- 17 June 2006
- 14,350
Είναι δεκαετία του ’50 και η Αμερική είναι με τα μπούνια μέσα στο Μακαρθισμό. Στη τζάζ, το swing δεν λέει πιά σχεδόν τίποτα σε κανέναν: δεν είναι πια ο καθρέφτης που το έθνος θέλει να βλέπει τον εαυτό του, ανήκει σε άλλες, περασμένες εποχές, πιο αισιόδοξες και πιο αθώες. Το bebop ήρθε και φεύγει: τώρα το φρούτο τελευταίας εσοδείας είναι η cool.
Για τις μεγάλες ορχήστρες, αυτή περιγράφεται σαν η περίοδος των παγετώνων που τις βρίσκει να σβήνουν μία μία σαν τους βροντόσαυρους. Είναι η εποχή που εικονογραφεί εξαιρετικά το New York, New York του Μάρτιν Σκορσέζε.
Η ορχήστρα του Duke Ellington σε αυτά τα χρόνια της χολέρας, ίσα ίσα που τη βγάζει, με μεγάλες περικοπές στο προσωπικό και στους μισθούς αυτών που απέμειναν. Μεροδούλι μεροφάϊ, μειώνουν τις τιμές των εισιτηρίων τους και παίζουν κάθε βράδυ, μια ατέλειωτη και ψυχοφθόρα σειρά από κονσέρτα σε κακόφημα κλάμπ, συνοικιακά σινεμά και όπου αλλού βρούν. Ο Duke θεωρείται περίπου ένας έμπορος νοσταλγίας που ανακυκλώνει κάποιες παλιές επιτυχίες του που κάτι θύμιζαν στους παλιότερους. Ιούλιο του 1956 τους καλούν να παίξουν στο φεστιβάλ του Νιούπορτ. Μέσα σε μια νύχτα, το τοπίο έρχεται τα πάνω κάτω. Αφορμή είναι ένα κομμάτι που ο Duke είχε γράψει το 1937: Diminuendo and Crescendo in Blue. Τυπικός Ellington: χορευτικός αλλά τόσο κομψεπίκομψος και φροντισμένος που δεν σου κάνει καρδιά να τον χορέψεις - θέλεις να κάτσεις παράμερα, να τον ακούς και να μην τον χορταίνεις. Ο Duke, σε μια στιγμή που η ρύθμ σέξιον την έχει καταβρεί και “δουλεύει ρολόϊ”, ζητάει από τον σαξοφωνίστα του, τον Paul Gonsalves, να στολίσει το ακρόαμα με ένα σόλο. Mετά από τον ογκόλιθο Ben Webster, ο Duke πάντα έχει στο τενόρο μεγάλους σαξοφωνίστες. Ο Gonsalves, περιχαρής, απαντά με έναν blues αυτοσχεδιασμό διάρκειας εξήμισυ λεπτών που “στέλνει” το κοινό, του τραβάει μια κλωτσιά και το εξακοντίζει σε Βακχική έκσταση. Το πλήθος παθαίνει παράκρουση. Είναι μία από εκείνες τις στιγμές που γράφεται η ιστορία.
Αρχίζει στα 3.48’, μια ρευστή ραψωδία που βάζει φωτιά στα τόπια, οι νότες ξεχύνονται σαν καταρράκτης και νιώθεις πως θα ανοίξουν τα ηχεία και θα πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ζωή και κίνηση και σκέτο ποίημα, είναι κάτι ανάμεσα σε στριγκλιά και κορνάρισμα, πρωτόγονος, βραχνός λαρυγγισμός, γεμάτος αρρενωπή βαρβατίλα. Ο ήχος κόβει σαν μαχαίρι και απλώνεται σαν βούτυρο. Μέσα του ακούς ολόκληρη την παράδοση από τις μπάντες της Νέας Ορλεάνης, το vaudeville, τον Gershwin και τις αυθάδικες τσιρίδες του Rhythm & Blues. Χορεύει ξεσαλωμένος, τη μια παίζει σκανταλιάρικα παιχνίδια με τις συμβατικές δομές των blues, την αμέσως επόμενη γίνεται ασυμμετρικός, φιλέρευνος γκροτέσκος, γκαστρωμένος με όλα τα ρεύματα που έχουν προηγηθεί από αυτόν, από τη συλλογική πολυφωνία του Dixieland μέχρι τη νευρική “μουσική στενογραφία” του bebop. Μέσα στο γενικό μπάχαλο, μέχρι να πείς κίμινο, η μελωδία μοιάζει να αλλάζει συνέχεια ρούχα και να ανανεώνεται ξανά και ξανά με τρόπους μαγικούς. Εχεις την εντύπωση πως ακούς κάτι εξαιρετικά οικείο αλλά σου το σερβίρουν με καινούργια καρυκεύματα και τρόπους που το καθιστούν κυριολεκτικά αγνώριστο.