- 17 June 2006
- 14,350
Nico – The Frozen Borderline: 1968-1970 (Rhino CDX2)
Από τα 5 μέλη των αυθεντικών Velvet Underground, η Nico είναι εκείνη που παρήγαγε το πιο πρωτότυπο και ασυμβίβαστο καλλιτεχνικό έργο, μετά τη διάλυση του γκρούπ. Τα 2 προσωπικά άλμπουμ της, The Marble Index και Desertshore, είναι ανάμεσα στα πιό ακραία μουσικά ντοκουμέντα των τελευταίων 40 χρόνων. Είναι 2 δίσκοι παράξενοι, ελεγειακοί και, από κάθε άποψη, πέρα για πέρα μοναδικοί. Τα 2 αυτά διαμάντια, κυκλοφορούν τώρα σαν διπλό CD από τη Rhino, με τίτλο The Frozen Borderline: 1968-1970.
Οι δίσκοι είναι παραγωγές του John Cale και κοιτάζουν αφ υψηλού ό τι έφτιιαξε τόσο ο ίδιος, όσο και ο Lou Reed, τα χρόνια που ακολούθησαν από το τέλος των Velvets μέχρι σήμερα. Ηχητικά, δεν έχουν προηγούμενο: η Nico τραγουδά, με μόνη συνοδεία το αρμόνιό της, ένα περίεργο όργανο Ινδικής (!) προέλευσης που είχε αγοράσει από ένα χίππυ στο δρόμο, στο Σαν Φραντσίσκο. Τη μάγεψε ο ήχος του που “της θύμιζε τον άνεμο” κι άρχισε να ασχολείται ασταμάτητα μαζί του, μέχρι που έμαθε, μόνη της, μερικά στοιχειώδη. Το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα είναι απαράμιλλο και δεν θυμίζει σε τίποτα τον τόπο και την εποχή προέλευσής του, τη Ν. Υόρκη, αρχές των 70ς. Ο ήχος της δεν μοιάζει με τίποτα πρίν ή μετά απ αυτήν: παραπέμπει σε κάτι που είναι Gothic, παγερό και α-χρονο, κάτι που μοιάζει να διατρέχει αιώνες και εποχές και ηπείρους, κάτι που μοιάζει σαν να έρχεται από την προϊστορία και τα βάθη της Μογγολικής στέπας. Με τα χρόνια, κάποιοι το παραλλήλισαν με το Closer των Joy Division, τουλάχιστον από άποψη διάθεσης και ατμόσφαιρας. Αλλοι είπαν πως θυμίζει μηδενιστικές ψαλμωδίες, Ανατολίτικες πειραματικές μουσικές, κεντρο-Ευρωπαϊκή φολκ και ύμνους της εκκλησίας των μεθοδιστών. Οι στίχοι είναι σε μεγάλο βαθμό προσωπικοί: μιλούν για χαμένη παιδικότητα, ξεριζωμένες ζωές, ατέλειωτες σιδηροδρομικές γραμμές, ερείπια, προσφυγιά. Οι μελωδίες είναι διαρκώς επαναλαμβανόμενες και παιδιάστικες, φτιάχνουν ένα ακουστικό φόντο ονειρικό που μοιάζει να αναδύεται απ τις ομίχλες και τα νερά της Στύγας. Ο Cale το έχει φροντίσει όσο δεν παίρνει: το έχει διανθίσει με σπαράγματα από προετοιμασμένο πιάνο, ηλεκτρική βιόλα, μαντολίνα, τρομπέτες, πίπιζες, glockenspiel και ό τι άλλο βάζει ο νούς, στολίδια και υφάδια σε άπειρους συνδυασμούς. Το multitracking είναι συγκλονιστικό, ώρες ώρες σου δίνει την εντύπωση απομίμησης μιάς πολυφωνίας του Purcell. Οσο ακούς, αυτό το απολιθωμένο παλάτι από Πάγο μοιάζει να ανοίγει τις πόρτες του και να σου φανερώνει όλο και περισσότερα από τα μυστικά του.
Εχω ξαναγράψει ότι θεωρώ τον John Cale υπαίτιο για 5 ή 6 από τα πιό σημαντικά σύγχρονα αλμπουμ. Εδώ, αμέσως αμέσως, βρίσκει κανείς τα 2 απ αυτά.
Αναφερόμενος στην παταγώδη εμπορική αποτυχία των δίσκων, ο Cale, αργότερα, είπε: “δεν υπάρχει τρόπος να πουλήσεις την αυτοκτονία”.
John Cale - Circus Live (Box set – EMI I'ntl)
2 CDs και 1 DVD. Οι μουρλοί θα το προτιμήσουν στην έκδοση slippery case: πιο ...ευπαθής αλλά με εξωφυλλάκια από χαρτόνι και extra artwork.
Προέρχεται από την Ευρωπαϊκή περιοδεία, το 2006, με καινούργιο γκρούπ: ο Θεός ξέρει που τους ξετρύπωσε πάλι αυτούς τους “φονιάδες”. Μαζί ανατρέχουν σε μιά συγκλονιστική Μουσική ιστορία 40 χρόνων. Ο Αρχηγός είναι στα 60-φεύγα του, αλλά δεν καταλαβαίνει Χριστό. Δεσπόζει πάνω στη σκηνή, σαν δραματουργός, διακινεί το αλφαβητάρι από τα beats και κουμαντάρει τη γενική ατμόσφαιρα. Τριγύρω του, τα τραγούδια αλλάζουν καινούργια ρούχα συνέχεια, με το συγκινησιακό τους περιεχόμενο πάντα να αλλάζει διαστάσεις και πάντα να παραμένει αφόρητο. Το καταλαβαίνεις αμέσως, από την πρώτη στιγμή: δεν πρόκειται για απλές ...ανακατασκευές ή, έστω, αποδομήσεις. Είναι σαν, καθένα απ αυτά, να έχει υποστεί μια μαθηματική μετάφραση που το αποκαλύπτει σαν πολυδιάστατο τεχνούργημα, διαφορετικό με κάθε εκτέλεση. Εχει βέβαια να κάνει με την ικανότητα του Αρχηγού, να βρίσκει πάντα μουσικούς που δεν αναπαράγουν, απλώς, τις συλλήψεις του: μάλλον τους δίνουν σάρκα και οστά, τις πραγματώνουν, σαν μιά σειρά από ελεγχόμενους αυτοσχεδιασμούς, διαφορετικούς κάθε φορά. Aρχίζω να καταλαβαίνω την ψύχωση του Cale με τους ζωγράφους, τον Pablo Picasso, τον Mondrian, τον El Greco, τον Magritte: η μουσική του είναι γεμάτη από μικρές περισπούδαστες κατασκευές και επιτηδευμένες ψηφιακές φωτοσκιάσεις. Στωικά ζοφερή, γεφυρώνει το art metal με τις λούπες, τα ηλεκτρονικά beats, το cyberpunk των 2 τελευταίων άλμπουμ. Το Gun σέρνεται εδώ ληθαργικό, σαν να το αφηγείται ένας από τους αγύρτες που βρίσκει κανείς στα τραγούδια του Tom Waits. Τα Helen Of Troy και Woman είναι γεμάτα με στιλίστικα ατσάλινα riffs, το Mercenaries τελείως αλλαγμένο ακούγεται απειλητικό και αλλόκοσμο.
Ενας μεγάλος μάστορας την ώρα της δουλειάς, πάνω σ αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα.
Η ηχογράφηση είναι state of the art, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα άπειρα live bootlegs που έχουν περάσει από τα χέρια μου κατά καιρούς.
Last edited: