- 17 June 2006
- 14,350
Mozart: Piano Concerto K.466 (no. 20)
Το κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα Κ.466 του Μότσαρτ είναι το 20ό από τα 27 που έγραψε συνολικά.
Αν κάποιος θέλει να έχει μόνο ένα κοντσέρτο για πιάνο του Μότσαρτ, αυτό θα πρέπει να είναι το Κ.466. Θα χάσει πάρα πολλή υπέροχη μουσική -κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να αγνοηθεί κανένα από το 19ο (Κ.459) μέχρι το 27ο (Κ.537) συν οπωσδήποτε το 'Jeunhomme' και το 17ο (Κ.453). Αλλά αυτά μπορείτε, κατά κάποιο τρόπο, να τα αφήσετε για αργότερα. Το Κ.466, καλά θα κάνετε να το ακούσετε...χθές.
Το κοντσέρτο αυτό ξαπόστειλε τον Haydn στο περιθώριο και στη λήθη για 100 περίπου χρόνια. Ηταν το πιο αγαπημένο του Μπετόβεν, αυτό που του άρεσε να παίζει και για το οποίο έγραφε καντέντσες. Καθόλου τυχαία το έργο αυτό προαναγγέλει τον Μπετόβεν τον οποίο μοιάζει να κουβαλάει εν σπέρματι. Είναι ένα από εκείνα τα λιγοστά έργα μετά από τα οποία τίποτα πια δεν είναι ίδιο: αυτά που, σαν ατσάλινη λεπίδα, σκάβουν ένα βαθύ χάσμα που χωρίζει το 'πριν' από το 'μετά' και αλλάζουν εκ βάθρων όχι απλά ένα εκφραστικό ιδίωμα αλλά ολόκληρη τη γλώσσα. Το Κ.466 μοιάζει να μιλάει 'έξω απ τα δόντια' για πράγματα στα οποία η μουσική, μέχρι τη γέννησή του, τολμούσε να αναφερθεί μόνο ...'παιχνιδιάρικα': είναι μία αυθεντική και απροκάλυπτη τραγωδία, ένα λαμπερό μαύρο διαμάντι - ένα έργο γεμάτο μνήμες από οτιδήποτε προηγήθηκε από αυτό αλλά που, ταυτόχρονα, τολμάει να είναι ανερυθρίαστα προσωπικό: που ακτινοβολεί ασύλληπτο πνευματικό και συγκινησιακό περιεχόμενο και, μαζί, μιά δραματική δύναμη που δεν μπορείς πια να εξωραΐσης χαρακτηρίζοντάς την όμορφη, 'πεταχτή' ή 'χαριτωμένη' – είναι διονυσιακή, ακραία εμπρηστική: αυτά για τα οποία μιλάει και, πολύ περισσότερο, αυτά που υπαινίσσεται σου παγώνουν τη ραχοκοκκαλιά. Μαζί με τον Don Giovanni, το Κ.466 είναι ο βασικός 'υπαίτιος' για τη 'δαιμονική' φήμη που, πολύ σωστά, κυνηγούσε το όνομα του Μότσαρτ σε ολόκληρη, τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Το κοντσέρτο γράφτηκε το 1785, όταν ο δημιουργός του ήταν 29 ετών. Το συνέθεσε 'πακέτο' μαζί με το επίσης αριστουργηματικό Κ.467, αυτό που ο πολύς κόσμος ξέρει σαν 'κοντσέρτο Ελβίρα Μάντιγκαν', από την ομώνυμη πανέμορφη ταινία του Μπο Βίντερμπεργκ (1967).
