Από τεχνική άποψη είναι περίπου έγκλημα να παρουσιάζεις αυτούς τους δίσκους σε ένα φόρουμ με φίλους του καλού ήχου. “Τη γριά κι αν τη στολίζεις, στην ανηφόρα τη γνωρίζεις” λέει η παροιμία: όλο το ψηφιακό lifting και οι τεχνικές remastering δεν καταφέρνουν να κρύψουν τα χρόνια που κουβαλάνε στην πλάτη τους αυτές οι ηχογραφήσεις: μεταλλική χροιά, θόρυβος επιφανείας από τα παλιά acetates, άπειρα clicks και pops και θολούρα…πολλή θολούρα. Αγνοείστε τις και έχετε χάσει το πιο συναρπαστικό ταξίδι στα φυλλοκάρδια της πιο συγκλονιστικής μουσικής που γεννήθηκε τα τελευταία 100 χρόνια.
O Joachim Berendt γράφει πως ο Louis Armstrong είναι το μεγάλο ποτάμι, εκεί που εκβάλλουν όλοι οι μικροί παραπόταμοι και τα ρεύματα της Αμερικάνικης μουσικής. Το swing, τα blues, το rock και το funk, το hip-hop και η disco. Κανείς άλλος δεν κατάφερε να κάνει με τη μουσική του πιο ζωηρά εμφανή όλα αυτά τα ρεύματα που συνδέουν τη τζάζ με τη σύγχρονη λαϊκή μουσική. Ακόμα πιο σημαντικό: χωρίς αυτόν, τίποτα απ όλα αυτά δεν θα υπήρχε, τουλάχιστον σε κάποια μορφή που να συγγενεύει με αυτήν που ξέρουμε σήμερα.
Το Hot Five And Hot Seven Recordings είναι μία διαδοχή από θαύματα. Βασικά πρόκειται για τα κομμάτια που έγραψε με το Κουιντέτο και το Σεπτέτο του από το 1925 μέχρι το 1929. H επίδραση αυτών εδώ των ηχογραφήσεων πάνω στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το σινεμά και περίπου όλες τις όψεις του πολιτισμού μας είναι τρομακτική. – τίποτα άλλο να μην είχε ηχογραφήσει ο Pops, αυτά εδώ θα έφταναν για να αφήσει τη σφραγίδα του ανεξίτηλη, τον αντίκτυπό του στεντόρειο πάνω στο σώμα της σύγχρονης μουσικής. Οι μουσικοί τότε, όπως άλλως τε και σήμερα, έμειναν άναυδοι με το Καλημέρα: κανείς άλλος δεν αυτοσχεδίαζε με τέτοιο σφρίγος, τέτοια οικονομία, τόση ετοιμότητα και φαντασία, τέτοια απαράμιλλη μέχρι σήμερα λακωνικότητα, τόση αδυσώπητη εφευρετικότητα. Χαρισματικός συνθέτης, οι μελωδίες του κόλλαγαν στον εγκέφαλο σαν βδέλλες, μόλις άρχιζε να αυτοσχεδιάζει, έδιναν τη θέση τους στο ρυθμό και την αρμονία. Το γκρούπ σε κάθε περίπτωση ακολουθεί σαν σκιά. Δεν είχε σε τίποτα να κάνει με την προσέγγιση τύπου σονάτας όπου ο ένας μουσικός παίζει και ο άλλος ή οι άλλοι συνοδεύουν. Θυμίζουν αγέλη από αλλόφρονα τσοπανόσκυλα: τα όργανα σκληρίζουν - μοιάζουν να έχουν εμπλακεί σ ένα χαρούμενο σκυλοκαβγά καθώς οι χειριστές τους αποκρίνονται με ηλεκτρική οξύνοια στις απότομες αλλαγές στα tempi, στις φράσεις που ζυγίζονται μετέωρες ανάμεσα σε δύο οκτάβες, στις υψηλές νότες που σκάνε σαν πυροτεχνήματα και σου τρυπάνε τα αυτιά. Ακόμη κι όταν παίζουν τα blues διαθέτουν μια τρομαχτική ικανότητα να μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της μελαγχολίας σε ανέμελη γιορτή και κατάφαση στη ζωή, “ένα ακουστικό μπουρίνι που σε παίρνει και σε σηκώνει - Είναι εδώ ακριβώς που σβήνουν και εξαερώνονται όλες οι διακρίσεις ανάμεσα σε υψηλή και συνηθισμένη καλλιτεχνία, ανάμεσα σε Σοβαρή και λαϊκή τέχνη” παρατηρούν οι σχολιαστές.
Oσοι από εσάς θεωρούν τον Louis Armstrong έναν χαμογελαστό μπαρμπα-Θωμά που τραγουδούσε πιλάφια τύπου Hallo Dolly και What A Wonderful World καλά θα κάνουν να κοπιάσουν εδώ για να δούν την κατ εξοχήν μεγάλη διάστασή του που δεν είχαν υποψιασθεί ποτέ.
Βάλτε κατά μέρος όλους τους δίσκους τζάζ που τυχόν έχετε και αρχίστε ξανά από την αρχή: Δεν πετάς ούτε ένα κομμάτι από αυτό το κουτί με τα 4 CDs που το βρίσκεις σε τιμές από 10 μέχρι 15 ευρώ (!).
Το έχω στην έκδοση της Columbia με το εκπληκτικό σημείωμα του Garry Giddins που το συνοδεύει και στο οποίο αυτή εδώ η παρουσίαση χρωστάει τον τίτλο και πολλά από τα ιστορικά της. Τώρα θέλω να πάρω την έκδοση στη JPS με τα θρυλικά remasters του μακαρίτη R.T. Davies. Ψάχνω δικαιολογίες για να ακούσω ξανά αυτή την ανελέητη, αδηφάγα, υπέροχη μουσική