Έρχεται πολιτικό κραχ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εργασιακό και Ασφαλιστικό ενδεχεται να προκαλέσουν κοινωνική έκρηξη με αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα
H κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ετοιμάζεται να γράψει μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελληνικής Δημοκρατίας, ανατινάζοντας με τις δίδυμες βόμβες του Εργασιακού και του Ασφαλιστικού κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών.
Αυτή τη φορά δεν πρόκειται απλώς για άδικη μεταφορά εισοδήματος από τα φτωχότερα στα πλουσιότερα στρώματα, αλλά για κακοήθη μετάλλαξη ολόκληρου του κοινωνικού υποδείγματος. Το Προεδρικό Διάταγμα του Ανδρέα Λοβέρδου για το Εργασιακό καθιερώνει ένα σύστημα ενθάρρυνσης και πριμοδότησης των απολύσεων και της εργασιακής επισφάλειας, θεσμοθετεί τη «γενιά των 515 ευρώ», καταργεί τη διαιτησία –κάτι που ούτε καν το διαβόητο Μνημόνιο ΔΝΤ – ΕΕ προέβλεπε– και υπονομεύει καίρια τις συλλογικές συμβάσεις.
Ανατροπή κατακτήσεων
Σε συνδυασμό με την εκθεμελίωση των συντάξεων, πρόκειται για ανατροπή των πλέον θεμελιωδών εργατικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, συγκρίσιμη μόνο με τον κοινωνικό ακρωτηριασμό που έφεραν στη Χιλή του Πινοτσέτ τα διαβόητα «Σικάγο μπόις», οι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοφιλελευθερισμού. Το κεντρικό στοιχείο της ανατροπής είναι η προσπάθεια να χτυπηθούν καίρια τα συνδικάτα και κάθε ίχνος συλλογικής διαπραγμάτευσης, ώστε να εκπέσει η εργατική τάξη σε καθεστώς πληβειακής «μάζας» τρομοκρατημένων ατόμων, πάντα πρόθυμων να εργαστούν περισσότερο για λιγότερα – μονομάχοι ριγμένοι στο Κολοσσαίο του σύγχρονου, «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού, με έπαθλο την απλή επιβίωση.
Η επιλογή του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς να προωθήσει μια κοινωνική αντεπανάσταση που ξεπερνά και τα πιο τρελά όνειρα της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με όρους κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), είναι ακόμη περισσότερο εξοργιστική, καθώς ουδεμία σχέση έχει με τη δημοσιονομική κρίση της χώρας. Ακόμη κι αν υποτεθεί, για οικονομία της συζήτησης, ότι η κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος –που δεν συμβάλλει, διότι ενισχύει την ύφεση και μειώνει τα κρατικά έσοδα–, εύλογα τίθεται το ερώτημα σε τι ωφελούνται τα δημόσια ταμεία από περισσότερες και φτηνότερες, για τους εργοδότες, απολύσεις στον Ιδιωτικό Τομέα; Σε τίποτα – αντίθετα, τα δημόσια ταμεία θα επιβαρυνθούν, αφενός μεν λόγω περισσότερων επιδομάτων ανεργίας, αφετέρου δε λόγω συρρίκνωσης της κατανάλωσης.
Εάν ήθελε η κυβέρνηση πραγματικά να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό πρόβλημα, θα έπρεπε να ξεκινήσει από την τρομακτική υστέρηση εσόδων λόγω του ταξικού, φορολογικού συστήματος, που φέρνει την Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των 15 κρατών της Ευρωζώνης: Λόγω των νόμιμων φοροαπαλλαγών και της παράνομης φοροδιαφυγής, το ποσοστό των φορολογικών εσόδων στο ΑΕΠ είναι, στην Ελλάδα, μόλις 20,4%, σε σύγκριση με το 24,3% της Γερμανίας, το 26,9% της Γαλλίας, το 30,5% της Βρετανίας, το 35% της Σουηδίας και το… 47,4% της Δανίας! Είναι προφανές, επομένως, ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική κρίση ως απλό πρόσχημα για να ικανοποιήσει πάγιες αξιώσεις των επιχειρηματιών, κατά το «βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμπόσους».
Η εξοντωτική αντιμεταρρύθμιση από ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία με διαπρύσιες καταγγελίες του νεοφιλελευθερισμού και το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» στερείται και της πλέον στοιχειώδους λαϊκής νομιμοποίησης. Επιπλέον, τίθεται πελώριο θέμα δημοκρατικής τάξης. Η κυβέρνηση δεν είχε κανένα ηθικό και πολιτικό δικαίωμα να ανατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη όλα τα δεδομένα που αφορούν τη δουλειά, τη ζωή, την υγεία και την ασφάλιση 6 εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς καν να τοποθετηθούν ονομαστικά, ένας ένας, ώστε να αναλάβουν τις ευθύνες τους ενώπιον του λαού και της ιστορίας οι 300 της Βουλής των Ελλήνων. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου επέλεξε αρχικά τον ασφαλή δρόμο του Προεδρικού Διατάγματος, προφανώς γιατί έτρεμε το ενδεχόμενο ανταρσιών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ –όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ο Ανδρέας Λοβέρδος, υπό την πίεση των εντονότατων αντιδράσεων, πιεζόταν να φέρει το θέμα στη Βουλή–, συνιστά απόπειρα κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος.
