Τουλάχιστον στα ρώσικα, γι’ αυτό και ο αρχικός τίτλος που σκεφτόταν να δώσει ο Μουσόργκσκυ σ’ αυτόν τον κύκλο τραγουδιών του, ήταν Αυτή. Ο τελικός όμως τίτλος τους είναι Τραγούδια και Χοροί του Θανάτου. Τέσσερα τραγούδια για ισάριθμα περιστατικά ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη ζωή, όπου η μορφή του Θανάτου είναι κυρίαρχη. Οι στίχοι είναι του στενού του φίλου και κατά καιρούς συγκατοίκου του, Κουτούζωφ.
Στο πρώτο της συλλογής, το Νανούρισμα, ο Θάνατος νανουρίζει και παίρνει μαζί του ένα μικρό παιδί, παρά τις εκκλήσεις της μάνας του. Στο επόμενο, τη Σερενάτα, μια νεαρή κοπέλα είναι ετοιμοθάνατη σ’ ένα δωμάτιο και ο Θάνατος εμφανίζεται έξω από το παράθυρο και την καλεί ερωτοτροπώντας μαζί της.
Στο τρίτο (που στην πραγματικότητα γράφτηκε πρώτο), το Τρεπάκ, ο Θάνατος χορεύει αυτό τον παραδοσιακό ρώσικο χορό, πάνω από το κοιμισμένο σώμα ενός μεθυσμένου μουζίκου, που τον καλύπτει το χιόνι καταμεσίς του δάσους, όπου μαίνεται η χιονοθύελλα.
Στο τέταρτο, στον Στρατάρχη, ο θάνατος εμφανίζεται στο πεδίο της μάχης που μόλις έχει τελειώσει θριαμβευτής και καλεί σε προσκλητήριο τους πεθαμένους. Τα τρία πρώτα γράφτηκαν την Άνοιξη του 1875 και το τέταρτο δύο χρόνια αργότερα, όλα για φωνή και πιάνο. Ο ίδιος ήθελε να τα ενορχηστρώσει, αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1881.
Σε αντίθεση με προγενέστερα ρομαντικά αριστουργήματα, όπως το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Σούμπερτ, όπου είναι σε πρώτο πρόσωπο και το κέντρο βάρους είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης και τα βάσανα του από τον ανεκπλήρωτο έρωτα του, με το Θάνατο να αχνοφαίνεται ως μοιραία κατάληξη, εδώ έχουμε τέσσερις εικόνες θανάτου ανώνυμων ανθρώπων, ουσιαστικά ρεαλιστικές για τις συνθήκες τις εποχής, όπου ο Θάνατος είναι ο κεντρικός δραματικός ήρωας, υπογραμμίζοντας ουσιαστικά την κοινή συλλογική μας μοίρα. Παράλληλα, σε ένα άλλο επίπεδο, τουλάχιστον στα τρία πρώτα τραγούδια είναι σαγηνευτικός, φορέας όχι μόνο αφανισμού, αλλά και ανακούφισης, οδηγός και συνοδοιπόρος μιας πορείας που υπόσχεται – απατηλά; - ένα καλύτερο αύριο.
Ο Μουσόργκσκυ την εποχή που έγραψε το έργο
Ο Μουσόργκσκυ επένδυσε έξοχα το κείμενο φτιάχνοντας ένα Αριστούργημα μοναδικής εκφραστικής δύναμης, δραματικής αμεσότητας, οικονομίας και πυκνότητας αισθημάτων και σκέψεων. Οι μουσικολόγοι έχουν εντοπίσει τις τεχνικές βάσεις αυτού του επιτεύγματος, μιλώντας για ιδιοφυή, καινοτόμο μουσική γραφή, προσεγμένη στη λεπτομέρεια της. Εγώ, που είμαι μουσικά αναλφάβητος θα περιοριστώ ν’ αφήσω το έργο να μιλήσει μόνο του. Για το Τρεπάκ έχει ήδη γράψει ο Κώστας πριν λίγες μέρες στο now playing. Με αφορμή το κείμενο του το ξανάκουσα και έκτοτε δεν μπορώ να βγω από το ξόρκι του, το ακούω κάθε μέρα! Ιδού το βίντεο από μια έξοχη ερμηνεία του Τρεπάκ, από το σύγχρονο ρώσο βαρύτονο Ντμίτρι Χβοροστόφσκυ:
Και τα λόγια του ρώσικου κειμένου (σε φωνητική απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες) και μιας έμμετρης απόδοσης στα αγγλικά:
Το έργο έχει ευτυχίσει σπουδαίων ερμηνειών, οι περισσότερες από τις οποίες κυκλοφορούν σε cd. Η σημαντικότερη και πρώτη χρονολογικά (1958), είναι του Βούλγαρου μπάσσου Μπόρις Χριστώφ, στην ενορχήστρωση των Γκλαζουνώφ, Ρίμσκυ Κόρσκακωφ.
Υπάρχει μετά η ιστορική ηχογράφηση της Βισνέφκσαγια, αρχές του ’70, με την ενορχήστρωση που έκανε ο Σοστακόβιτς δέκα χρόνια νωρίτερα και την αφιέρωσε στην κυρία. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η ενορχήστρωση στάθηκε η αφετηρία που τον οδήγησε στο να γράψει τη δική του πραγματεία για το θάνατο, με τη σκοτεινή 14η συμφωνία.
Όσοι (όπως εγώ) θεωρείτε πως η φωνή της υψιφώνου είναι υπερβολικά λεπτόρρευστη γι’ αυτά τα τραγούδια, την ενορχήστρωση του Σοστακόβιτς μπορείτε να τη βρείτε και με το Χβοροστόφσκυ σ’ αυτό το cd:
Στο πρώτο της συλλογής, το Νανούρισμα, ο Θάνατος νανουρίζει και παίρνει μαζί του ένα μικρό παιδί, παρά τις εκκλήσεις της μάνας του. Στο επόμενο, τη Σερενάτα, μια νεαρή κοπέλα είναι ετοιμοθάνατη σ’ ένα δωμάτιο και ο Θάνατος εμφανίζεται έξω από το παράθυρο και την καλεί ερωτοτροπώντας μαζί της.
Στο τρίτο (που στην πραγματικότητα γράφτηκε πρώτο), το Τρεπάκ, ο Θάνατος χορεύει αυτό τον παραδοσιακό ρώσικο χορό, πάνω από το κοιμισμένο σώμα ενός μεθυσμένου μουζίκου, που τον καλύπτει το χιόνι καταμεσίς του δάσους, όπου μαίνεται η χιονοθύελλα.
Στο τέταρτο, στον Στρατάρχη, ο θάνατος εμφανίζεται στο πεδίο της μάχης που μόλις έχει τελειώσει θριαμβευτής και καλεί σε προσκλητήριο τους πεθαμένους. Τα τρία πρώτα γράφτηκαν την Άνοιξη του 1875 και το τέταρτο δύο χρόνια αργότερα, όλα για φωνή και πιάνο. Ο ίδιος ήθελε να τα ενορχηστρώσει, αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1881.
Σε αντίθεση με προγενέστερα ρομαντικά αριστουργήματα, όπως το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Σούμπερτ, όπου είναι σε πρώτο πρόσωπο και το κέντρο βάρους είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης και τα βάσανα του από τον ανεκπλήρωτο έρωτα του, με το Θάνατο να αχνοφαίνεται ως μοιραία κατάληξη, εδώ έχουμε τέσσερις εικόνες θανάτου ανώνυμων ανθρώπων, ουσιαστικά ρεαλιστικές για τις συνθήκες τις εποχής, όπου ο Θάνατος είναι ο κεντρικός δραματικός ήρωας, υπογραμμίζοντας ουσιαστικά την κοινή συλλογική μας μοίρα. Παράλληλα, σε ένα άλλο επίπεδο, τουλάχιστον στα τρία πρώτα τραγούδια είναι σαγηνευτικός, φορέας όχι μόνο αφανισμού, αλλά και ανακούφισης, οδηγός και συνοδοιπόρος μιας πορείας που υπόσχεται – απατηλά; - ένα καλύτερο αύριο.
Ο Μουσόργκσκυ την εποχή που έγραψε το έργο
Ο Μουσόργκσκυ επένδυσε έξοχα το κείμενο φτιάχνοντας ένα Αριστούργημα μοναδικής εκφραστικής δύναμης, δραματικής αμεσότητας, οικονομίας και πυκνότητας αισθημάτων και σκέψεων. Οι μουσικολόγοι έχουν εντοπίσει τις τεχνικές βάσεις αυτού του επιτεύγματος, μιλώντας για ιδιοφυή, καινοτόμο μουσική γραφή, προσεγμένη στη λεπτομέρεια της. Εγώ, που είμαι μουσικά αναλφάβητος θα περιοριστώ ν’ αφήσω το έργο να μιλήσει μόνο του. Για το Τρεπάκ έχει ήδη γράψει ο Κώστας πριν λίγες μέρες στο now playing. Με αφορμή το κείμενο του το ξανάκουσα και έκτοτε δεν μπορώ να βγω από το ξόρκι του, το ακούω κάθε μέρα! Ιδού το βίντεο από μια έξοχη ερμηνεία του Τρεπάκ, από το σύγχρονο ρώσο βαρύτονο Ντμίτρι Χβοροστόφσκυ:
Και τα λόγια του ρώσικου κειμένου (σε φωνητική απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες) και μιας έμμετρης απόδοσης στα αγγλικά:
Το έργο έχει ευτυχίσει σπουδαίων ερμηνειών, οι περισσότερες από τις οποίες κυκλοφορούν σε cd. Η σημαντικότερη και πρώτη χρονολογικά (1958), είναι του Βούλγαρου μπάσσου Μπόρις Χριστώφ, στην ενορχήστρωση των Γκλαζουνώφ, Ρίμσκυ Κόρσκακωφ.
Υπάρχει μετά η ιστορική ηχογράφηση της Βισνέφκσαγια, αρχές του ’70, με την ενορχήστρωση που έκανε ο Σοστακόβιτς δέκα χρόνια νωρίτερα και την αφιέρωσε στην κυρία. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η ενορχήστρωση στάθηκε η αφετηρία που τον οδήγησε στο να γράψει τη δική του πραγματεία για το θάνατο, με τη σκοτεινή 14η συμφωνία.
Όσοι (όπως εγώ) θεωρείτε πως η φωνή της υψιφώνου είναι υπερβολικά λεπτόρρευστη γι’ αυτά τα τραγούδια, την ενορχήστρωση του Σοστακόβιτς μπορείτε να τη βρείτε και με το Χβοροστόφσκυ σ’ αυτό το cd:
Last edited: