- 17 June 2006
- 14,350
Με τον υδράργυρο να γυροφέρνει τους 40 βαθμούς δεν είναι κι εύκολο να ακούς μουσικές.
Τουλάχιστον σε παρηγορεί η ιδέα πως οι γείτονες “την έκαναν” για τις παραλίες και μπορείς να παίξεις λιγάκι με τα όρια, να τα σπρώξεις και να τα παραβιάσεις χωρίς ενοχές.
Κάτι τέτοιες μέρες, είναι ώρα για ροκ’ν’ρολ
Το Σωτήριον Ετος 1705 μ.Χ., ο νεαρός Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ, 20 ετών τότε, ζήτησε άδεια 4 εβδομάδων για να ταξιδέψει και να ακούσει τον Dideric (Dietrich) Buxtehude, τον μεγάλο μαίτρ του stylus fantasticus, στην εκκλησία Marienkirche του Λούμποκ. Ταξίδεψε πεζή (!), πράγμα που του πήρε 10 μέρες να πάει και 10 μέρες να γυρίσει, γεγονός που δείχνει πόσο περίεργος και αποφασισμένος ήταν. Είναι πιθανό να ενδιαφερόταν για τη θέση του Buxtehude, που τότε ήταν πιά 68 ετών και έψαχνε κάποιον για να τον διαδεχθεί. Αλλά μέρος της συμφωνίας ήταν, αυτός ο κάποιος, να παντρευτεί και την κόρη του Buxtehude η οποία ήταν τότε 30 ετών και, για τα δεδομένα της εποχής, “είχε μείνει στο ράφι”. Στον νεαρό Ιωάννη Σεβαστιανό, δεν άρεζε καθόλου αυτή η τελευταία προοπτική.
Η επίσκεψη ήταν ...Αρμένικη: αντί για 4 εβδομάδες, ο κάντορας έμεινε στο Λούμποκ 4 μήνες.
Οταν γύρισε, το συμβούλιο της εκκλησίας όπου ήταν διορισμένος σαν οργανίστας, τον κάλεσε να λογοδοτήσει: πέρα απ το γεγονός ότι “πήρε άδεια απ τη σημαία”, στ αυτιά των εφόρων έφταναν περίεργοι ψίθυροι: ο νεαρός διάνθιζε τα χορικά που έπαιζε στο εκκλησιαστικό όργανο με “υπερ το δέον πολλές παραλλαγές” και ανακάτευε στους αυτοσχεδιασμούς του ένα σωρό παράξενους ήχους που μπέρδευαν το Χριστεπώνυμο ποίμνιο. Και εκτός από όλα αυτά, έπρεπε να απολογηθεί για μιά άγνωστη νεαρή κόρη, που την κάλεσε στο γυναικωνίτη της εκκλησίας “και έπαιξαν εκεί μουσική μαζί”(sic). Η νεαρή αυτή ήταν η Μαρία-Βαρβάρα, δεύτερη ξαδέλφη του κάντορα και, λίγο αργότερα, η πρώτη σύζυγός του.
