Το 1969, ο Young έχοντας εγκαταλείψει το όχημα των Buffalo Springfield, έχει κυκλοφορήσει τον πρώτο του solo δίσκο στο γνώριμο ύφος του folk-country rock.
Οι Rockets είναι την εποχή εκείνη ένα γκρούπ χαμηλής δημοτικότητας, των οποίων τον «πυρήνα» διαλέγει σαν συνοδευτικό του γκρούπ για το επόμενο πόνημα του.
Ετσι ο Danny Whitten- κιθάρα, Billy Talbot-μπάσο και Ralph Molina –τύμπανα βαφτίζονται Crazy Horse και ξεκινάει μια συνεργασία -ορόσημο για την καριέρα του Neil Young.
Everybody Knows this is Nowhere – Neil Young with Crazy Horse (Reprise- 1969)
Στο δίσκο αυτό αποτυπώνεται η στροφή του Neil Young σε ένα ηλεκτρικό ήχο που θα γίνει σήμα του κατατεθέν για σειρά ετών. Με τη συνδρομή του γκρούπ, ο Young στην κιθάρα, αναπτύσσει μια τεχνική που απέχει πολύ απο το να χαρακτηριστεί βιρτουόζικη...
Κάθε άλλο. Ήχος κατα το πλείστον με αρκετό drive και έμφαση στις μεσαίες, οξύς, ακατέργαστος, γεμάτος γωνίες, μονολιθικός . Τα riffs και τα σόλα του, επιτομή του μινιμαλισμού μέχρι κακεντρεχείας (απο πλευράς επαϊόντων) για τις ικανότητές του.
Επαναληπτικά riffs της μιάς νότας, σόλο σε μιά χορδή ή άντε σε δύο, να μοιάζει πολλές φορές πως ψελλίζει μουσικές φράσεις, να μετεωρίζεται αμήχανα, να διστάζει πριν χτυπήσει άτσαλα, όντας πλέον εκτός μέτρου όταν το κάνει.
Μου θύμιζε τον οικείο ήχο που ακούγαμε απο τα γκρούπ της γειτονιάς, που παίζαν πίσω απο τα ασβεστωμένα τζάμια του αυτοσχέδιου προβάδικου, τα «δικά τους» κομμάτια.
Κι όμως. Το σκηνικό που στήνεται απο τους τέσσερις- τουλάχιστον στα highlights- αν πιάσεις τον παλμό και αφεθείς, γρήγορα σε βάζει σε μιά δίνη που φορές νομίζεις πως σε γραπώνει απο το λαιμό και σου κόβει τον αέρα.
Στα φωνητικά φυσικά ο Neil, με μεγάλη βοήθεια όμως στις δεύτερες-τρίτες φωνές απο τους υπόλοιπους, χωρίς αντικειμενικά κάτι προς το ξεχωριστό αλλά μάλλον προς το ιδιότυπο.
Κι όμως. Στον καμβά που στήνεται, λιτό και πρωτόλειο, σχεδίασμα μάλλον παρά τελειωμένο έργο, σαν τσαλακωμένη παιδική ζωγραφιά με μουντά χρώματα, το κάθε τραγούδι χτισμένο πάνω στους στίχους του Young αναδύεται ποτε στοχαστικό και εξομολογητικό, επικλητικό και σπαρακτικό, κλειστοφοβικό και καταθλιπτικό, άλλοτε απολογητικό, πληγωμένα τρυφερό, κυρίως πεσσιμιστικό, αλλά τελικά και βαθιά ανθρώπινο.
Δεν μπορώ να πω φυσικά πως είναι ένας «ευχάριστος» δίσκος. Αυτό που μπορώ να πώ με βεβαιότητα είναι πως εδώ βρίσκονται τέσσερις διαχρονικοί «ύμνοι» του ρεπερτορίου του (Cinnamon Girl, Cowgirl in the sand, Down by the River, και το ομότιτλο του δίσκου Everybody knows…), ένας αδάμας το Runnin’ Dry (Requiem for the Rockets) , με την ευρηματική προσθήκη στην ενορχήστρωση του βιολιού που θρηνεί, ενός εξαιρετικού ακουστικού Round and round (Won’t be long) με πολύ καλά φωνητικά και τέλος ενός απλώς καλού country-rock Losing End.
Επανακυκλοφορεί σε πρόσφατο remaster HDCD απο τη σειρα archive του καλλιτέχνη.