Στο τέλος του 2018, το μερίδιο των τρίτων προμηθευτών στη χονδρεμπορική Αγορά μόλις τους τελευταίους δύο μήνες έφτασε το 20% αντί του 37,76% βάσει των νομοθετικών ρυθμίσεων, με τους πελάτες Υψηλής Τάσης να εκπροσωπούνται σχεδόν στο σύνολό τους από τη ΔΕΗ και την Επιχείρηση να υφίσταται διαρκώς οικονομικές ζημιές, οι οποίες βαίνουν αυξανόμενες λόγω των αυξανόμενων δημοπρατούμενων Προθεσμιακών Προϊόντων (ΠΠ), συναρτήσει του γεγονότος ότι δεν αυξάνονται τα μερίδια των τρίτων προμηθευτών.
Είναι σαφές ότι, η αύξηση των μεριδίων των τρίτων προμηθευτών (κατόχων ΠΠ) είναι αποκλειστικά ευθύνη τους και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των μεριδίων τους αποτελεί και μόνο εμπορική επιλογή τους, διότι οι δημοπρατούμενες ποσότητες τύπου ΝΟΜΕ ενώ είναι μεγαλύτερες από τις ποσότητες που απορροφούν για τους πελάτες τους, με τιμές χαμηλότερες της χονδρεμπορικής Αγοράς, οι ποσότητες αυτές δεν διοχετεύονται στην εγχώρια Αγορά.
Αναζητώντας την αιτία είναι προφανές ότι οι τρίτοι προμηθευτές-κάτοχοι ΠΠ προτιμούν να εξάγουν μέρος των ποσοτήτων ΝΟΜΕ γιατί τους συμφέρει περισσότερο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι αφενός τιμωρείται η ΔΕΗ λόγω της συμπεριφοράς των τρίτων με συνεχώς αυξανόμενες δημοπρατούμενες ποσότητες ενέργειας τύπου ΝΟΜΕ, οι οποίες κοστίζουν περισσότερο για να παραχθούν απ’ ότι δημοπρατούνται, και αφετέρου τιμωρείται η Αγορά ενέργειας και η Χώρα, διότι η μέχρι σήμερα λειτουργία του Μηχανισμού έχει επιφέρει τα εξής:
1. Η ύπαρξη των προθεσμιακών προϊόντων τύπου ΝΟΜΕ αναγκάζει τη ΔΕΗ να παρέχει προς δημοπρασία περί τις 14 TWh, δηλαδή να δημοπρατείται όλη η λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της σε τιμές χαμηλότερες του κόστους παραγωγής της, με αποτέλεσμα να μην ανακτά τα σταθερά της κόστη μέσω αυτής της παραγωγής και να μένουν μόνο οι Μονάδες φυσικού αερίου, που με την παραγωγή τους, προφανώς, είναι αδύνατον να τα ανακτήσουν.
Δηλαδή, η Επιχείρηση υποχρεούται να δίνει το 57% του παραγωγικού της δυναμικού κάτω του κόστους, το εκμεταλλεύονται οι τρίτοι κατά το δοκούν χωρίς όμως να αυξάνουν τα μερίδια τους κατ’ αντιστοιχία, με συνέπεια η Επιχείρηση να υφίσταται οικονομική ζημιά, μόνο για το έτος 2018, της τάξης των 230 εκ. .
2. Η ποσοστιαία χρήση των προθεσμιακών προϊόντων για εξαγωγές κυμαίνεται από 33% έως 57%, αποτυπώνοντας με ευκρίνεια την εκτεταμένη χρήση τους για εξαγωγές με αποτέλεσμα να επηρεάζεται το ετήσιο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, κατά 3,7 TWh, αυξάνοντας τις ανάγκες εγχώριας παραγωγής. Το γεγονός αυτό, όπως είναι προφανές, οδηγεί:
α) σε περαιτέρω εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενο καύσιμο (φυσικό αέριο) και σε μη ορθολογική εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων,
β) η παραγωγή ενέργειας γίνεται ολοένα και ακριβότερη διότι για να καλυφθούν αυτές οι ποσότητες στην εγχώρια Αγορά εντάσσονται ακριβότερες μονάδες στο Σύστημα.
Έτσι οδηγούμαστε σε αύξηση της ΟΤΣ (αυξάνοντας το περιθώριο κέρδους των κατόχων ΠΠ), ακριβαίνει η Αγορά ενέργειας στην Ελλάδα με επακόλουθο να αναδύεται άλλος ένα παράγοντας πίεσης για αύξηση των τιμολογίων της λιανικής Αγοράς.
3. Προκαλείται ανορθολογική χρήση των διασυνδέσεων και των πόρων, με την ακριβή παραγόμενη Η/Ε στην Ελλάδα να υποκαθιστά φθηνότερη παραγόμενη Η/Ε στις όμορες χώρες (πωλείται σε χαμηλότερες τιμές απ’ ότι έχει η Ελληνική Αγορά) δημιουργώντας έλλειμμα στο οικονομικό ισοζύγιο της Χώρας, δεδομένου ότι δεν ανακτάται όλο το κόστος της εξαγόμενης ενέργειας από τις αγορές που εξάγεται. Ταυτόχρονα, ευνοούνται οι Αγορές των όμορων χωρών δεδομένου ότι συμπιέζεται η τιμή τους με ευνοϊκές συνέπειες στα τιμολόγια λιανικής τους.
Συγκρίνοντας τις τιμές της Ελληνικής Αγοράς με εκείνες των γειτονικών χωρών το συμπέρασμα είναι ότι εξαγωγές δεν καθοδηγούνται από το διαφορικό τιμών μεταξύ των αγορών αλλά από τις χαμηλές τιμές των Προθεσμιακών Προϊόντων. Το γεγονός αυτό επιτείνεται από την παρατηρούμενη συνεχή αύξηση των ποσοτήτων προθεσμιακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για εξαγωγές, με την αύξηση αυτή να αγγίζει, κατά μέσο όρο, τα 300MW/h σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία του 2018.