Οι Συμπληγάδες του Εργασιακού και του Ασφαλιστικού απειλούν να αποδειχθούν μοιραίες για το ΠΑΣΟΚ, το οποίο διανύει μια κρίση ανάλογη, από ορισμένες απόψεις, με εκείνη που συγκλόνισε την Αριστερά το μοιραίο 1989. Όπως η Αριστερά στιγματίστηκε και διασπάστηκε από τη συγκυβέρνηση με τη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία, έτσι και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου στιγματίζεται από τη συμπόρευσή του με την πιο νεοφιλελεύθερη πτέρυγα της Δεξιάς, υπό την Ντόρα Μπακογιάννη και τη στήριξη της πολιτικής του από το ΛΑΟΣ. Η υποβόσκουσα κρίση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ πιθανό ότι θα αποκτήσει διαστάσεις πραγματικής ανταρσίας με αφορμή την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, όπου η κυβέρνηση Παπανδρέου θα εισπράξει τη συσσωρευμένη οργή για το ΔΝΤ, το Μνημόνιο και το Εργασιακό.
Κρίση πολιτικού συστήματος
Ωστόσο, η κρίση του πολιτικού συστήματος δεν περιορίζεται στο ΠΑΣΟΚ και στους απροσδόκητους συνοδοιπόρους του. Η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά δεν μπορεί να εκφράσει τη διάχυτη δυσαρέσκεια, καθώς μια μαχητική γραμμή λαϊκής Δεξιάς δεν συνάδει με τις προδιαγραφές ενός συντηρητικού, αστικού κόμματος εξουσίας. Γι’ αυτό αναγκάζεται να ακολουθεί μια αμήχανη τακτική, η οποία την εκθέτει ως συνένοχο με την κυβέρνηση, χωρίς, κατά πάσα πιθανότητα, να αποφύγει τη διάσπαση από τη μητσοτακική πτέρυγα.
Αλλά και η Αριστερά, παρά τις ιδανικές συνθήκες να αναδειχθεί στο μοναδικό πόλο έκφρασης της λαϊκής αγανάκτησης, καθηλώνεται σε νεκρό σημείο με τις παραλυτικές, εμφύλιες διαμάχες. Αδυνατεί να συγκροτήσει την αναγκαία κρίσιμη μάζα και να προβάλλει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση όχι για τον ιδανικό κόσμο των καλύτερων σοσιαλιστικών ονείρων της, αλλά για το σκληρό παρόν της δημοσιονομικής κατάρρευσης και της πειρατικής επιδρομής ΔΝΤ – ΕΕ. Η αποχώρηση της δογματικής στον ευρωπαϊσμό της «ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ, τα διαλυτικά φαινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ και ο μοναχικός δρόμος του ΚΚΕ συγκρούονται κατάφωρα με την αγωνιώδη κραυγή των αγωνιστών της αριστερής βάσης για ένα ευρύ μέτωπο σωτηρίας των λαϊκών δικαιωμάτων και αντίστασης στην ιδιόμορφη οικονομική «κατοχή» της χώρας.
Με αυτά τα δεδομένα, το πολιτικό σκηνικό βαδίζει ολοταχώς προς μια γενικευμένη, συστημική κατάρρευση. Πρόγευση των μελλούμενων μας έδωσε η πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB, η οποία έφερε το άθροισμα ΠΑΣΟΚ – ΝΔ κάτω από το 50%, πρώτο κόμμα την «αδιευκρίνιστη ψήφο», δημοφιλέστερο πρωθυπουργό τον «κανένα» και εκτόξευση της αντισυ-στημικής ψήφου και της αποχής. Όποιος έχει αφτιά και ακούει τις κραυγές και τους ψιθύρους του κοινωνικού σώματος αντιλαμβάνεται ότι πλανιέται στην ατμόσφαιρα κάτι από το «Que se vayan todos» («Να φύγουν όλοι») που σφράγισε τη μεγάλη εξέγερση της Αργεντινής. Και ότι κάτω από τη φαινομενική μοιρολατρία κυλά μια λάβα παλλαϊκής αγανάκτησης, που σύντομα –ίσως στη γενική απεργία της 29ης Ιουνίου, ίσως στα «Ιουλιανά» που είναι πιθανό να ακολουθήσουν– θα βρει το δρόμο της προς την επιφάνεια. Από όλους τους πόρους της ελληνικής κοινωνίας, μαζί με την αγωνία και την οργή, αναδύεται η δίψα για νέους, άφθαρτους πολιτικούς σχηματισμούς. Όσοι πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν να περάσουν χωρίς σοβαρές απώλειες τη σύγχρονη «πράξη υποτέλειας», που υποθηκεύει το μέλλον γενιών Ελλήνων στους διεθνείς τοκογλύφους, κινδυνεύουν να έχουν την τύχη εκείνων που, χαλαροί χαλαροί, άναψαν τσιγάρο ύστερα από ένα πικνίκ πάνω σε πυριτιδαποθήκη.