http://www.youtube.com/watch?v=9TadvFY3rA8
Κάπoτε στην Αγρια Χoλιγoυντιανή Δύση...
Ολα ξεκίνησαν στις αρχές του αιώνα. Τον Οκτώβριο του 2001, ο Ταραντίνο εκμυστηρεύεται στο Hollywood Reporter ότι δουλεύει πολλά σενάρια, κι ένα από αυτά έχει να κάνει με τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. «Θα είναι η δική μου βερσιόν σε πολεμικές ταινίες τύπου Και οι Δώδεκα Ηταν Καθάρματα, Τα Κανόνια του Ναβαρόνε, Οπου Τολμούν Οι Αετοί. Αλλά μην περιμένετε τη συνήθη ατμόσφαιρα εποχής και Εντιθ Πιαφ στο σάουντρακ. Περισσότερο το Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Ασχημος θα είναι στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία. Θέλω να βρω ένα μέρος για τα γυρίσματα που θα θυμίζει την μεξικανική έρημο που βλέπει κανείς στα γουέστερν - αυτή την απόλυτη ερημιά. Και να μπλέξω Αμερικανούς στρατιώτες, γαλλική αντίσταση και Ναζί κατακτητές. Σπαγγέτι γουέστερν δηλαδή, αλλά με τη θεματολογία και εικονογραφία του Β Παγκοσμίου Πολέμου».
Μπορούμε να τον φανταστούμε να τα διηγείται, κουνώντας τα χέρια του και φτύνοντας μία μία τις λέξεις. Με αυτή τη σκανταλιάρικη λάμψη στα μάτια του -ημίτρελου- μικρού αγοριού που έχει την ιδέα να ανακατέψει όλα τα αγαπημένα του παιχνίδια μαζί και να εφεύρει ένα καινούργιο. Μόνο που ξεπέρασε τον εαυτό του. Το 2002 ομολογεί στην ιστοσελίδα του ότι η ταινία του ξέφυγε.
Είχε γράψει όγκο ανάλογο τριών σεναρίων. «Είναι ίσως το καλύτερο σενάριο της ζωής μου, αλλά δεν μπορώ να το περιορίσω. Και δεν μπορώ να βρω τέλος». Για αυτό το λόγο σταματά, γυρίζει τα «Κill Βill» και επιστρέφει στο πρότζεκτ στα τέλη του 2004. Ομως, ακόμα και μετά τα κοψίματα το σενάριο παραμένει στις 222 σελίδες.
Ο τότε εμπλεκόμενος με την ταινία Μάικλ Μάντσεν διαρρέει στον Τύπο ότι ο τίτλος θα είναι «Ιnglorious Βastards» (σαφή αναφορά στο ιταλικό φιλμ που σκηνοθέτησε το 1978 ο Ενζο Καστελάρι). «Οι ήρωες δεν είναι συνηθισμένοι: έχουν τα χέρια τους λερωμένα, αλλά αυτοί πραγματοποιούν τη Μεγάλη Ιδέα του Β Παγκοσμίου Πολέμου».
Ο στόχος του Ταραντίνο είναι να ξεκινήσει γυρίσματα μέσα στο 2005. Δεν τα καταφέρνει. Η χαοτική πρώτη του προσέγγιση τρομάζει τα στούντιο. «Θέλω να είναι επική παραγωγή, αλλά με το δικό μου κοινωνικό σχόλιο στον ρατσισμό και τη βαρβαρότητα της εποχής. Τη βία από όλες τις πλευρές - των Ναζί, των Αμερικανών, των Γάλλων, των μαύρων, των Εβραίων».
Αναγκάζεται να αφήσει για τρίτη φορά το σενάριο στην άκρη. Βάζει μπροστά το «Grindhouse», η διχοτόμηση του οποίου τον φέρνει αντιμέτωπο με άλλες, γνωστές περιπέτειες. Τον Σεπτέμβριο του 2007 το γράφουν πρώτοι οι Irish Times: «Ο Κουέντιν Ταραντίνο ξεκινά την προπαραγωγή των «Ιnglorious Βastards», της νέας του πολεμικής ταινίας που θυμίζει μία διασταύρωση των «Σταυρών Στο Μέτωπο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με σπαγγέτι γουέστερν. Μια ταινία που περιμένουμε περισσότερο και από τη Δεύτερη Ανάσταση».
Με τη στήριξη των αδελφών Γουάινστιν, τον Οκτώβριο του 2008, ξεκινούν τα γυρίσματα στο Βερολίνο. Οι παπαράτσι επιχειρούν να κατασκοπεύσουν, αλλά αντιμετωπίζονται με μπουγέλα από το συνεργείο και τους ηθοποιούς. Ελάχιστες φωτογραφίες διαρρέουν στον Τύπο. Ο Κουέντιν κρατά το στόμα του κλειστό.
Inglourious Βasterds
Στις 10 Φεβρουαρίου εμφανίζεται στο διαδίκτυο το teaser. Πρώτο σοκ: ο τίτλος. Γιατί το έξτρα «u» στο «inglorious»; «Δε θα σας το αποκαλύψω» λέει γελώντας ο Ταραντίνο στην αποκλειστική του συνέντευξη στο Empire. Και η ανορθογραφία του «Βastards»; «Μα έτσι το ακούς. Μπάστεεερντς!»
Ταυτόχρονα, το σενάριο φτάνει στα χέρια του New York Magazine το οποίο δημοσιεύει περισσότερες λεπτομέρειες για την πλοκή που έχει δύο άξονες: τη δράση της αντάρτικης ομάδας των «Βasterds» που εκτελούν, βασανίζουν και παίρνουν τα σκαλπ των Ναζί και την εκδίκηση μίας Εβραιοπούλας που δραπετεύει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και ορκίζεται να σκοτώσει τον αρχι-εκτελεστή των Γερμανών με το ψευδώνυμο «Ο Εβραιοκυνηγός». Οι δρόμοι τους ενώνονται σ' έναν κινηματογράφο - για το μεγάλο φινάλε. «Μου άρεσε πολύ η ιδέα του σινεμά που μάχεται τους Ναζί» εξηγεί ο Ταραντίνο. «Οχι μεταφορικά ή συμβολικά. Στην κυριολεξία».
Ενδιάμεσα υπάρχουν 25λεπτες αιματοβαμμένες αναμετρήσεις σε καφέ (η διαβόητη «La Louisiane» σκηνή που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι «το Reservoir Dogs κομμάτι της ταινίας»), σεκάνς στο Παρίσι γυρισμένες σε ασπρόμαυρο φιλμ, με το ύφος, το στυλ και τις επιταγές του γαλλικού Νέου Κύματος, μία ταινία μέσα στην ταινία (ένα φιλμάκι που φέρει τον τίτλο «Η Γερμανική Περηφάνια», το οποίο παραγγέλνει ο υπουργός Επικοινωνίας Γκέμπελς για προπαγαν-διστικούς λόγους), φλάσμπακς (τα οποία ξεπηδούν κυριολεκτικά από τα κεφάλια των ηρώων με την αισθητική των comic bubbles).
Ενα ταραντινικό όργιο ιδεών, φόρμας και κινηματογραφικών εμμονών, με την πλοκή και την αισθητική να διαχωρίζονται σε 5 κεφάλαια: «Κάποτε στην Κατεχόμενη από τους Ναζί Δύση», «Ιnglourious Βasterds», «Γερμανική Νύχτα στο Παρίσι», «Επιχείρηση ΚΙΝΟ» και «Η Εκδίκηση του Γιγάντιου Προσώπου».
Το σενάριο έχει μειωθεί στις 166 σελίδες και ορισμένα πράγματα έχουν αλλάξει. Οπως ο ρόλος της Σοσάνα, της Εβραιοπούλας που δραπετεύει από τα S.S. και καταφεύγει στο Παρίσι. «Πάντα στο μυαλό μου την είχα ως την πραγματική πρωταγωνίστρια της ταινίας. Μία δυναμική γυναίκα-εκδικήτρια. Μετά το Kill Bill, όμως, μου φαινόταν ξεπερασμένο αυτό. Την άλλαξα λοιπόν, κατέβασα τους τόνους».