Το Κ.466, όταν πρωτοπαρουσιάσθηκε, δεν έκανε ιδιαίτερα μεγάλο 'ντόρο': το κοινό μάλλον τρόμαξε, σάστισε και το υποδέχθηκε αμήχανα. Ο Μότσαρτ πέθανε το 1791. 7 ή 8 χρόνια μετά, οι μουσικοί που έσκηψαν πάνω στο Κ.466 άρχισαν να το ανακαλύπτουν έκθαμβοι. Αυτό που ξεδιπλώθηκε μπροστά τους απασχολεί εδώ και 2 αιώνες τους μουσικολόγους και έχουν χυθεί τόννοι από μελάνι στην προσπάθεια να το αναλύσουν. Βλέπετε, με το κοντσέρτο αυτό, ο Μότσαρτ κάνει ένα πήδημα πίστης στο κενό και ξεπερνάει ολόκληρο το ιδίωμα της φόρμας, μιά για πάντα. Σταχυολογώ από το εξαιρετικό δοκίμιο του Charles Rosen ο οποίος μάζεψε και συνόψισε τα πιο σημαντικά από όσα γράφτηκαν για το έργο πριν από αυτόν, στη μελέτη του The Classical Style (1971):
'Δεν είναι (το Κ.466) ανώτερο από τα κοντσέρτα του που προηγήθηκαν - τα επίπεδα στα οποία είχε φτάσει επανειλημμένα πρωτύτερα ήταν ήδη πάρα πολύ υψηλά. Αλλά η επιρροή του συγκεκριμένου έργου, ιστορικά, είναι τρομαχτική: το Κ.466, ακριβώς όπως η Συμφωνία του Διός ή ο Ντον Τζιοβάννι, είναι ένα έργο που υπερβαίνει την ίδια του την τελειότητα: δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί απλά σαν κοντσέρτο, ακόμη κι αν αποτελεί υποδειγματικό ορόσημο για τη φόρμα. Γιατί το Κ.466 είναι επίσης ορόσημο και μάλιστα κομβικής σημασίας και για την ιστορία της Συμφωνίας ή για εκείνη της όπερας, ακριβώς όπως οι 'Γάμοι του Φίγκαρο' δημιουργούν, από το πουθενά, έναν καινούργιο κόσμο όπου σμίγουν η όπερα με τη μουσική δωματίου'.
Ο Rosen προχωράει και εξηγεί πως αυτό το καινούργιο στοιχείο που κομίζει το Κ.466 είναι ένα φοβερό βήμα εμπρός για την εποχή του από άποψη καθαρής μουσικής διάνοιας. Το κοντσέρτο, με το 'Καλημέρα', χτυπάει σημείο βρασμού και οι τεχνικές του Μότσαρτ στο να συντηρεί και να αυξάνει συνεχώς τη ρυθμική του κίνηση, σε μιά αέναη και διαρκή κλιμάκωση, πέρα από περίπλοκες και άκρως πρωτοποριακές, αποτελούν, από μόνες τους, ένα συγκλονιστικό ορισμό Υψηλότατης Καλλιτεχνίας αδιανόητο μέχρι τότε αλλά και για αρκετά χρόνια αργότερα. Το επιτυγχάνει με μιά μεγάλη ποικιλία απο 'στρατηγικές': εδώ, το αριστερό και το δεξί χέρι του πιανίστα διπλασιάζουν το tempo, εκεί μπαίνουν τα κόρνα και φέρνουν τα πάνω κάτω, παραπέρα η αρμονία που μέχρι τότε άλλαζε σε κάθε μέτρο αρχίζει να μεταβάλλεται 3 φορές κάθε 2 μέτρα κλπ κλπ.
Λένε πως τα κοτσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ μπορούν κάλλιστα να παιχθούν εν ανάγκη από ένα πιάνο με συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων. Ισως και να αληθεύει. Οι πενιχρές γνώσεις μου δεν μου επέτρεψαν να το ψάξω διεξοδικά. Ακούγοντας όμως το Κ.466, αδυνατώ να το φαντασθώ χωρίς τα διαρκή ηλεκτροσόκ στα οποία το υποβάλλουν τα πνευστά: κάθε που μπαίνουν σου ανακατατάσσουν τις εγκεφαλικές συνάψεις σου. Βάζουν φωτιά στα τόπια, καθετί γύρω τους ζωηρεύει, οι φωνές του έργου πλουτίζουν, αρχίζουν να καθρεφτίζουν πρωτόφαντους ιριδισμούς, όλα παίρνουν να κινούνται σε πολλαπλάσιες ταχύτητες. Μου είναι επίσης αδιανόητο το έργο χωρίς τύμπανα: υπόκωφα, μασκαρεμένα, μιά στρατιά από Τιτάνες που παριστάνουν τα αρνάκια. Η συμβολή τους όμως στο όλο δράμα είναι ανυπολόγιστη. Πρέπει κανείς να τα ακούσει πως προλέγουν, πως προφητεύουν και υπογραμμίζουν, σαν Χορός σε αρχαία τραγωδία, πλην φευγαλέα: σεμνά και ταπεινά. Αφανής υποβολέας και κρυμμένος πρωταγωνιστής με το δάχτυλο πάντα στον σφυγμό, σεμνός μπουρλοτιέρης με το μάτι αεικίνητο, οσμίζεται πάντα το μπαρούτι αλλά είναι πιστός στις εντολές του Κυρίου του. Που του ζήτησε να τον κόβουν και να μη ματώνει.
