- 17 June 2006
- 49,356
Larry Coryell - Live at the Village Gate - Vanguard 1971
1971. Γενάρης. Τόπος το ιστορικό Village Gate της ΝΥ. Ένας τόπος που σίγουρα είχε κάτι μαγικό, καθώς δεν θυμάμαι να έχει περάσει κάποια συναυλία εκεί που να μην έμενε ιστορική.
Ο Larry Coryell, ηχογραφεί εκεί έναν από τους πρώτους δίσκους του, τον πρώτο ζωντανά. Με συνοδεία δυό πιστούς στα πρώτα του μουσικά χρόνια ως frontman τον μπασίστα Mervin Bronson και τον drummer Harry Wilkinson. Ουσιαστικά μόνος, καθώς το είδος της μουσικής που παίζει δεν ενδείκνυται για power trios. Τελικά το αποτέλεσμα που κυοφορείται είναι μοναδικό στον πλανήτη. Ένα trio με όλα τα συστατικό του rock threesome αλλά με jazz και fusion προεκτάσεις. Ένα Power trio με έναν κιθαρίστα να βγαίνει μπροστά μέρες μόνο μετά το χαμό του Jimi Hendrix.
Κυκλοφορεί στην Vanguard την μόνη σταθερή εταιρεία που ηχογράφησε, καθώς ο άνθρωπος πρέπει να είναι ο μόνος που έχει ηχογραφήσει με τόσες πολλές εταιρείες. Δυστυχώς ο κατάλογος της Vanguard δεν έχει περάσει επίσημα σε άλλη εταιρεία με αποτέλεσμα η καλύτερη και πιο αγνή περίοδός του να είναι σήμερα δυσεύρετη, με τον δίσκο αυτό να είναι ένας από τους πιο σπάνιους, (προσωπικά τον έψαχνα για πάνω από 7-8 χρόνια). Σήμερα με μεγάλο κόπο βρίσκει κανείς επανεκτυπώσεις της Vanguard σε ιταλικές, γαλικές ή ισπανικές (όπως στην περίπτωσή του) ανατυπώσεις.
Κοινό περιορισμένο, σίγουρα καταρτισμένο, ατμόσφαιρα μυσταγωγική, ο Larry σερβίρει το νέο είδος. Με το ένδυμα της ροκ, κρύβει ένα χαμαιλέοντα και έναν λέοντα, που ξαφνιάζει το δόλιο ακροατή. Απλά ρίφ, βαρειά, μονότονα, ελαφρά πεντατονικά, πολυριθμικά, σκληρό βαρύ μπάσο, πρωτόλειες δομές, εξοργιστικά απλές και ίσως βαρετές. Τύμπανα και μπάσο δομούν μια ατμομηχανή και πάνω της κάθεται ένα αστροπελέκι. Εκεί που ένας Clapton ή ένας Hendrix δίνανε όγκο και γεμάτο ήχο, ο Larry προτάσσει το δικό του όπλο. Η alto soprano κιθάρα του αποφεύγει τις μπάσες χορδές και αν τις χτυπάει κι αυτές έχουν κι αυτές alto ήχο. Ο ήχος δεν είναι απλά λεπτός, οξύς ή καθαρός. Είναι ξυράφι, είναι διάτρηση είναι νερό.
Χτίζει μαζί με το μπάσο και τα τύμπανα το θέμα και μετά τους αφήνει και φεύγει. Ξεκινάει απλά, καθαρά ήρεμα και κλιμακώνει συνέχεια και συνέχεια μέχρι να φωνάξεις έλεος. Όσο κλιμακώνει τόσο πιο ψηλά ανεβαίνει, χρησιμοποιεί wah wah και παρασέρνει το τρίο σε δυναμικά κρεσέντο όπου καταλήγουν σχεδόν όλα τα κομμάτια. Ο Larry παίζει σαν πρωτάρης που βγαίνει στο πάλκο, σολάρει με μανία σαν να είναι η τελευταία του μέρα, σολάρει μαχόμενος να κρατήσει την κιθάρα στα χέρια του που επίφοβους άρπαγες, σολάρει σαν να μην έχει αύριο, ενορχηστρώνει διευθύνει και εκτελεί σαν ασπρομάλλης μαέστρος και απόφοιτος ωδείου που του έδοσαν το πρώτο βιολί.
Τρεις συνθέσεις δικές του, μια του Corea και μια του Jack Bruce. Στις δυό τραγουδάει κιόλας (αγνοείστε το, πολλές φορές το έκανε, άφωνος είναι, πάντα το έκανε) στη μία μάλιστα τραγουδάει με τη γυναίκα του (μιλάμε για μεγάλο έρωτα – αγνοείστε το επίσης). Οι δυό από τις τρείς συνθέσεις είναι αρκετές για να δώσουν αξία στο δίσκο. Οι τέσσερις είναι πολύ καλές, οι πέντε επίσης αν αγνοήσει κανείς το ένα λεπτό ντουέτο με την σύζυγο. Βαρύ και ασήκωτο ριφ στο opening (και τι opening μάλιστα με στίχους όπως Hail to the death of rock ‘n roll….), ταχύτητα σφαιράτη στο After later, μυστήριο και ανατολή στο Entardecento en Saudade, drive και κορύφωση στο Can you follow, ροκ επίλογος με το beyond these chilling winds.
Ο όρος jazz fusion έχει δημιουργηθεί. Την επόμενη χρονιά δημιουργεί τους ιστορικούς Eleventh House.
Ένα από τα σημαντικά βήματα στην καριέρα ενός άδικα παρεξηγημένου μουσικού.
(μετά από 8 χρόνια ψάξιμο, και απελπισμένες προσπάθειες μεταφορές παλιών κασετών σε cd κλπ, μόλις προχτές ξαναέψαξα για να βρώ μόνο μερικά lp σε καλή κατάσταση, σφραγισμένη κασέτα 8 track ! και ένα τουλάχιστον στο ebay που χτύπησα αμέσως για να αποδειχθεί τελικά η –μια χαρά- ισπανική επανέκδοση. Τελικά αν ψάχνει κανείς βρίσκει…)