- 17 June 2006
- 14,350
Αυτό που βασικά φταίει, κατά βάθος, είναι πως, στην ουσία, δεν ήταν μουσικός: ήταν ζωγράφος και γλύπτης. Οσον αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και προσλαμβάνει τον κόσμο γύρω του, τον κρίνω με τα ίδια κριτήρια που κρίνω τον Νταλί, τον Jean Dubuffet ή τον Whyndam Lewis.
Σχεδόν ολόκληρη η Τέχνη είναι, νομίζω, στο σύνολό της, μία ολομέτωπη επίθεση στην καθεστηκυία κατάσταση των πραγμάτων - τόσο από άποψη έκφρασης, γλώσσας, όσο και από τη σκοπιά ηθικών/πολιτικών αξιών. Η διαφορά, συνήθως, είναι στο σερβίρισμα: υπάρχουν αυτοί που, από την αρχή, διαλέγουν το δρόμο της ολοκληρωτικής ρήξης με ό τι προηγήθηκε. Και υπάρχουν οι άλλοι που παίρνουν την παράδοση, τη διαφυλάσσουν, την εξελίσσουν και βαθμηδόν την αλλάζουν, συνέχεια, μέχρι που, στο τέλος, την κάνουν αγνώριστη. Οσον αφορά τη μουσική γλώσσα, ο Chopin και ο Debussy είναι τυπικά παραδείγματα της δεύτερης περίπτωσης. Η Σχολή της Βιέννης (Schoenberg, Webern, Berg) ανήκει στην πρώτη.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και σ ένα τελείως διαφορετικό μορφικά ιδίωμα, ο Captain Beefheart διέτρεξε ολόκληρο το φάσμα: το Trout Mask Replica και το Lick My Decals Off, Baby εκπροσωπούν τη ρήξη. Ζουρλομανδύας και salto mortale στο κενό, χωρίς ζώνη ασφαλείας. Οι μετέπειτα δίσκοι του ενσωματώνουν αυτή τη ρήξη με τρόπο μαγικό και, ταυτόχρονα, καταφέρνουν να ακούγονται υπέροχοι και απείρως πιο …φιλικοί. Ακούς σήμερα αυτό το ακραία επιθετικό μίγμα από Delta blues, free jazz και ποπ και αδυνατείς να καταλάβεις πως και δεν βρήκε μια θέση κάτω από τον ήλιο.
Ο Captain δεν γούσταρε καθόλου να εξασκείται στο σαξόφωνο. Στα 'Japan In A Dishpan' και 'Flash Gordon’s Ape' -από το Decals…- οι κιθάρες αρχίζουν να ξεδιπλώνουν δύο παράλληλα σχήματα οστεώδη και γεμάτα γωνίες. Δύο ντράμερς που μοιάζουν κλειδωμένοι σε άλλο δωμάτιο ο καθένας, χωρίς κανείς τους να ακούει τι παίζει το υπόλοιπο γκρούπ. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Captain παίρνει το σαξόφωνο και τα χώνει με τις πάντες σ ένα κακόφωνο σόλο που σου ξεριζώνει το σκάλπ. “Αυτός είναι! Αυτός ακριβώς που ακούτε εκεί μέσα!” λέει ο Moris Tepper, κιθαρίστας του από το 1975 και δώθε. “Εφτιαξε αυτή τη μουσική, και μετά ακούει τους μουσικούς να την παίζουν, και το κομμάτι ακούγεται υπέροχο, και αυτός, με κάποιο περίεργο τρόπο νιώθει πως δεν είναι πιά μέρος του, και παίρνει το σαξόφωνο, δίκην πυροσβεστικής μάνικας, και αρχίζει να το ραντίζει”.
Αναφορά (Moris Tepper): The Wire, issue 170, April 1998.