- 17 June 2006
- 49,356
Larry Coryell - Barefoot boy - Flying Dutchman 1971
To 1971, ένας νεαρός και ελάχιστα καταξιωμένος κιθαρίστας (τουλάχιστον στην γνώμη των πολλών), ο Larry Coryell, μπαίνει στα διάσημα Electric Lady studios.
Ούτε ένας χρόνος δεν έχει περάσει που ηχογράφησε εκεί ο Jimmy Hendrix. Η αύρα του και το dna του είναι ακόμα στο studio.
Ο Larry μετά από μια μικρή και σημαντική γρήγορη παρουσία σε δίσκους του Gary Burton Quintet (μεταξύ των οποίων το Genuine Tong Funeral της Carla Bley), το Dealer του Chico Hamilton (όπου αντικατέστησε τον πολύ Gabor Szabo – παίρνοντας και credit στο εξώφυλλο του δίσκου) αλλά και την πρώτη προσπάθεια με το group Free Spirits ξεκινάει για κάτι διαφορετικό.
Κάτι στα βήματα του Miles και του Coltrane.
Ένας δίσκος φευγάτος, ελεύθερος, χωρίς προσποιήσεις, ένα σχεδόν ατελείωτο jam χωρίς αρχή και τέλος.
Τρία κομμάτια. Και πολλά ίσως να είναι. Δυό στην πρώτη και ένα στην δεύτερη.
Για τα δεδομένα του 1971 σχεδόν ιεροσυλία, και μόνο ανεκτό για μεγάλους πιονέρους της jazz. (μετά κατάλαβαν όλοι ότι αυτός ήταν ένας από αυτούς).
Ξεκίνημα με το Gypsy Queen του Gabor Szabo που έμαθε ο πλανήτης από τον Carlos Santana. Ένα κομμάτι με αστείρευτη δυναμική που λάμπει τόσο στην πιασάρικη συνταγή του money maker Carlos, αλλά και στην πρωτότυπη του Szabo. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Στο στούντιο καθυστερεί ο μπασίστας και οι υπόλοιποι σε απίστευτες κάψες δεν περιμένουν στιγμή. Το κομμάτι ξεκινάει σαν πρόβα και καταλήγει να ηχογραφείται χωρίς αυτόν. Μαζί με τον Larry, ο συνοδοιπόρος στους Free Spirits Steve Marcus (ηγετική και παρεξηγημένη φυσιογνωμία) στο σοπράνο, ο εμπειρότατος Roy Haynes στα τύμπανα και δυό κρουστά ο Lawrence Killian και ο Harry Wilkinson (ο σταθερός drummer της εποχής του Coryell). Η γύφτισα βασίλισσα έχει αέρα, χορεύει, πάνω στη φωτιά, το ρυθμό του Haynes, ενώ ο Coryell πιάνει την αύρα και το πνεύμα του Hendrix από την ατμόσφαιρα και συνομιλεί μαζί του. Μαζί με τον Marcus χτίζουν σε ένα δυναμικό κρεσέντο το βασικό θέμα. Το θέμα το παίζει αρχικά μόνο ο Marcus, ενώ ο Larry έχει τον ρόλο του μπάσου και της κιθάρας ταυτόχρονα. Η κιθαριστική προσέγγιση είναι μοναδική και πολύ μπροστά για την εποχή με μπόλικο feedback ώρες ώρες, wah wah, αλλά και περάσματα από blue ή jazz φόρμες.
Στο Great Escape που ακολουθεί, με την προσθήκη του μπασίστα Mervin Bronson, έχουμε ένα laid back, χαλαρό, αργό jazz funk, στα πλαίσια αυτού που μετά μετονομάστηκε acid jazz. O ήχος του Larry και το ύφος του θυμίζει αρκετά τα πρώτα βήματα του Santana ενώ υπάρχουν και πάλι οι επιρροές του Szabo. Το σαξόφωνο του Marcus ανεξίτηλη σφραγίδα, χωρίς μιμητισμό. Και αυτό ένα jam χωρίς όμως την φλύαρη έννοια με μόνο την ελεύθερη αξία.
