υπήρξαν ποτέ.
Η ταινία είναι το σύνολο της καλλιτεχνικής έμπνευσης πολλών ταλαντούχων ανθρώπων, που κατέθεσαν την τέχνη τους, υποστήριξαν τις προοδευτικές και αγωνιστικές ιδέες τους με ειλικρίνεια και τιμιότητα, και το αποτέλεσμα είναι ένα αληθινό «διαμάντι» του ελληνικού κινηματογράφου, σπάνιο και γνήσιο…
Παίζεται στον κινηματογράφο ΖΕΦΥΡΟ, στα Πετράλωνα, εκεί όπου γυρίστηκε και η ταινία, για να τιμηθεί η συνοικία της ταινίας...
Πηγή
-
Πρόκειται για επανέκδοση, από τη New Star, της θρυλικής ταινίας του Αλ. Αλεξανδράκη, σε σενάριο Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, με πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Αλεξανδράκη, το Μάνο Κατράκη, την Αλίκη Γεωργούλη, την Αλέκα Παϊζη, τη Σαπφώ Νοταρά, την Αθανασία Μουστάκα, τη Γιάννα Ολυμπίου κ.α.

2 ΒΡΑΒΕΙΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 1961
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Β’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ-ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Και βέβαια, με την αριστουργηματική μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ακούγεται και παίζεται ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα τραγούδια του Μίκη: "Βρέχει στη φτωχογειτονιά"
Η ΤΑΙΝΙΑ
Μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον Ελληνικό Κινηματογράφο! Μια από τις λίγες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν στο ύφος του Ιταλικού Νεορεαλισμού, πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη, άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής…
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, εδώ στο ρόλο του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν, το λιγότερο Αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές που την είδαν ως κομμουνιστική προπαγάνδα ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, αλλά πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι, απόκληροι της κοινωνίας, μικροκακοποιοί -όμως υπάρχουν. Είναι εκεί, όσο κι αν ήθελε να τους αγνοήσει η κοινωνία και η αυτάρεσκη αστική τάξη. Σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή πολιτικής και οικονομικής κρίσης, με πρωτοφανή φαινόμενα έξαρσης της φτώχειας και της ανεργίας, οι χαρακτήρες αυτοί δίνουν το δικό τους παρόν, διεκδικούν κι αυτοί μια θέση στο όνειρο, ένα όνειρο που φαίνεται να έχει φτιαχτεί μόνο για άλλους…
Ο Αλεξανδράκης σκηνοθετεί με μέτρο αυτή την εξαιρετικά δυσμενή εικόνα. Δεν είναι ούτε μελοδραματικός ούτε απόλυτα συναισθηματικός. Διαχειρίζεται την εικόνα με ανθρωπιά, αγάπη, αξιοπρέπεια και έτσι αφήνει να διαφανεί η απίστευτη τραγικότητα της ζωής τους, η ματαιότητα των ονείρων τους, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν, οι άθλιες συνθήκες, η μιζέρια, οι κοινωνικές ανισότητες που υφίστανται, οι διαφορετικές ευκαιρίες, η κοινωνική αδικία, η απελπισία τους και το αδιέξοδό τους. Αυτό φυσικά ενόχλησε πολύ εκείνη την εποχή και η ταινία συνάντησε σθεναρή αντίδραση κατά την κυκλοφορία της. Η αρχική εμφάνιση της ταινίας στις αίθουσες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, καθώς, σύμφωνα με τον υφυπουργό τύπου της ΕΡΕ Τριανταφυλλάκο δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας. Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει: «H “Συνοικία το όνειρο” λογοκρίθηκε και ένας αστυνομικός διευθυντής, που σταμάτησε την προβολή της, μας είχε πει: “Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε; Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα”. Ευτυχώς που διαμαρτυρήθηκε η Ελένη Βλάχου κι επετράπη τελικά η προβολή της ταινίας, έστω και πετσοκομμένης».
Η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε με επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθηση της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης. Η ταινία δεν προβλήθηκε στις επαρχιακές πόλεις -ειδικά στις “εθνικά ευαίσθητες περιοχές” εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης- παρά μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά τελικά τιμήθηκε με 2 βραβεία στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η ταινία προβλήθηκε επίσης στην ΕΣΣΔ, στη Βουλγαρία και στην Ουγγαρία το 1962 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Οι κριτικοί της εποχής χαρακτήρισαν την ταινία «αριστούργημα» και μίλησαν πολύ κολακευτικά και για την υπέροχη μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη. Πράγματι, η ταινία παίρνει έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα και από το γεγονός ότι μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελληνικής μουσικής συνεργάζονται στο σάουντράκ της: Ο Μίκης Θεοδωράκης, που δεν έχει γράψει συχνά μουσική σε ελληνικές ταινίες, φτιάχνει εδώ εξαιρετικές μελωδίες, που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας, ενώ την ερμηνεία τους ανέλαβε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την αυθεντική λαϊκή φωνή του και τη δραματικότητά του, περιγράφει τον σπαραγμό αυτών των άμοιρων ανθρώπων. Το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες λαϊκές στιγμές στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.Οι συντελεστές της ταινίας λοιπόν δίνουν στην ταινία μια ανώτερη καλλιτεχνική ποιότητα, είτε πρόκειται για τον τομέα της μουσικής είτε για το σενάριο το οποίο συνυπογράφουν δύο σπουδαίοι λογοτέχνες της εποχής, ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς, είτε πρόκειται για το εξαιρετικό καστ, που ανάμεσά τους, λάμπει η εκπληκτική ερμηνεία του αείμνηστου Μάνου Κατράκη, αυτού του γίγαντα του ελληνικού θεάτρου, ενός από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς που υπήρξαν ποτέ.
Η ταινία είναι το σύνολο της καλλιτεχνικής έμπνευσης πολλών ταλαντούχων ανθρώπων, που κατέθεσαν την τέχνη τους, υποστήριξαν τις προοδευτικές και αγωνιστικές ιδέες τους με ειλικρίνεια και τιμιότητα, και το αποτέλεσμα είναι ένα αληθινό «διαμάντι» του ελληνικού κινηματογράφου, σπάνιο και γνήσιο…
Παίζεται στον κινηματογράφο ΖΕΦΥΡΟ, στα Πετράλωνα, εκεί όπου γυρίστηκε και η ταινία, για να τιμηθεί η συνοικία της ταινίας...
Πηγή
-