- 26 January 2011
- 615
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ ΤΟ 1960
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται σε εισαγωγές που έγραψε ο Eric J. Hobsbawm για νέες εκδόσεις του βιβλίου του Η σκηνή της Τζαζ, το 1989 και το 1992. (1)
Ανέκαθεν η τζαζ όπως και η κλασική μουσική, ενδιέφερε μόνο μια μικρή μερίδα του κοινού, σε αντίθεση όμως με την κλασική μουσική, το ενδιαφέρον γι' αυτήν δεν υπήρξε ποτέ σταθερό. Άλλοτε αυξανόταν αλματωδώς κι άλλοτε βρισκόταν στα κάτω του. Τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και η δεκαετία του 1950 ήταν περίοδοι εντυπωσιακής εξάπλωσης, ενώ στα χρόνια της μεγάλης κρίσης του 1929 (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) ακόμα και το Χάρλεμ προτιμούσε τα απαλά φώτα και τη γλυκανάλατη μουσική απ' τον Ellington και τον Armstrong. Οι περίοδοι κατά τις οποίες το ενδιαφέρον για την τζαζ αυξανόταν ή αναγεννάτο ήταν και οι εποχές που, για λόγους προφανείς για τους εκδότες, οι νέες γενιές των φαν ήθελαν να μάθουν περισσότερα γι' αυτήν.
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε μια τέτοια περίοδος. Η χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1950 τελείωσε απότομα, αφήνοντας την τζαζ αποτραβηγμένη σε μια πικρή και στενάχωρη απομόνωση για είκοσι περίπου χρόνια. Εκείνο που έκανε αυτή την εποχή της απομόνωσης τόσο μελαγχολική και παράδοξη, ήταν ότι η μουσική που σχεδόν δολοφόνησε την τζαζ είχε βγει από τα ίδια σχεδόν σπλάχνα που είχαν γεννήσει και την τζαζ: το ροκ-εντ-ρολλ ήταν, και είναι, εμφανέστατα καρπός του αμερικανικού μπλουζ. Οι νέοι δίχως τους οποίους η τζαζ δεν μπορεί να ζήσει -ελάχιστοι οπαδοί της προσηλυτίστηκαν μετά τα είκοσί τους-, την εγκατέλειψαν, και με εντυπωσιακή μάλιστα ταχύτητα. Τρία χρόνια μετά το 1960, όταν οι Beatles θριάμβευαν σε όλο τον κόσμο, η τζαζ είχε στην ουσία πέσει νοκ-άουτ. «Ο Μπερντ ζει» μπορούσες ακόμα να διαβάσεις σε κάποιον έρημο δρόμο, αλλά το διάσημο νεοϋορκέζικο στέκι που πήρε απ' αυτόν το όνομά του, το Birdland, δεν υπήρχε πια. Η επίσκεψη στη Νέα Υόρκη του 1963 ενός εραστή της τζαζ που την είχε ζήσει τελευταία φορά το 1960, ήταν μια θλιβερή εμπειρία.
Αυτό δε σημαίνει πως η τζαζ εξαφανίστηκε, αλλά ότι τόσο οι μουσικοί της όσο και το κοινό της γερνούσαν, δίχως να ενισχύονται από νέες γενιές. Βέβαια, εκτός των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που ήταν τα βασικά κέντρα του ροκ, το νεανικό κοινό της τζαζ, αν και ήταν μάλλον επίλεκτο κοινωνικά και πολιτιστικά, εξακολουθούσε να είναι σημαντικό και διόλου αμελητέο από οικονομική άποψη. Γι' αυτόν το λόγο, αρκετοί Αμερικανοί τζαζίστες αποφάσισαν σ' αυτές τις δεκαετίες να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, στη Βραζιλία και την Ιαπωνία, στις Σκανδιναβικές χώρες αλλά και στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, η τζαζ μπορούσε ακόμα να επιβιώνει. Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία το κοινό της περιοριζόταν σε μεσήλικες που ήταν νέοι στις δεκαετίες του 1920 και 1930 ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη δεκαετία του 1950. Όπως έλεγε το 1976 ένας γνωστός Άγγλος σαξοφωνίστας: «νομίζω ότι δε θα μπορούσα να βγάλω το ψωμί μου σ' αυτή τη χώρα. Νομίζω κανένας δε θα μπορούσε [...] δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, δεν υπάρχει αρκετό χρήμα [...] Τα δύο τελευταία χρόνια η μπάντα έδωσε περισσότερες παραστάσεις στη Γερμανία παρά εδώ». (2)
Αυτή ήταν η κατάσταση της τζαζ στη δεκαετία του 1960 και στο μεγαλύτερο μέρος του 1970, τουλάχιστον στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Δεν υπήρχε αγορά για την τζαζ. Σύμφωνα με το Billboard International Music Industry Directory του 1972, μόνο το 1,3% των δίσκων και των κασετών που είχαν πουληθεί τη χρονιά αυτή στις ΗΠΑ ανήκε στη τζαζ, έναντι 6,1% που είχε η κλασική μουσική και 75% που είχε η ροκ και τα παρόμοια. Τα τζαζ-κλαμπ έκλειναν, οι συναυλίες τζαζ παρήκμαζαν, οι μουσικοί της πρωτοπορίας έπαιζαν ο ένας για τον άλλο σε σπίτια, και η αυξανόμενη αναγνώριση της τζαζ ως ενός κομματιού της επίσημης αμερικανικής κουλτούρας παρείχε μεν ένα ευπρόσδεκτο εισόδημα σε μη εμπορικούς μουσικούς μέσω των σχολείων, των κολεγίων και άλλων ιδρυμάτων, αλλά ενίσχυε την πεποίθηση των νέων πως η τζαζ ανήκε πλέον στον κόσμο των ενηλίκων. Σε αντίθεση με το ροκ, δεν ήταν η δική τους μουσική. Μόνον όταν φάνηκε μια κάποια εξάντληση της μουσικής ορμής του ροκ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να δημιουργείται κάποιος χώρος για μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γύρω από την τζαζ ως κάτι διαφορετικό από το ροκ. (Μερικοί μουσικοί είχαν, βέβαια, επινοήσει μιαφιούζιον[συγχώνευση] τζαζ και ροκ, προς μεγάλη φρίκη των οπαδών της καθαρότητας ειδικά από την πρωτοπορία, και πιθανόν μέσα απ' αυτό το κράμα η τζαζ να διατήρησε μια κάποια δημόσια παρουσία στα χρόνια της απομόνωσης: μέσα από τον Miles Davis, τον Chick Corea, τον Herbie Hancock, τον Βρετανό κιθαρίστα John McLaughlin και το αυστρο-αμερικανικό ντουέτο των Joe Zawinul και Wayne Shorter στους Weather Report).
Γιατί το ροκ θα έπρεπε να δολοφονήσει τη τζαζ επί μια εικοσαετία;
Και τα δύο είδη είχαν βγει μέσα από τη μουσική των μαύρων Αμερικανών, και ήταν μέσω των μουσικών και οπαδών της τζαζ που τα μπλουζ τράβηξαν την προσοχή ενός ευρύτερου κοινού, πέρα από τις πολιτείες του Νότου και τα γκέτο του Βορρά. Οι λευκοί λάτρεις της τζαζ και των μπλουζ, επειδή ήταν από τους λίγους λευκούς που γνώριζαν τους καλλιτέχνες και το ρεπερτόριο των καταλόγων των «δίσκων για μαύρους» («race record», που διπλωματικά μετονομάστηκαν σε «ρυθμ-εντ-μπλουζ» στα τέλη της δεκαετίας του 1940), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο λανσάρισμα του ροκ. Ο Ahmet Ertegun, ιδρυτής της Atlantic Records, που έγινε μία από τις σημαντικότερες δισκογραφικές εταιρείες ροκ μουσικής, ήταν ένα από τα δύο αδέλφια που για πολύ καιρό ήταν μέλη της μικροσκοπικής διεθνούς κοινότητας των συλλεκτών δίσκων και ειδημόνων της τζαζ. Ο John Hammond, για τον αποφασιστικό ρόλο του οποίου στην ανάπτυξη της τζαζ τη δεκαετία του 1930 έχουμε ήδη μιλήσει, ήταν αυτός που βοήθησε τις καριέρες του Bob Dylan, της Aretha Franklin και, αργότερα του Bruce Springsteen. Τι θα ήταν σήμερα το βρετανικό ροκ δίχως την επίδραση μιας χούφτας ντόπιων φαν των μπλουζ, όπως ο μακαρίτης ο Alexis Korner που ενέπνευσε τους Rolling Stones, ή των φαν της τραντ τζαζ που έφεραν από την επαρχία και τις πόλεις της Αμερικής τραγουδιστές των μπλουζ σαν τον Muddy Waters και τους έκαναν γνωστούς στο Λάνκασαϊρ και το Λάναρκ πολύ προτού στην Αμερική μάθει την ύπαρξή τους ένα ευρύτερο κοινό έξω από τα γκέτο των μαύρων;
1. The Jazz Scene, 1993 (ελληνική έκδοση: Η σκηνή της τζαζ, Εξάντας 1993).
2. J. Skidmore, στο Jazz Now, Λονδίνο 1976, σ. 76.