Δεν χρειάζεται όμως να ανησυχούμε. Από την Νταϊάν Κρούγκερ που ερμηνεύει μία διάσημη Γερμανίδα σταρ που έχει εισχωρήσει στην αντίσταση, μέχρι οπλοφορούσες Ναζί γκόμενες που αντιστέκονται σθεναρά στους basterds, το φετίχ του Κουέντιν με τις δυναμικές ηρωίδες δηλώνει παρών, για να ενωθεί και με τα υπόλοιπα: καλτ κινηματογραφικά είδη ανακατεμένα στο μίξερ. Σεναριακή και αισθητική εξτραβαγκάνζα. Βία που τεντώνει τα όρια.
Αν επιβεβαιωθούν οι φήμες, μόνο σ' έναν τομέα ο Κουέντιν θα παραβιάσει τα πιστεύω του: αν ο Ενιο Μορικόνε έχει όντως αποδεχτεί την πρόταση να γράψει την μουσική της ταινίας - κάτι που θα αποτελέσει πανέξυπνο κλείσιμο ματιού στον φόρο τιμής που στήνει ο Ταραντίνο στο σπαγγέτι γουέστερν. Καμία πλευρά δεν διαψεύδει το γεγονός, αλλά στις επίσημες ιστοσελίδες η θέση του μουσικού συνθέτη είναι κενή.
Meet the Βasterds: oι καλoί, oι κακoί και... o Μπράντ Πιτ
«Δεν ήθελα ονόματα. Ηθελα φάτσες» εξηγεί ο Ταραντίνο για την επιλογή των ηθοποιών του.
Ντάνι Ντoνoβιτς (Ιλαί Ρoθ):
Ο δολοφόνος με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. Ο ρόλος έμεινε ορφανός μετά από περιπέτειες στο κάστινγκ. Ανέλαβε τελικά ο σκηνοθέτης του «Ηostel» και προστατευόμενος (χωρίς ιδιαίτερο λόγο) του Κουέντιν Ταραντίνο.
Σμίθσον Γιούτιβις (Μπ. Τζ. Νόβακ):Ο επονομαζόμενος «Μικρούλης» («Τhe Little Οne»). Ο Νόβακ είναι πρωταγωνιστής και παραγωγός του αμερικανικού «Τhe Οffice». Ξεκίνησε την καριέρα του από τις φάρσες του Αστον Κούτσερ στο MTV και έπαιξε για πρώτη φορά στο σινεμά στο «Με την Πρώτη» του Τζαντ Απατοου.
Χούγκο Στίγκλιτς (Τιλ Σβάϊγκερ): Ο ιδιοσυγκρασιακός -στα όρια του ψυχωτικού- λοχίας κι ο πιο αδίστακτος από όλους της ομάδας. Ο Βαυαρός πρωταγωνιστής έχει συμμετοχές από το «SLC Ρunk» μέχρι τη «Λάρα Κροφτ».
Γκέρολντ Χίρσμπεργκ (Σαμ Λεβάϊν): Ο basterd που ξεγελά στην όψη- φαίνεται αθώος κι ανίκανος βαρβαρότητας, αλλά επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ο Λεβάιν είναι τηλεοπτικός ηθοποιός με εμφανίσεις στο «Εntourage», «Μy Name is Εarl», «Spin City».
Ομάρ Ουλμερ (Ομάρ Ντουμ): Ο στρατιώτης που φέρει το όνομα του Αμερικανοαυστριακού σκηνοθέτη exploitation Εντγκαρ. Τζ. Ουλμερ. Ο Ντουμ είναι μουσικός/ηθοποιός και συνεργάστηκε ξανά με τον Ταραντίνο στο «Death Ρroof».
Ζίμερμαν (Μάϊκλ ΜπακόΟλ): Ρόλος-φόρος τιμής στον Μπομπ Ντίλαν και στον Billy the Kid θρύλο του. Ο Μάικλ Μπακόλ είναι σεναριογράφος, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας κόμικς.
Βίλεμ Βάϊκι (Γκίντεον Μπέρκχαρντ): Στο ρόλο ενός Γερμανοαυστριακού Εβραίου που «αμερικανοποιήθηκε». Δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα του Μπέρκχαρντ: απόγονος διάσημης γερμανικής οικογένειας ηθοποιών σπούδασε και πρωτοδούλεψε στο Λονδίνο και το Λος Αντζελες.
Λοχαγός Αλντό Ρέϊν (Μπράντ Πιτ): Ο «Αλντο, ο Απάτσι» είναι ένας αμόρφωτος επαρχιώτης από το Τενεσί, ο οποίος έχει την ιδέα να συγκεντρώσει 8 στρατιώτες σε μία επιχείρηση εκδίκησης και αποδεκατισμού των Ναζί. Η ουλή στο λαιμό του (κάψιμο από το σκοινί κρεμάλας) δεν εξηγείται ποτέ - αν και υπάρχει υπαινιγμός ότι κάποτε γλίτωσε από λιντσάρισμα. «Τον λατρεύω» ομολογεί ο Ταραντίνο για τον πρωταγωνιστή του. «Δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της αυτοθυσίας του. Γλίστρησε κυριολεκτικά κάτω από το δέρμα του ρόλου και εξαφανίστηκε. Εγινε ο Αλντο. Κοιτούσε σαν αυτόν, μιλούσε σαν αυτόν - δεν έβγαινε εκτός χαρακτήρα ούτε στα διαλείμματα. Και για μένα, που του έγραψα αυτό τον χαρακτήρα, αυτό ήταν θαυμάσιο. Μπορούσα να τον έχω παρέα μου συνέχεια». Ο ίδιος ο Πιτ εξηγεί στο περιοδικό «Ιnterview» ότι αυτού του είδους οι ρόλοι είναι οι αγαπημένοι του. Γιατί τσαλακώνεται και το διασκεδάζει. «Η μόνη μου άλλη συνεργασία με τον Ταραντίνο ήταν ότι είχε γράψει το σενάριο του True Romance. Δεν είχαμε όμως καμία επαφή. Εδώ και χρόνια ψάχναμε το σχέδιο στο οποίο θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε. Και το βρήκαμε».
cinemag
Κάπoτε στην Αγρια Χoλιγoυντιανή Δύση...
Ολα ξεκίνησαν στις αρχές του αιώνα. Τον Οκτώβριο του 2001, ο Ταραντίνο εκμυστηρεύεται στο Hollywood Reporter ότι δουλεύει πολλά σενάρια, κι ένα από αυτά έχει να κάνει με τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. «Θα είναι η δική μου βερσιόν σε πολεμικές ταινίες τύπου Και οι Δώδεκα Ηταν Καθάρματα, Τα Κανόνια του Ναβαρόνε, Οπου Τολμούν Οι Αετοί. Αλλά μην περιμένετε τη συνήθη ατμόσφαιρα εποχής και Εντιθ Πιαφ στο σάουντρακ. Περισσότερο το Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Ασχημος θα είναι στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία. Θέλω να βρω ένα μέρος για τα γυρίσματα που θα θυμίζει την μεξικανική έρημο που βλέπει κανείς στα γουέστερν - αυτή την απόλυτη ερημιά. Και να μπλέξω Αμερικανούς στρατιώτες, γαλλική αντίσταση και Ναζί κατακτητές. Σπαγγέτι γουέστερν δηλαδή, αλλά με τη θεματολογία και εικονογραφία του Β Παγκοσμίου Πολέμου».
Μπορούμε να τον φανταστούμε να τα διηγείται, κουνώντας τα χέρια του και φτύνοντας μία μία τις λέξεις. Με αυτή τη σκανταλιάρικη λάμψη στα μάτια του -ημίτρελου- μικρού αγοριού που έχει την ιδέα να ανακατέψει όλα τα αγαπημένα του παιχνίδια μαζί και να εφεύρει ένα καινούργιο. Μόνο που ξεπέρασε τον εαυτό του. Το 2002 ομολογεί στην ιστοσελίδα του ότι η ταινία του ξέφυγε.
Είχε γράψει όγκο ανάλογο τριών σεναρίων. «Είναι ίσως το καλύτερο σενάριο της ζωής μου, αλλά δεν μπορώ να το περιορίσω. Και δεν μπορώ να βρω τέλος». Για αυτό το λόγο σταματά, γυρίζει τα «Κill Βill» και επιστρέφει στο πρότζεκτ στα τέλη του 2004. Ομως, ακόμα και μετά τα κοψίματα το σενάριο παραμένει στις 222 σελίδες.
Ο τότε εμπλεκόμενος με την ταινία Μάικλ Μάντσεν διαρρέει στον Τύπο ότι ο τίτλος θα είναι «Ιnglorious Βastards» (σαφή αναφορά στο ιταλικό φιλμ που σκηνοθέτησε το 1978 ο Ενζο Καστελάρι). «Οι ήρωες δεν είναι συνηθισμένοι: έχουν τα χέρια τους λερωμένα, αλλά αυτοί πραγματοποιούν τη Μεγάλη Ιδέα του Β Παγκοσμίου Πολέμου».
Ο στόχος του Ταραντίνο είναι να ξεκινήσει γυρίσματα μέσα στο 2005. Δεν τα καταφέρνει. Η χαοτική πρώτη του προσέγγιση τρομάζει τα στούντιο. «Θέλω να είναι επική παραγωγή, αλλά με το δικό μου κοινωνικό σχόλιο στον ρατσισμό και τη βαρβαρότητα της εποχής. Τη βία από όλες τις πλευρές - των Ναζί, των Αμερικανών, των Γάλλων, των μαύρων, των Εβραίων».
Αναγκάζεται να αφήσει για τρίτη φορά το σενάριο στην άκρη. Βάζει μπροστά το «Grindhouse», η διχοτόμηση του οποίου τον φέρνει αντιμέτωπο με άλλες, γνωστές περιπέτειες. Τον Σεπτέμβριο του 2007 το γράφουν πρώτοι οι Irish Times: «Ο Κουέντιν Ταραντίνο ξεκινά την προπαραγωγή των «Ιnglorious Βastards», της νέας του πολεμικής ταινίας που θυμίζει μία διασταύρωση των «Σταυρών Στο Μέτωπο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με σπαγγέτι γουέστερν. Μια ταινία που περιμένουμε περισσότερο και από τη Δεύτερη Ανάσταση».
Με τη στήριξη των αδελφών Γουάινστιν, τον Οκτώβριο του 2008, ξεκινούν τα γυρίσματα στο Βερολίνο. Οι παπαράτσι επιχειρούν να κατασκοπεύσουν, αλλά αντιμετωπίζονται με μπουγέλα από το συνεργείο και τους ηθοποιούς. Ελάχιστες φωτογραφίες διαρρέουν στον Τύπο. Ο Κουέντιν κρατά το στόμα του κλειστό.
Inglourious Βasterds
Στις 10 Φεβρουαρίου εμφανίζεται στο διαδίκτυο το teaser. Πρώτο σοκ: ο τίτλος. Γιατί το έξτρα «u» στο «inglorious»; «Δε θα σας το αποκαλύψω» λέει γελώντας ο Ταραντίνο στην αποκλειστική του συνέντευξη στο Empire. Και η ανορθογραφία του «Βastards»; «Μα έτσι το ακούς. Μπάστεεερντς!»
Ταυτόχρονα, το σενάριο φτάνει στα χέρια του New York Magazine το οποίο δημοσιεύει περισσότερες λεπτομέρειες για την πλοκή που έχει δύο άξονες: τη δράση της αντάρτικης ομάδας των «Βasterds» που εκτελούν, βασανίζουν και παίρνουν τα σκαλπ των Ναζί και την εκδίκηση μίας Εβραιοπούλας που δραπετεύει από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και ορκίζεται να σκοτώσει τον αρχι-εκτελεστή των Γερμανών με το ψευδώνυμο «Ο Εβραιοκυνηγός». Οι δρόμοι τους ενώνονται σ' έναν κινηματογράφο - για το μεγάλο φινάλε. «Μου άρεσε πολύ η ιδέα του σινεμά που μάχεται τους Ναζί» εξηγεί ο Ταραντίνο. «Οχι μεταφορικά ή συμβολικά. Στην κυριολεξία».
Ενδιάμεσα υπάρχουν 25λεπτες αιματοβαμμένες αναμετρήσεις σε καφέ (η διαβόητη «La Louisiane» σκηνή που, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι «το Reservoir Dogs κομμάτι της ταινίας»), σεκάνς στο Παρίσι γυρισμένες σε ασπρόμαυρο φιλμ, με το ύφος, το στυλ και τις επιταγές του γαλλικού Νέου Κύματος, μία ταινία μέσα στην ταινία (ένα φιλμάκι που φέρει τον τίτλο «Η Γερμανική Περηφάνια», το οποίο παραγγέλνει ο υπουργός Επικοινωνίας Γκέμπελς για προπαγαν-διστικούς λόγους), φλάσμπακς (τα οποία ξεπηδούν κυριολεκτικά από τα κεφάλια των ηρώων με την αισθητική των comic bubbles).
Ενα ταραντινικό όργιο ιδεών, φόρμας και κινηματογραφικών εμμονών, με την πλοκή και την αισθητική να διαχωρίζονται σε 5 κεφάλαια: «Κάποτε στην Κατεχόμενη από τους Ναζί Δύση», «Ιnglourious Βasterds», «Γερμανική Νύχτα στο Παρίσι», «Επιχείρηση ΚΙΝΟ» και «Η Εκδίκηση του Γιγάντιου Προσώπου».
Το σενάριο έχει μειωθεί στις 166 σελίδες και ορισμένα πράγματα έχουν αλλάξει. Οπως ο ρόλος της Σοσάνα, της Εβραιοπούλας που δραπετεύει από τα S.S. και καταφεύγει στο Παρίσι. «Πάντα στο μυαλό μου την είχα ως την πραγματική πρωταγωνίστρια της ταινίας. Μία δυναμική γυναίκα-εκδικήτρια. Μετά το Kill Bill, όμως, μου φαινόταν ξεπερασμένο αυτό. Την άλλαξα λοιπόν, κατέβασα τους τόνους».
Δεν χρειάζεται όμως να ανησυχούμε. Από την Νταϊάν Κρούγκερ που ερμηνεύει μία διάσημη Γερμανίδα σταρ που έχει εισχωρήσει στην αντίσταση, μέχρι οπλοφορούσες Ναζί γκόμενες που αντιστέκονται σθεναρά στους basterds, το φετίχ του Κουέντιν με τις δυναμικές ηρωίδες δηλώνει παρών, για να ενωθεί και με τα υπόλοιπα: καλτ κινηματογραφικά είδη ανακατεμένα στο μίξερ. Σεναριακή και αισθητική εξτραβαγκάνζα. Βία που τεντώνει τα όρια.
Αν επιβεβαιωθούν οι φήμες, μόνο σ' έναν τομέα ο Κουέντιν θα παραβιάσει τα πιστεύω του: αν ο Ενιο Μορικόνε έχει όντως αποδεχτεί την πρόταση να γράψει την μουσική της ταινίας - κάτι που θα αποτελέσει πανέξυπνο κλείσιμο ματιού στον φόρο τιμής που στήνει ο Ταραντίνο στο σπαγγέτι γουέστερν. Καμία πλευρά δεν διαψεύδει το γεγονός, αλλά στις επίσημες ιστοσελίδες η θέση του μουσικού συνθέτη είναι κενή.
Meet the Βasterds: oι καλoί, oι κακoί και... o Μπράντ Πιτ
«Δεν ήθελα ονόματα. Ηθελα φάτσες» εξηγεί ο Ταραντίνο για την επιλογή των ηθοποιών του.
Ντάνι Ντoνoβιτς (Ιλαί Ρoθ):
Ο δολοφόνος με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. Ο ρόλος έμεινε ορφανός μετά από περιπέτειες στο κάστινγκ. Ανέλαβε τελικά ο σκηνοθέτης του «Ηostel» και προστατευόμενος (χωρίς ιδιαίτερο λόγο) του Κουέντιν Ταραντίνο.
Σμίθσον Γιούτιβις (Μπ. Τζ. Νόβακ):Ο επονομαζόμενος «Μικρούλης» («Τhe Little Οne»). Ο Νόβακ είναι πρωταγωνιστής και παραγωγός του αμερικανικού «Τhe Οffice». Ξεκίνησε την καριέρα του από τις φάρσες του Αστον Κούτσερ στο MTV και έπαιξε για πρώτη φορά στο σινεμά στο «Με την Πρώτη» του Τζαντ Απατοου.
Χούγκο Στίγκλιτς (Τιλ Σβάϊγκερ): Ο ιδιοσυγκρασιακός -στα όρια του ψυχωτικού- λοχίας κι ο πιο αδίστακτος από όλους της ομάδας. Ο Βαυαρός πρωταγωνιστής έχει συμμετοχές από το «SLC Ρunk» μέχρι τη «Λάρα Κροφτ».
Γκέρολντ Χίρσμπεργκ (Σαμ Λεβάϊν): Ο basterd που ξεγελά στην όψη- φαίνεται αθώος κι ανίκανος βαρβαρότητας, αλλά επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ο Λεβάιν είναι τηλεοπτικός ηθοποιός με εμφανίσεις στο «Εntourage», «Μy Name is Εarl», «Spin City».
Ομάρ Ουλμερ (Ομάρ Ντουμ): Ο στρατιώτης που φέρει το όνομα του Αμερικανοαυστριακού σκηνοθέτη exploitation Εντγκαρ. Τζ. Ουλμερ. Ο Ντουμ είναι μουσικός/ηθοποιός και συνεργάστηκε ξανά με τον Ταραντίνο στο «Death Ρroof».
Ζίμερμαν (Μάϊκλ ΜπακόΟλ): Ρόλος-φόρος τιμής στον Μπομπ Ντίλαν και στον Billy the Kid θρύλο του. Ο Μάικλ Μπακόλ είναι σεναριογράφος, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας κόμικς.
Βίλεμ Βάϊκι (Γκίντεον Μπέρκχαρντ): Στο ρόλο ενός Γερμανοαυστριακού Εβραίου που «αμερικανοποιήθηκε». Δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα του Μπέρκχαρντ: απόγονος διάσημης γερμανικής οικογένειας ηθοποιών σπούδασε και πρωτοδούλεψε στο Λονδίνο και το Λος Αντζελες.
Λοχαγός Αλντό Ρέϊν (Μπράντ Πιτ): Ο «Αλντο, ο Απάτσι» είναι ένας αμόρφωτος επαρχιώτης από το Τενεσί, ο οποίος έχει την ιδέα να συγκεντρώσει 8 στρατιώτες σε μία επιχείρηση εκδίκησης και αποδεκατισμού των Ναζί. Η ουλή στο λαιμό του (κάψιμο από το σκοινί κρεμάλας) δεν εξηγείται ποτέ - αν και υπάρχει υπαινιγμός ότι κάποτε γλίτωσε από λιντσάρισμα. «Τον λατρεύω» ομολογεί ο Ταραντίνο για τον πρωταγωνιστή του. «Δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της αυτοθυσίας του. Γλίστρησε κυριολεκτικά κάτω από το δέρμα του ρόλου και εξαφανίστηκε. Εγινε ο Αλντο. Κοιτούσε σαν αυτόν, μιλούσε σαν αυτόν - δεν έβγαινε εκτός χαρακτήρα ούτε στα διαλείμματα. Και για μένα, που του έγραψα αυτό τον χαρακτήρα, αυτό ήταν θαυμάσιο. Μπορούσα να τον έχω παρέα μου συνέχεια». Ο ίδιος ο Πιτ εξηγεί στο περιοδικό «Ιnterview» ότι αυτού του είδους οι ρόλοι είναι οι αγαπημένοι του. Γιατί τσαλακώνεται και το διασκεδάζει. «Η μόνη μου άλλη συνεργασία με τον Ταραντίνο ήταν ότι είχε γράψει το σενάριο του True Romance. Δεν είχαμε όμως καμία επαφή. Εδώ και χρόνια ψάχναμε το σχέδιο στο οποίο θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε. Και το βρήκαμε».
cinemag
Last edited: