Μεθύσι Γάμου
Τ’ ἄξαντα ξάνε τά μαλλιά καί ξάνε τά μπαμπάκια
καί στήν ἀνέμη τύλιχτα νά στήσουνε χορό.
Βάλτα στή ῥόκα σου, ὕστερα καί φτιάξε τά ῥουχάκια
καί τό τραγούδι ἄς χύνεται, σάν τήν βροχή ἀργό.
Στά δεντροκλάδια ὁ ἄνεμος μανιάζει με φοβέρα
καί σκούζουν οἱ σφυρῆχτρες τους σάν κόρακες στριγγά.
Καί πάλι σάν τόν ἄρρωστο στενάζει καί βογγᾶ
Μά μεῖς τραγούδια ἄς μέλπομε μαζύ μέ τόν ἀγέρα
τό παραμύθι πέσε μου, ποῦ τό ἔλεγε ἡ Βάβω
τίς χειμωνιάτικες βραδιές στό πλάγι τοῦ μαγκαλιοῦ.
Θυμᾶσαι; τ’ ἀρφανά παιδιά ποῦ τ’αβρανε στόν κάβο,
κρυσταλλομένα μαρμαρομένα ἀπ’ τά φιλιά τά ὁλόκληρα τοῦ χιονιοῦ
τραγούδια καί τήν ἄνοιξη θά βροῦμε σάν τήν φύση
ποῦ ἐμέθυσε καί τά θολά τῆς θάλασσας νερά
στό γάμο μας τό ἀφάνταστο ὑπέρκοσμο μεθύσι
εἶναι κι’ αὐτό ξεφάντωμα εἶναι κι’ αὐτό χαρά.
Ρῶμος Φιλύρας
Ο Κορίνθιος ποιητής του Μεσοπολέμου, τον οποίο ο Βάρναλης χαρακτήρισε ως «τον Ρεμπό της Ελλάδος»