Oι Τοκκάτες γράφτηκαν στο διάστημα από 1705 μέχρι 1714. Είναι βασικά επιδείξεις δεξιοτεχνίας σε μιά εποχή που η φήμη του κάντορα απλωνόταν καθημερινά σαν πυρκαγιά. Είναι έργα νεανικά, πύρινα, γεμάτα μεγαλοπρέπεια, ηγεμονική λαμπρότητα, με εκρηκτικές φούγκες, με μιά πολυφωνική δυναμική αδιανόητη. Ξεχειλίζουν από ρώμη και σφρίγος, καθεμία τους κι ένα πυροτέχνημα, μιά γιορτή της ζωής. Θεωρούνται μιά εγκυκλοπαίδεια που περιέχει όλα τα στύλ της αντιστικτικής παράδοσης της εποχής, όπως παίζονταν στη Βόρεια Γερμανία. Αλλά ο Μπάχ πήρε αυτούς τους αρχαϊσμούς, τίναξε τη σκόνη από πάνω τους και στη συνέχεια τους έβαλε φωτιά: ενώ ξετυλίγονται αυτά τα πολύχρωμα ηχητικά μωσαϊκά, αυτοί οι επικίνδυνοι λαβύρινθοι, ο νεαρός δείχνει να έχει αφομοιώσει όλες τις τεχνοτροπίες της εποχής του πάνω στο ιδίωμα και μετά, να του έχει δώσει μιά κλωτσιά που το εξακόντισε στη στρατόσφαιρα. Οι μουσικολόγοι παρατηρούν μιά εντυπωσιακή εφευρετικότητα, που ξεπερνάει με την ταχύτητα του φωτός τη μαστοριά όλων εκείνων που είχαν προηγηθεί του κάντορα.
Ο Μπάχ δεν καθορίζει για ποιό όργανο συγκεκριμένα τις συνέθεσε.
Μάλλον για το τσέμπαλο, που είναι “μανούλα” για τη ζωηρότητα και το πάθος που τις διακρίνει.
Aλλά και το εκκλησιαστικό όργανο διαθέτει αυτή τη μεγαλειώδη, ανάγλυφη ηχητική που “πάει γάντι” στη μουσική του κάντορα.
Προτείνω λοιπόν, αφενός την εκτυφλωτική εκδοχή για τσέμπαλο της Blandine Rannou και αφετέρου την πιανιστική της Angela Hewitt στην Hyperion που είναι έξοχα ηχογραφημένη. Η Hewitt έχει γράψει και το φυλλάδιο που συνοδεύει το δίσκο της και στο οποίο οφείλω μεγάλο μέρος από τα εγκυκλοπαιδικά, παραπάνω.
Από την άλλη, η Rannou, πιστεύει πως ειδικά σε τέτοια έργα, το τσέμπαλο είναι στο στοιχείο του.
Δύσκολη επιλογή...
Τουλάχιστον σε παρηγορεί η ιδέα πως οι γείτονες “την έκαναν” για τις παραλίες και μπορείς να παίξεις λιγάκι με τα όρια, να τα σπρώξεις και να τα παραβιάσεις χωρίς ενοχές.
Κάτι τέτοιες μέρες, είναι ώρα για ροκ’ν’ρολ
Το Σωτήριον Ετος 1705 μ.Χ., ο νεαρός Ιωάννης Σεβαστιανός Μπάχ, 20 ετών τότε, ζήτησε άδεια 4 εβδομάδων για να ταξιδέψει και να ακούσει τον Dideric (Dietrich) Buxtehude, τον μεγάλο μαίτρ του stylus fantasticus, στην εκκλησία Marienkirche του Λούμποκ. Ταξίδεψε πεζή (!), πράγμα που του πήρε 10 μέρες να πάει και 10 μέρες να γυρίσει, γεγονός που δείχνει πόσο περίεργος και αποφασισμένος ήταν. Είναι πιθανό να ενδιαφερόταν για τη θέση του Buxtehude, που τότε ήταν πιά 68 ετών και έψαχνε κάποιον για να τον διαδεχθεί. Αλλά μέρος της συμφωνίας ήταν, αυτός ο κάποιος, να παντρευτεί και την κόρη του Buxtehude η οποία ήταν τότε 30 ετών και, για τα δεδομένα της εποχής, “είχε μείνει στο ράφι”. Στον νεαρό Ιωάννη Σεβαστιανό, δεν άρεζε καθόλου αυτή η τελευταία προοπτική.
Η επίσκεψη ήταν ...Αρμένικη: αντί για 4 εβδομάδες, ο κάντορας έμεινε στο Λούμποκ 4 μήνες.