Η δεύτερη πλευρά κυριαρχείται από το Call to the Higher Consciousness. Αν κάποιος είναι υποψιασμένος με το πνεύμα της εποχής θα πρέπει ήδη να έχει κάνει τους συνειρμούς και να έχει μαντέψει τις επιρροές μόνο από το άκουσμα του τίτλου… John McLaughlin, John Coltrane, Miles Davis.
Η εισαγωγή του κομματιού θυμίζει την αντίστοιχη στο Let us go into the House of the Lord των Santana – Mahavishnu από τον γνωστό δίσκο Love Devotion Surrender μόνο που αυτός ηχογραφήθηκε δυό χρόνια μετά.Ο Coryell αντιγράφει την ήρεμη πλευρά του McLaughlin, ενώ έχουμε το παράδοξο, δυό χρόνια αργότερα ο McLaughlin να αντιγράφει τον ίδιο τον Coryell. Το opening είναι καθαρά Coltrane, ενώ οι θέσεις των οργάνων στη σκηνή και οι ρόλοι είναι καθαρά τεχνοτροπίας Miles και Coltrane. Το κομμάτι της δεύτερης πλευράς τα έχει όλα… Λίγο από Bitches, λίγο από Kind of Blue, λίγο in a silent way (ίσως κάτι παραπάνω από αυτό) και a love supreme. Το βασικό θέμα είναι αργό, νωχελικό χωρίς να είναι τεμπέλικο, κιμπάρικο, σταθερό και βαρύ. Οι μουσικοί είναι οι ίδιοι με την προσθήκη του πιάνου του Mike Mandel. Στο βασικό θέμα ο Larry με τον Marcus ανταλλάσουν μικρές φράσεις και μετά έχουν ξεχωριστούς ρόλους. Ο αέρινος Roy Haynes στέκεται άξια δίπλα στον μεγάλο Elvin Jones, βράχος για να στηριχτούν οι υπόλοιποι στο ελεύθερο ταξίδι τους. Το σόλο του Coryell …….
Παραγωγός του δίσκου ο έμπειρος Bob Thiele (κύριος αρωγός στα πρώτα βήματα του Coryell), ενώ στον ήχο ο μάστορας Eddie Kramer. Μορφές…
Το ύφος και πνεύμα του δίσκου έχει την αγνότητα, το βάρος, τον αυθορμητισμό, και κατάθεση ψυχής που χαρακτηρίζει τις αρχές του 1970. Δίσκοι σαν αυτόν σε κάνουν να αναλογίζεσαι με θλίψη τον κύκλο που έχει κάνει η μουσική μέχρι σήμερα. Όχι ότι απαραίτητα η μουσική ευτελίστηκε ή εξαφανίστηκε. Απλά δίσκοι σαν αυτόν δεν μπορούν να ξαναβγούν.
6 στα 5 γιατί δεν θέλω να είμαι υπερβολικός.
Το να πω ότι είναι εξαιρετικά σπάνιος είναι περιττό. Μόνο αν βρεθεί σε βινύλιο, όσα υπάρχουν ακόμα και αυτά τσιμπημένα, σχεδόν όσο ένα χέρι κι ένα πόδι, ιδίως αν είναι σε καλή κατάσταση.
Δεν με έχει πιάσει καμιά μανία με τον κιθαρίστα (γι όσους απορούν). Τον πρωτοάκουσα γύρω στο 1976 και από τότε έφαγα μεγάλη κατραπακιά.
Πρόσφατα μπήκα στο λούκι να συγκεντρώσω, αν όχι όλη, την σημαντικώτερη δισκογραφία του. Και ο δίσκος αυτός ίσως είναι το must των must. Αν όχι για το περιεχόμενό του το ίδιο, για την επίδραση που είχε στην δημιουργία του είδους jazz fusion και την επιρροή σε μια ολόκληρη γενιά κιθαριστών.
Τέλος να προσθέσω και κάτι επίκαιρο, σε δυό μήνες θα έχουμε, αν είμαστε καλά, την χαρά να τον απολαύσουμε ζωντανά στην Αθήνα.
To 1971, ένας νεαρός και ελάχιστα καταξιωμένος κιθαρίστας (τουλάχιστον στην γνώμη των πολλών), ο Larry Coryell, μπαίνει στα διάσημα Electric Lady studios.
Ούτε ένας χρόνος δεν έχει περάσει που ηχογράφησε εκεί ο Jimmy Hendrix. Η αύρα του και το dna του είναι ακόμα στο studio.
Ο Larry μετά από μια μικρή και σημαντική γρήγορη παρουσία σε δίσκους του Gary Burton Quintet (μεταξύ των οποίων το Genuine Tong Funeral της Carla Bley), το Dealer του Chico Hamilton (όπου αντικατέστησε τον πολύ Gabor Szabo – παίρνοντας και credit στο εξώφυλλο του δίσκου) αλλά και την πρώτη προσπάθεια με το group Free Spirits ξεκινάει για κάτι διαφορετικό.
Κάτι στα βήματα του Miles και του Coltrane.
Ένας δίσκος φευγάτος, ελεύθερος, χωρίς προσποιήσεις, ένα σχεδόν ατελείωτο jam χωρίς αρχή και τέλος.
Τρία κομμάτια. Και πολλά ίσως να είναι. Δυό στην πρώτη και ένα στην δεύτερη.
Για τα δεδομένα του 1971 σχεδόν ιεροσυλία, και μόνο ανεκτό για μεγάλους πιονέρους της jazz. (μετά κατάλαβαν όλοι ότι αυτός ήταν ένας από αυτούς).
Ξεκίνημα με το Gypsy Queen του Gabor Szabo που έμαθε ο πλανήτης από τον Carlos Santana. Ένα κομμάτι με αστείρευτη δυναμική που λάμπει τόσο στην πιασάρικη συνταγή του money maker Carlos, αλλά και στην πρωτότυπη του Szabo. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Στο στούντιο καθυστερεί ο μπασίστας και οι υπόλοιποι σε απίστευτες κάψες δεν περιμένουν στιγμή. Το κομμάτι ξεκινάει σαν πρόβα και καταλήγει να ηχογραφείται χωρίς αυτόν. Μαζί με τον Larry, ο συνοδοιπόρος στους Free Spirits Steve Marcus (ηγετική και παρεξηγημένη φυσιογνωμία) στο σοπράνο, ο εμπειρότατος Roy Haynes στα τύμπανα και δυό κρουστά ο Lawrence Killian και ο Harry Wilkinson (ο σταθερός drummer της εποχής του Coryell). Η γύφτισα βασίλισσα έχει αέρα, χορεύει, πάνω στη φωτιά, το ρυθμό του Haynes, ενώ ο Coryell πιάνει την αύρα και το πνεύμα του Hendrix από την ατμόσφαιρα και συνομιλεί μαζί του. Μαζί με τον Marcus χτίζουν σε ένα δυναμικό κρεσέντο το βασικό θέμα. Το θέμα το παίζει αρχικά μόνο ο Marcus, ενώ ο Larry έχει τον ρόλο του μπάσου και της κιθάρας ταυτόχρονα. Η κιθαριστική προσέγγιση είναι μοναδική και πολύ μπροστά για την εποχή με μπόλικο feedback ώρες ώρες, wah wah, αλλά και περάσματα από blue ή jazz φόρμες.
Στο Great Escape που ακολουθεί, με την προσθήκη του μπασίστα Mervin Bronson, έχουμε ένα laid back, χαλαρό, αργό jazz funk, στα πλαίσια αυτού που μετά μετονομάστηκε acid jazz. O ήχος του Larry και το ύφος του θυμίζει αρκετά τα πρώτα βήματα του Santana ενώ υπάρχουν και πάλι οι επιρροές του Szabo. Το σαξόφωνο του Marcus ανεξίτηλη σφραγίδα, χωρίς μιμητισμό. Και αυτό ένα jam χωρίς όμως την φλύαρη έννοια με μόνο την ελεύθερη αξία.
Η δεύτερη πλευρά κυριαρχείται από το Call to the Higher Consciousness. Αν κάποιος είναι υποψιασμένος με το πνεύμα της εποχής θα πρέπει ήδη να έχει κάνει τους συνειρμούς και να έχει μαντέψει τις επιρροές μόνο από το άκουσμα του τίτλου… John McLaughlin, John Coltrane, Miles Davis.
Η εισαγωγή του κομματιού θυμίζει την αντίστοιχη στο Let us go into the House of the Lord των Santana – Mahavishnu από τον γνωστό δίσκο Love Devotion Surrender μόνο που αυτός ηχογραφήθηκε δυό χρόνια μετά.Ο Coryell αντιγράφει την ήρεμη πλευρά του McLaughlin, ενώ έχουμε το παράδοξο, δυό χρόνια αργότερα ο McLaughlin να αντιγράφει τον ίδιο τον Coryell. Το opening είναι καθαρά Coltrane, ενώ οι θέσεις των οργάνων στη σκηνή και οι ρόλοι είναι καθαρά τεχνοτροπίας Miles και Coltrane. Το κομμάτι της δεύτερης πλευράς τα έχει όλα… Λίγο από Bitches, λίγο από Kind of Blue, λίγο in a silent way (ίσως κάτι παραπάνω από αυτό) και a love supreme. Το βασικό θέμα είναι αργό, νωχελικό χωρίς να είναι τεμπέλικο, κιμπάρικο, σταθερό και βαρύ. Οι μουσικοί είναι οι ίδιοι με την προσθήκη του πιάνου του Mike Mandel. Στο βασικό θέμα ο Larry με τον Marcus ανταλλάσουν μικρές φράσεις και μετά έχουν ξεχωριστούς ρόλους. Ο αέρινος Roy Haynes στέκεται άξια δίπλα στον μεγάλο Elvin Jones, βράχος για να στηριχτούν οι υπόλοιποι στο ελεύθερο ταξίδι τους. Το σόλο του Coryell …….
Παραγωγός του δίσκου ο έμπειρος Bob Thiele (κύριος αρωγός στα πρώτα βήματα του Coryell), ενώ στον ήχο ο μάστορας Eddie Kramer. Μορφές…
Το ύφος και πνεύμα του δίσκου έχει την αγνότητα, το βάρος, τον αυθορμητισμό, και κατάθεση ψυχής που χαρακτηρίζει τις αρχές του 1970. Δίσκοι σαν αυτόν σε κάνουν να αναλογίζεσαι με θλίψη τον κύκλο που έχει κάνει η μουσική μέχρι σήμερα. Όχι ότι απαραίτητα η μουσική ευτελίστηκε ή εξαφανίστηκε. Απλά δίσκοι σαν αυτόν δεν μπορούν να ξαναβγούν.
6 στα 5 γιατί δεν θέλω να είμαι υπερβολικός.
Το να πω ότι είναι εξαιρετικά σπάνιος είναι περιττό. Μόνο αν βρεθεί σε βινύλιο, όσα υπάρχουν ακόμα και αυτά τσιμπημένα, σχεδόν όσο ένα χέρι κι ένα πόδι, ιδίως αν είναι σε καλή κατάσταση.
Δεν με έχει πιάσει καμιά μανία με τον κιθαρίστα (γι όσους απορούν). Τον πρωτοάκουσα γύρω στο 1976 και από τότε έφαγα μεγάλη κατραπακιά.
Πρόσφατα μπήκα στο λούκι να συγκεντρώσω, αν όχι όλη, την σημαντικώτερη δισκογραφία του. Και ο δίσκος αυτός ίσως είναι το must των must. Αν όχι για το περιεχόμενό του το ίδιο, για την επίδραση που είχε στην δημιουργία του είδους jazz fusion και την επιρροή σε μια ολόκληρη γενιά κιθαριστών.
Τέλος να προσθέσω και κάτι επίκαιρο, σε δυό μήνες θα έχουμε, αν είμαστε καλά, την χαρά να τον απολαύσουμε ζωντανά στην Αθήνα.
Attachments
Last edited: