- 17 June 2006
- 14,350
Paul Giallorenzo: Get In To Go Out (482 Music CD - 2009)
Στο επετειακό κουτί της Revenant, το αφιερωμένο στον Albert Ayler, βρήκα μιά ακραία δήλωση του ποιητή Paul Haines: ‘Art is what refuses to refresh the memory’. Αν και σηκώνει πολλή συζήτηση, η φράση μου άρεσε πάρα πολύ. Πιστεύω πως ο Haines ορίζει έτσι τους ριζοσπάστες σε κάθε πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, τους ιδιωματικούς: τους ανατροπείς, αυτούς που δημιουργούν συγκρούσεις ανάμεσα στον Κλασσικισμό και τον αφηρημένο εξπρεσσιονισμό.
Τα σκεφτόμουν έντονα όλα αυτά ακούγοντας το ‘Get In To Go Out’, το άλμπουμ του Paul Giallorenzo.
Το όνομα παραπέμπει σε Ιταλική καταγωγή, ο πιανίστας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη, ζεί σήμερα στην Πόλη των Ανέμων, στο Σικάγο. Το κουιντέτο του συμπληρώνουν οι Josh Berman (κορνέτα), Dave Rumble (άλτο και τενόρο σαξόφωνο), Anton Hatwich (μπάσο) και Frank Rosaly (ντραμς). Ο δίσκος είναι τουλάχιστον ασυνήθιστος από άποψη κατάταξης: Αριστερά -εως ...εξωκοινοβουλευτικά- του mainstream, Δεξιά της avant-garde. Free αλλά μπολιασμένος με την Παράδοση του swing και του hard-bop. Kαθόλου τυχαίο αν σκεφτεί κανείς πως ο Giallorenzo, στον προσωπικό του ιστότοπο, διαδηλώνει την αγάπη του για τον Monk, τον Cecil Taylor στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πριν ‘ξεφύγει’ για πάντα στη στρατόσφαιρα και φυσικά τον μεγάλο Herbie Nichols: αυτός ο τελευταίος είναι που προβάλει περισσότερο εδώ σαν επιρροή, με το παίξιμό του, υπερβατικό, λεπτεπίλεπτο, σχεδόν εύθραυστο, νεραϊδοπαρμένο, τη μουσική του αθεράπευτα ερωτευμένη με τις όξινες ‘κακοφωνίες’ του Monk αλλά ταυτόχρονα να προλέγει τον πρώιμο Taylor - την αιχμηρή, γεμάτη γωνίες δόμηση που λατρεύει την παραφωνία πάντα σε συνδυασμό με ένα συντηρητικό έως άκρως συμβατικό swing.
Η μουσική που παίζει αυτό το κουιντέτο διαθέτει ένα αξιοζήλευτο επίπεδο εφευρετικότητας και τόλμης. Φλερτάρει συνέχεια με τα δαιμόνια που απελευθέρωσε η avant-garde αλλά ποτέ δεν τους παραδίδεται ολοκληρωτικά. Είναι ως επί το πλείστον αφηνιασμένη και τη διαπνέει μια περιφρόνηση προς την ...ορθοδοξία: το μέτρο αλλάζει συνέχεια, συχνά διαλύεται σε έναν παλμό που πιο πολύ τον μαντεύεις παρά τον ακούς, οι αυτοσχεδιασμοί και οι εξερευνήσεις μέσα στις παραλλαγές, αν και μοιάζουν να μισούν το φορμαλισμό, να μην έχουν σταθερά σημεία αναφοράς, θάλλουν με διαδρομές περίπου αραχνοϋφαντες. Ακούς μία λαίλαπα με καρδιά ‘λάϊκας’. Μιά νεύρωση ηχοποιημένη, post funk, post everything, που δείχνει να μη την ενδιαφέρει η μουσική έκφραση όσο οι αλγόριθμοι και τα σχήματα: δεν παίρνει αιχμαλώτους, είναι αναλυτική και έμμεση, κατεργάρα και δόλια - αλλά το προσεκτικό αυτί διακρίνει τον πυρήνα της που είναι βαθύτατα ρυθμικός, αν και με δική του αντίληψη του ρυθμού και τόσο ντελικάτος που μοιάζει σχεδόν ευπαθής: γυμνός, ανυπεράσπιστος, ωχρός και classy. Και έτοιμος να παραδοθεί στην πιο φρενήρη έκλυση. Τα κομμάτια ξεδιπλώνονται, γεμάτα χώρους για να σολάρουν τα όργανα, περιπέτειες ξεπηδούν παντού, τίποτα δεν είναι στατικό, τίποτα δεν κρατάει πολύ, λές και βαριούνται να κάνουν οτιδήποτε για πολλή ώρα. Αυτή είναι κύρια μουσική για τον εγκέφαλο, δειγματίζει τα πάντα γύρω της, κροταλίζει ανελέητη με άπειρα riffs αλλά στις καλύτερες στιγμές της απεκδύεται την αλγεβρική της ακρίβεια και απογειώνεται από μιά συγκινησιακή φόρτιση που την παίρνει και τη σηκώνει. Ή το αντίθετο: εκεί που ταξιδεύει αλλοπαρμένη κατακερματίζεται σε μικρά θραύσματα μεταβλητής γεωμετρίας που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους έτσι που χάνεις τα αυγά και τα καλάθια.
Ο δίσκος δεν έχει μέτριες στιγμές και είναι έξοχος τόσο από άποψη σύλληψης όσο και εκτελεστικά. Δεν είναι δύσκολος αλλά απαιτεί συγκέντρωση. Σε ανθρώπους που εκτιμούν πρωτίστως τη μελωδία ή είναι εξαρτημένοι από το beat δεν έχει να πεί και πολλά: Εγγυημένα θα κατακλύσει όλες τις αισθήσεις των ακροατών που ακούν πραγματικά, που μπορούν να παρακολουθήσουν τους δαίδαλους με τις διαρκείς αναπροσαρμογές στους ρυθμούς και στις αρμονίες.
Αν όμως δεν εκστασιασθήκατε ποτέ με μορφές σαν τον Andrew Hill για παράδειγμα, να μην τον πάρετε.