Ένας παραγωγός της ανατολικής ακτής, ο Alan Lorber, δαιμόνιος και φιλόδοξος, στα τέλη της δεκαετίας του '60 αποπειράθηκε να στήσει μια κερδοφόρο επιχείρηση καθιερώνοντας μια μουσική "σκηνή" στη Βοστώνη. Η επιδίωξή του ήταν να δημιουργηθεί ο απαραίτητος αντίκτυπος σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, ανάλογος των ήδη καθιερωμένων σκηνών της δυτικής ακτής, του Σαν Φρανσίσκο και του Λος Άντζελες. Η απαιτούμενη οικονομική υποστήριξη για την επίτευξη του στόχου, δόθηκε από τη δισκογραφική εταιρεία MGM (Metro-Goldwyn-Mayer), στην οποία όλως τυχαίως εργαζόταν.
Η Βοστώνη, "στοχεύτηκε", δεδομένου ότι ήταν ενδεδειγμένη για τις νέες και προοδευτικές μουσικές φόρμες και είχε μια εξαιρετικά ισχυρή προοπτική πωλήσεων στους 250.000 φοιτητές των 250 κολεγίων και πανεπιστημίων της. Ακόμα, είχε ένα μεγάλο αριθμό κλαμπ, όπου οι καλλιτέχνες μπορούσαν να αναπτυχθούν πριν από τις περιοδείες τους και υπήρχαν πολλά μουσικά κολέγια και εμπορικοί ραδιοσταθμοί που μπορούσαν να εκθέσουν το νέο προϊόν. Η Βοστώνη ήταν επίσης εύκολα προσβάσιμη στα στελέχη της δισκογραφικής, μια ώρα με το αεροπλάνο από τη Νέα Υόρκη. Το σημαντικότερο για το εγχείρημα, όμως, υπήρξε η παρουσία αξιόλογων γκρουπ στην περιοχή σαν τους Ultimate Spinach και Beacon Street Union, για να αναφέρουμε τα δύο σπουδαιότερα. Βέβαια, ο ήχος των γκρουπ δεν απέκτησε ποτέ κάποια κοινά χαρακτηριστικά, που να δικαιολογούσε το χαρακτηρισμό σκηνής, αλλά αυτή, όπως είπαμε, αποτέλεσε κατασκεύασμα και όχι φυσικό συνεπακόλουθο.
Το 1968 που στήθηκε αυτή η επιχείρηση δεν ήταν μια οποιαδήποτε χρονιά, υπήρξε το σημείο καμπής της κοινωνικής ωρίμανσης. Η χρονιά του Νίξον και της κλιμάκωσης του Βιετνάμ, η χρονιά που δολοφονήθηκαν ο Ρόμπερτ Κένεντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η χρονιά της κορύφωσης του δράματος στην Μπιάφρα, του Μάη του 1968, της Άνοιξης της Πράγας. Τα κινήματα και η νεολαιίστικη κουλτούρα προβάλουν την πολιτιστική διάσταση της αντίθεσής τους στο κατεστημένο και τη μουσική σαν παγκόσμια γλώσσα έκφρασης.
Ο άνθρωπος που θα μας απασχολήσει και που είναι ο πραγματικός λόγος της παρουσίασής μας είναι ο πολυοργανοπαίκτης και συνθέτης, Ian Bruce-Douglas (1946). Θεωρήθηκε από πολλούς ότι βρέθηκε σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή. Η μπάντα του, Ultimate Spinach (αρχικά Underground Cinema), σχηματίστηκε το 1967 και υπήρξε το κύριο θύμα της πανωλεθρίας του "Bosstown" (κατά το Motown) ή του "Ήχου της Βοστώνης". Μια από τις μεγαλύτερες δημοσιοσχεσίτικες καταστροφές στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και να πουλήσει κονσερβαρισμένα τη μουσική έκφραση μιας ολόκληρης περιοχής.
Τα γκρουπ ήταν άμεσα προϊόντα της μάρκετινγκ εκστρατείας, ωστόσο, η διαφήμιση της σκηνής άρχισε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μπάντες, που πρωτοστάτησαν στην κίνηση, με συνέπεια να πέσει η δημοτικότητα των Ultimate Spinach από τη στιγμή που ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις. Ο αντεργκράουντ τύπος, ακόμα και κάποιοι φαν τους κατηγόρησαν για την εμπλοκή τους στις μεθοδεύσεις της δισκογραφικής, αν και αργότερα τύπος και κοινό, αλώθηκαν και υπέκυψαν στη βουλιμία της αγοράς, με τρανό παράδειγμα το Rolling Stone που έγινε πια, το μέινστριμ περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας της εφησυχασμένης γενιάς της αμφισβήτησης. Εκ των υστέρων, όμως, έγινε σαφές ότι το γκρουπ άξιζε μια πολύ καλύτερη μοίρα, αφού οι δύο πρώτοι δίσκοι του ανήκουν στην καλύτερη ψυχεδελική μουσική που φτιάχτηκε ποτέ.