Πέθανε ο στιχουργός Άλκης Αλκαίος
Ένας από τους σημαντικότερους στιχουργός της νεότερης ελληνικής μουσικής ιστορίας έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή σε ηλικία 63 ετών. Ο Ά
λκης Αλκαίος άφησε πίσω του σημαντικότατο έργο και ελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις, συνεντεύξεις-τοποθετήσεις. Η κηδεία του θα γίνει αύριο στην Πάργα. Το πραγματικό του όνομα ήταν
Βαγγέλης Λιάρος
Ο
Άλκης Αλκαίος γεννήθηκε κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και από μικρή ηλικία πολιτογραφήθηκε κάτοικος Πάργας. Στα Ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 196, με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου πάνω στον ποιητή
Κ.Γ. Καρυωτάκη. Το 1983 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ., ιδρυτής της οποίας ήταν ο
Θάνος Μικρούτσικος, το βιβλίο του Εμπάργκο - Ποιήματα, απ' όπου και το εμβληματικό ποίημα "Πρωινό τσιγάρο", αφιερωμένο στη μνήμη του τότε πρόωρα χαμένου Μάνου Λοΐζου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 χρονολογείται η γνωριμία του με τον συνθέτη
Θάνο Μικρούτσικο, η οποία και οδήγησε σε μία από τις μακροβιότερες και σπουδαιότερες συνεργασίες δημιουργών στο ελληνικό τραγούδι, με δίσκους ορόσημα όπως το Εμπάργκο (1982) και Στου Αιώνα Την Παράγκα (1996). Στο χώρο της δισκογραφίας, άλλες σημαντικές συνεργασίες του υπήρξαν εκείνες σε δίσκους του
Νότη Μαυρουδή, του
Σωκράτη Μάλαμα, του
Μίλτου Πασχαλίδη, του
Μάριου Τόκα, του
Βασίλη Παπακωνσταντίνου του
Μπάμπη Στόκα με τον οποίο έκαναν και τον τελευταίο του δίσκο και πολλούς άλλους.
Αποτραβηγμένος από τα ΜΜΕ και τις δημόσιες εμφανίσεις, θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές του ελληνικού τραγουδιού, εξαρχής αποδεικνύοντας ένα υψηλό επίπεδο γραφής, ωστόσο παραμένοντας σχετικά ολιγογράφος.
Οι στίχοι που έχει γράψει ο ίδιος για τον
Μάνο Λοΐζο έρχονται να εκφράσουν καλύτερα από το κάθε τι την μεγάλη του απώλεια.
Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό
Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή
Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ' ένα καρέ τυφλών σ' ένα καρέ τυφλών