Η ορμητικότητα και η βία που αποπνέει το έργο στο πρώτο και στο τρίτο μέρος του σε απσβολώνει. Ενα τμήμα της ξεχύνεται ακάθεκτο και μέσα στη ρομάντζα του δεύτερο μέρους: κάνει στο πι και φι την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα ρημαδιό. Σκέφτομαι ένα δοκίμιο του Ζίζεκ που διάβαζα πρόσφατα -Βία: Εξι λοξοί στοχασμοί (εκδ. Scripta)-: 'H αγάπη χωρίς σκληρότητα είναι ανίσχυρη. Η σκληρότητα χωρίς αγάπη είναι τυφλή. Ενα βραχύβιο πάθος το οποίο χάνει γρήγορα την έντασή του. Το παράδοξο που κρύβεται πίσω από αυτό είναι ότι εκείνο που κάνει την αγάπη αγγελική, εκείνο που την εξυψώνει πάνω από τον απλό, ασταθή και γλυκερό συναισθηματισμό, είναι η ίδια η σκληρότητα, η σύνδεσή της με τη βία -αυτή η σύνδεση είναι που την αίρει 'πάνω και πέρα από τα φυσικά όρια του ανθρώπου, μεταμορφώνοντάς την έτσι σε απόλυτη ορμή'.
Και ο Ρίλκε λέει: 'τα έργα τέχνης προκύπτουν πάντοτε ως αποτέλεσμα του ότι η ύπαρξη βρέθηκε σε κίνδυνο, βίωσε μία ακραία εμπειρία που κανείς δεν μπορεί να πάει πέρα από αυτή. Αφού όσο περισσότερο προχωρούμε, τόσο πιο ιδιάζουσα, πιο προσωπική, πιο μοναδική γίνεται η εμπειρία. Το έργο τέχνης τέλος δεν είναι παρά η αναγκαία, αδάμαστη, οριστική, κατά το δυνατόν, έκφραση τούτης της μοναδικότητας. Σ' αυτό έγκειται η τεράστια βοήθεια του έργου τέχνης προς τη ζωή εκείνου που το δημιουργεί: ότι δηλαδή είναι μία σύνοψη: είναι ο κόμπος στο κομποσκοίνι, όπου η ζωή του σταματά και λέει μια προσευχή. Είναι η αδιάκοπη απόδειξη της ενότητας και της αυθεντικότητάς του, που τωόντι στρέφεται μόνο προς εκείνον, ενώ προς τα έξω παραμένει κάτι ανώνυμο, μια απλή ανάγκη, μια πραγματικότητα, μια ύπαρξη'.
Πως να ήταν ο Μότσαρτ όταν έγραφε αυτό το έργο;
Είμαι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με το Κ.466 εδώ και 36 χρόνια.
Είναι ο πρώος Μότσαρτ που αγόρασα ποτέ και το πρώτο μου κοντσέρτο για πιάνο.
Οχι μόνο δεν έχει χάσει ούτε ίχνος απ τη μαγεία του όλα αυτά τα χρόνια, αλλά το ακούω όλο και πιο αρχοντικό, όλο και πιο πλούσιο, κάθε φορά που το παίζω.
Το γνώρισα με τον Ρίχτερ αλλά ο Ρώσος, στον Μότσαρτ, έχει λιγό 'βαρύ' χέρι.
Serkin, Haskil και Geza Anda ήταν 'ταμάμ' εκτελεστές, από τους παλιούς.
Δεκαετία του '90 το κυκλοφόρησε ο Murray Perahia σε ένα κουτί που περιλαμβάνει και τα 27 κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ.
Απόκτημα. Πιστεύω πως θα περάσουν αρκετές δεκαετίες μέχρι να ξεπερασθεί.
Αν ξεπερασθεί ποτέ.
Last edited by a moderator: