- 17 June 2006
- 14,350
Ο Anton Bruckner δεν είναι ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητές μου, ούτε είναι ανάμεσα σ αυτά που μπορώ να ακούω όλες τις ώρες. Σε γενικές γραμμές, σαν άκουσμα, δεν είναι καθόλου εύκολος: η μουσική του μου φέρνει στο νού ανηφόρα. Σκοτεινό ποτάμι.
Ο Anton Bruckner θεωρούσε τη μουσική σαν αποθέωση της συμμετρίας κι έχτιζε τις συνθέσεις του σαν τους μεγαλόπρεπους καθεδρικούς ναούς που βλέπει κανείς στις μητροπόλεις της Δύσης: λαμπρές, όλο επισημότητα και χλιδή, με απύθμενο πνευματικό βάθος, ωκεανούς από τρικυμισμένες συγκινήσεις, ηφαίστεια, επικά και ερεβώδη.
Ο τι ισχύει για τις Συμφωνίες του, ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό για τα χορωδιακά του. Ξεχνάς όσα σου έμαθε ο Χρυσός Αιώνας του μπαρόκ με τις καντάτες και τα μοτέτα: η γραφή του είναι στον αντίποδα, αυστηρή και απέριττη, χωρίς καλλωπισμούς και στολίδια. Ο τι της λείπει από φτιασίδια, μοιάζει να το κερδίζει σε αμεσότητα και δύναμη.
Το Te Deum του είναι αβάσταχτο. Με τα πρώτα κιόλας μέτρα του σε πιάνει απ το λαιμό. Η μελωδία σχεδόν λάμπει με την απουσία της, τα tempi μοιάζουν στατικά εως αναλλοίωτα και η ένταση κλιμακώνεται συνεχώς.
Οι Σονάτες για πιάνο του Beethoven είναι, από μόνες τους, ένας ολόκληρος κόσμος. Οι τελευταίες 6 (Νο. 27-32), είναι το αποκορύφωμα της πιανιστικής βιρτουοζιτέ, μιά απίστευτη δοκιμασία που αποτελεί πρόκληση ζωής για κάθε μεγάλο μουσικό. Πέρα απ αυτό όμως, στη διάρκειά τους, ακούς τις ακαδημαϊκές φόρμες να τρίζουν κάτω από ολομέτωπη επίθεση, καθώς ο συνθέτης επανεξετάζει συνέχεια θέματα αρμονίας, μέτρου, έντασης, μορφής.
Την πιο ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου κατέχει η λιγότερο γνωστή απ αυτές, η Νο. 27, Op. 90. Οι ρυθμικές και αρμονικές προοπτικές της είναι απίστευτα πλαστικές και μοντέρνες. Η ελευθερία που δίνει στον εκτελεστή είναι αδιανόητη. Την έχω ακούσει σε πολλές εκδοχές, άλλοτε παιγμένη επιθετικά με υπερτονισμένες τις αρχιτεκτονικές της λεπτομέρεις, άλλοτε ρομαντική με υπογραμμισμένο το συναίσθημα, άλλοτε με την έμφαση στο λυρισμό που αξιοποιεί τον τεράστιο μελωδικό της πλούτο – πάντα έχει κάτι να πεί, είτε την προσεγγίζουν Κλασσικά, είτε στα χέρια των εξτρεμιστών. Αλλά εμένα με τρελλαίνει πάνω απ όλα αυτή η εναλλαγή, το πήγαινε-έλα, από το ανελέητο σφυροκόπημα στα σπαράγματα μελωδίας γεμάτης μελαγχολία, αυτός ο θρίαμβος της θλίψης πριν την αβυσσαλέα σιωπή – το δικαίωμα να κοιμάσαι μόνος, με κρύα καρδιά.
Ο Gaby Kerpel είναι πιανίστας με εντυπωσιακή ακαδημαϊκή παιδεία που έφθασε στην ηλεκτρονική μουσική μέσα από το avant garde θέατρο και τον σύγχρονο χορό. Γεννημένος στο Μπουένος Αϋρες, ζεί στο πολυ-πολιτισμικό χωνευτήρι της Νέας Υόρκης. Τον παρομοιάζουν με διασταύρωση του Manu Chao με τον Pascal Comelade, μιά περιγραφή που δείχνει πετυχημένη και ταυτόχρονα δεν λέει τίποτα. Ο Gaby Kerpel το 2003, κυκλοφόρησε στη Nonesuch ένα άλμπουμ με τίτλο Carnabailito, έναν δίσκο που ανακατεύει τη folk με την ηλεκτρονική μουσική. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, του πήρε 15 χρόνια σκληρής δουλειάς. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολικός. Αυτό που ξέρω, είναι πως το Carnabailito, είναι γεμάτο εκπλήξεις και κερδίζει άνετα μια θέση ανάμεσα στους πιο πειραματικούς και ενδιαφέροντες δίσκους της δεκαετίας που διανύουμε. Απ όσο ξέρω είναι ήδη καταργημένο αλλά με λίγο ψάξιμο το βρίσκει κανείς σχετικά εύκολα. Αξίζει τον κόπο.
Πρόκειται βασικά για ένα άκουσμα μινιμαλιστικό και πολύ ιδιαίτερο που έχει σαν βάση παραδοσιακά folk ιδιώματα της Νότιας Αμερικής. Ο Kerpel επεμβαίνει πάνω τους, τα επεξεργάζεται με samples από παραδοσιακά και ηλεκτρονικά όργανα, φλάουτα των Μάγιας, calimba, charango και ακορντεόν, κουαρτέτα εγχόρδων, φωνητικά, ηλεκτρική κιθάρα και κρουστά. Το αποτέλεσμα, ώρες ώρες είναι περίεργο και παράξενα οικείο, υπαινικτικό, αφηρημένο,– άλλες πάλι φορές, σ αφήνει άφωνο με την επινοητικότητά του στις ηχητικές του πηγές: οικιακό DIY που ακούγεται σαν να έρχεται από το μακρινό διάστημα, λούπες εμφυτεύονται πάνω σε παιδικά τραγουδάκια και τα κάνουν να ηχούν αλλόκοσμα και κλειστοφοβικά.