Οταν γύρισε, το συμβούλιο της εκκλησίας όπου ήταν διορισμένος σαν οργανίστας, τον κάλεσε να λογοδοτήσει: πέρα απ το γεγονός ότι “πήρε άδεια απ τη σημαία”, στ αυτιά των εφόρων έφταναν περίεργοι ψίθυροι: ο νεαρός διάνθιζε τα χορικά που έπαιζε στο εκκλησιαστικό όργανο με “υπερ το δέον πολλές παραλλαγές” και ανακάτευε στους αυτοσχεδιασμούς του ένα σωρό παράξενους ήχους που μπέρδευαν το Χριστεπώνυμο ποίμνιο. Και εκτός από όλα αυτά, έπρεπε να απολογηθεί για μιά άγνωστη νεαρή κόρη, που την κάλεσε στο γυναικωνίτη της εκκλησίας “και έπαιξαν εκεί μουσική μαζί”(sic). Η νεαρή αυτή ήταν η Μαρία-Βαρβάρα, δεύτερη ξαδέλφη του κάντορα και, λίγο αργότερα, η πρώτη σύζυγός του.
Oι Τοκκάτες γράφτηκαν στο διάστημα από 1705 μέχρι 1714. Είναι βασικά επιδείξεις δεξιοτεχνίας σε μιά εποχή που η φήμη του κάντορα απλωνόταν καθημερινά σαν πυρκαγιά. Είναι έργα νεανικά, πύρινα, γεμάτα μεγαλοπρέπεια, ηγεμονική λαμπρότητα, με εκρηκτικές φούγκες, με μιά πολυφωνική δυναμική αδιανόητη. Ξεχειλίζουν από ρώμη και σφρίγος, καθεμία τους κι ένα πυροτέχνημα, μιά γιορτή της ζωής. Θεωρούνται μιά εγκυκλοπαίδεια που περιέχει όλα τα στύλ της αντιστικτικής παράδοσης της εποχής, όπως παίζονταν στη Βόρεια Γερμανία. Αλλά ο Μπάχ πήρε αυτούς τους αρχαϊσμούς, τίναξε τη σκόνη από πάνω τους και στη συνέχεια τους έβαλε φωτιά: ενώ ξετυλίγονται αυτά τα πολύχρωμα ηχητικά μωσαϊκά, αυτοί οι επικίνδυνοι λαβύρινθοι, ο νεαρός δείχνει να έχει αφομοιώσει όλες τις τεχνοτροπίες της εποχής του πάνω στο ιδίωμα και μετά, να του έχει δώσει μιά κλωτσιά που το εξακόντισε στη στρατόσφαιρα. Οι μουσικολόγοι παρατηρούν μιά εντυπωσιακή εφευρετικότητα, που ξεπερνάει με την ταχύτητα του φωτός τη μαστοριά όλων εκείνων που είχαν προηγηθεί του κάντορα.
Ο Μπάχ δεν καθορίζει για ποιό όργανο συγκεκριμένα τις συνέθεσε.
Μάλλον για το τσέμπαλο, που είναι “μανούλα” για τη ζωηρότητα και το πάθος που τις διακρίνει.
Aλλά και το εκκλησιαστικό όργανο διαθέτει αυτή τη μεγαλειώδη, ανάγλυφη ηχητική που “πάει γάντι” στη μουσική του κάντορα.
Προτείνω λοιπόν, αφενός την εκτυφλωτική εκδοχή για τσέμπαλο της Blandine Rannou και αφετέρου την πιανιστική της Angela Hewitt στην Hyperion που είναι έξοχα ηχογραφημένη. Η Hewitt έχει γράψει και το φυλλάδιο που συνοδεύει το δίσκο της και στο οποίο οφείλω μεγάλο μέρος από τα εγκυκλοπαιδικά, παραπάνω.
Από την άλλη, η Rannou, πιστεύει πως ειδικά σε τέτοια έργα, το τσέμπαλο είναι στο στοιχείο του.
Δύσκολη επιλογή...
Last edited by a moderator: