Το spaghetti western είναι το πιο πρωτότυπο και ταυτοχρόνως το πιο παρασιτικό είδος που γεννήθηκε ποτέ στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ´60 και ως τα τέλη της είχε απογειωθεί. Στο λεξικό «Spaghetti Westerns: the Good, the Βad and the Violent» του Τόμας Γουάισερ (το οποίο έχει αρκετές ελλείψεις) καταχωρίζονται 558 ταινίες με όλους τους εναλλακτικούς τίτλους τους, από το 1963 ως τα μέσα του ´70, όταν το είδος βρισκόταν πια στη δύση του.
Δίνοντας σημασία στη στυλιζαρισμένη εικονογράφηση της βίας σε συνδυασμό με τη μουσική, το spaghetti western παραποίησε την εικόνα του αρχετυπικού μύθου του Φαρ Ουέστ την οποία είχε δημιουργήσει το πατροπαράδοτο αμερικανικό γουέστερν.
Πάμφθηνο σε κόστος, υπήρξε προϊόν ανύπαρκτων, λιλιπούτειων ή μικρομεσαίων εταιρειών παραγωγής που μετατράπηκαν σε κολοσσούς. Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι , για παράδειγμα, εξελίχθηκε σε μεγαλοπαραγωγό χάρη σε αυτές τις ταινίες. Χάριν ευκολίας, καθ´ ότι προϊόν της Ιταλίας, το ευρωπαϊκό γουέστερν βαπτίστηκε spaghetti από τους κριτικούς, οι οποίοι, την εποχή που το είδος ήταν ακόμη ζωντανό, δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά. Με τον όρο spaghetti western διαφωνούν πολλοί από αυτούς που δούλεψαν σε αυτές τις ταινίες, όπως ο σκηνοθέτης Σέρτζιο Σολίμα και βεβαίως ο Ενιο Μορικόνε, ο οποίος έχει παρατήσει συνέντευξη στη μέση ακούγοντας να αποκαλούν κατ´ αυτόν τον τρόπο τα ευρωπαϊκά γουέστερν.
Πατέρας του εξεζητημένου στυλ κινηματογράφησης των spaghetti westerns είναι ο Σέρτζιο Λεόνε, του οποίου η «Τριλογία του δολαρίου» επηρέασε δεκάδες σκηνοθέτες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον Κουέντιν Ταραντίνο. Στο Πανόραμα θα προβληθεί το τελευταίο γουέστερν του, «Giu la testa» («Κάτω τα κεφάλια», 1970), που αναφέρεται στην επανάσταση του Μεξικού. Το ίδιο φόντο έχει και ο «Επαναστάτης του Μεξικού» («Ιl Μercenario», 1968) του Σέρτζιο Κορμπούτσι, που επίσης ανήκει στο αφιέρωμα του Πανοράματος.
Πρωταγωνιστής στον «Επαναστάτη του Μεξικού» είναι ο Φράνκο Νέρο, ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους σταρ των spaghetti westerns και εκείνος που υποδύθηκε για πρώτη φορά τον πιστολέρο Τζάνγκο. Το Πανόραμα προβάλλει ακόμη δύο ταινίες του, το «L´ uomo, l´ orgoglio, la vendetta» («Προδομένος εκδικητής», 1968)
του Λουίτζι Μπατσόνι, ελεύθερη μεταφορά της «Κάρμεν», και το κλασικό, γκόθικ γουέστερν «Κεόμα» του Εντσο Καστελάρι, που γυρίστηκε το 1976, όταν το είδος βρισκόταν στη δύση του.
Α πό τις ταινίες του Τζουλιάνο Τζέμα, το Πανόραμα επέλεξε την καλύτερη, το «Ιl ritorno di Ringo» («Η επιστροφή του Ρίνγκο», 1965) του Ντούτσιο Τέσαρι, μια ελεύθερη μεταφορά της «Οδύσσειας» του Ομήρου. Ορισμένα ευρωπαϊκά γουέστερν καλλιέργησαν μια άνευ προηγουμένου σαδιστική βία και σε αυτό το πλαίσιο το Πανόραμα επέλεξε το ημισουρεαλιστικό «Se sei vivo spara» («Ενας ξένος... λίγο χρυσάφι... πολλά πτώματα», 1967) του Τζούλιο Κουέστι, ένα από τα πιο νεκρόφιλα γουέστερν όλων των εποχών.
Στο «Da uomo a uomo»/ «Death rides a horse», που είχε προβληθεί στην Ελλάδα ως «Οι πέντε σημαδεμένοι του Ελ Βιέντο», ο Λι βαν Κλιφ (θρύλος των spaghetti) κάνει αυτό που γνωρίζει καλά: υποδύεται τον πρώην κατάδικο ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να πάρει το μερίδιό του από τα λεφτά μιας παλιάς ληστείας. Δίπλα του ο Τζον Φίλιπ Λο θέλει να πάρει πίσω το αίμα των γονιών του οι οποίοι δολοφονήθηκαν από την ίδια συμμορία που αναζητεί ο Βαν Κλιφ. Οι μαγκιόρικοι διάλογοι είναι από τα ατού της ταινίας.
Τέλος, από τα ανάλαφρα spaghetti που οδήγησαν στη χοντροκομμένη κωμωδία των ταινιών «Τρινιτά», με τους Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, το Πανόραμα προβάλλει το «Μy name is Νobody» («Τo όνομά μου είναι Κανένας», 1973) του Τονίνο Βαλέρι (παραγωγή του Σέρτζιο Λεόνε), με τον Χιλ και τον Χένρι Φόντα σε μια ανορθόδοξη συνάντηση πιστολέρο της παλαιάς και της νέας γενιάς.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι συντελεστές των spaghetti westerns- από τους ηθοποιούς ως τους τεχνικούς- υπέγραφαν στα ζενερίκ με αμερικανικά ψευδώνυμα δηλώνει ακόμη πιο έντονα το πόσο προσποιητό ήταν το είδος, αν και η χρήση των ψευδωνύμων οφειλόταν σε καθαρά εμπορικούς λόγους, καθώς το ευρωπαϊκό κοινό ένιωθε πιο σίγουρο διαβάζοντας αμερικανικά ονόματα. Ολοι είχαν ψευδώνυμα. Ακόμη και ο Σέρτζιο Λεόνε υπέγραψε το «Για μια χούφτα δολάρια» ως Μπομπ Ρόμπερτσον. Ο Σέρτζιο Κορμπούτσι έχει υπάρξει Στάνλεϊ Κόρμπετ. Ο Ντεμόφιλο Φιντάνι, ο πιο παραγωγικός αλλά και ο χειρότερος σκηνοθέτης του είδους, έχει υπογράψει τις χειρότερες ταινίες του με καμιά δεκαριά διαφορετικά παρατσούκλια: Μάιλς Ντιμ, Σλιμ Αλόουν, Λάκι Ντίκερσον, Ντένις Φορντ, Ντικ Σπιτφάιρ κ.ά. Αμερικανικά ψευδώνυμα είχαν βεβαίως και οι μη Αμερικανοί, κυρίως ευρωπαίοι ηθοποιοί, των οποίων τα ονόματα συνδυάστηκαν με τα spaghetti westerns. Ο Τζουλιάνο Τζέμα (Μοντγκόμερι Γουντ), ο Αντόνιο ντε Τεφέ (Αντονι Στέφεν), ο Χόρχε Χιλ Ακόστα Λάρα (Τζορτζ Χίλτον), ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ (Τζον Γουέλς), ο Λουτσιάνο Στέλα (Τόνι Κένταλ), ο Αντρέα Τζιορντάνα (Τσιπ Γκόρμαν) και ο Μάριο Τζιρότι (Τέρενς Χιλ) είναι μερικοί από αυτούς (κάποιοι, όπως ο Κουβανός Τόμας Μίλιαν και ο Γερμανός Κλάους Κίνσκι, δεν χρειάστηκαν ψευδώνυμα).
Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι η καριέρα πολλών καταξιωμένων αργότερα κινηματογραφιστών (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Ντάριο Αρτζέντο, Τίντο Μπρας, Φράνκο Σολίνας, Τζιάνι Αμέλιο, Βιτόριο Στοράρο) ξεκίνησε από το spaghetti, καθώς και ότι αμερικανοί ηθοποιοί όπως ο Τζακ Πάλανς, ο Λι βαν Κλιφ, ο Ελάι Γουάλας και ο Αντονι Κουίν άνοιξαν με αυτά ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα τους. Ακόμη, ο Κλιντ Ιστγουντ έγινε σουπερστάρ χάρη στα spaghetti του Λεόνε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Ολες οι ταινίες θα προβληθούν στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» από 22 εως 31.10.2010
Εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ´60 και ως τα τέλη της είχε απογειωθεί. Στο λεξικό «Spaghetti Westerns: the Good, the Βad and the Violent» του Τόμας Γουάισερ (το οποίο έχει αρκετές ελλείψεις) καταχωρίζονται 558 ταινίες με όλους τους εναλλακτικούς τίτλους τους, από το 1963 ως τα μέσα του ´70, όταν το είδος βρισκόταν πια στη δύση του.
Δίνοντας σημασία στη στυλιζαρισμένη εικονογράφηση της βίας σε συνδυασμό με τη μουσική, το spaghetti western παραποίησε την εικόνα του αρχετυπικού μύθου του Φαρ Ουέστ την οποία είχε δημιουργήσει το πατροπαράδοτο αμερικανικό γουέστερν.
Πάμφθηνο σε κόστος, υπήρξε προϊόν ανύπαρκτων, λιλιπούτειων ή μικρομεσαίων εταιρειών παραγωγής που μετατράπηκαν σε κολοσσούς. Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι , για παράδειγμα, εξελίχθηκε σε μεγαλοπαραγωγό χάρη σε αυτές τις ταινίες. Χάριν ευκολίας, καθ´ ότι προϊόν της Ιταλίας, το ευρωπαϊκό γουέστερν βαπτίστηκε spaghetti από τους κριτικούς, οι οποίοι, την εποχή που το είδος ήταν ακόμη ζωντανό, δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά. Με τον όρο spaghetti western διαφωνούν πολλοί από αυτούς που δούλεψαν σε αυτές τις ταινίες, όπως ο σκηνοθέτης Σέρτζιο Σολίμα και βεβαίως ο Ενιο Μορικόνε, ο οποίος έχει παρατήσει συνέντευξη στη μέση ακούγοντας να αποκαλούν κατ´ αυτόν τον τρόπο τα ευρωπαϊκά γουέστερν.
Πατέρας του εξεζητημένου στυλ κινηματογράφησης των spaghetti westerns είναι ο Σέρτζιο Λεόνε, του οποίου η «Τριλογία του δολαρίου» επηρέασε δεκάδες σκηνοθέτες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον Κουέντιν Ταραντίνο. Στο Πανόραμα θα προβληθεί το τελευταίο γουέστερν του, «Giu la testa» («Κάτω τα κεφάλια», 1970), που αναφέρεται στην επανάσταση του Μεξικού. Το ίδιο φόντο έχει και ο «Επαναστάτης του Μεξικού» («Ιl Μercenario», 1968) του Σέρτζιο Κορμπούτσι, που επίσης ανήκει στο αφιέρωμα του Πανοράματος.
Πρωταγωνιστής στον «Επαναστάτη του Μεξικού» είναι ο Φράνκο Νέρο, ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους σταρ των spaghetti westerns και εκείνος που υποδύθηκε για πρώτη φορά τον πιστολέρο Τζάνγκο. Το Πανόραμα προβάλλει ακόμη δύο ταινίες του, το «L´ uomo, l´ orgoglio, la vendetta» («Προδομένος εκδικητής», 1968)
του Λουίτζι Μπατσόνι, ελεύθερη μεταφορά της «Κάρμεν», και το κλασικό, γκόθικ γουέστερν «Κεόμα» του Εντσο Καστελάρι, που γυρίστηκε το 1976, όταν το είδος βρισκόταν στη δύση του.
Α πό τις ταινίες του Τζουλιάνο Τζέμα, το Πανόραμα επέλεξε την καλύτερη, το «Ιl ritorno di Ringo» («Η επιστροφή του Ρίνγκο», 1965) του Ντούτσιο Τέσαρι, μια ελεύθερη μεταφορά της «Οδύσσειας» του Ομήρου. Ορισμένα ευρωπαϊκά γουέστερν καλλιέργησαν μια άνευ προηγουμένου σαδιστική βία και σε αυτό το πλαίσιο το Πανόραμα επέλεξε το ημισουρεαλιστικό «Se sei vivo spara» («Ενας ξένος... λίγο χρυσάφι... πολλά πτώματα», 1967) του Τζούλιο Κουέστι, ένα από τα πιο νεκρόφιλα γουέστερν όλων των εποχών.
Στο «Da uomo a uomo»/ «Death rides a horse», που είχε προβληθεί στην Ελλάδα ως «Οι πέντε σημαδεμένοι του Ελ Βιέντο», ο Λι βαν Κλιφ (θρύλος των spaghetti) κάνει αυτό που γνωρίζει καλά: υποδύεται τον πρώην κατάδικο ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να πάρει το μερίδιό του από τα λεφτά μιας παλιάς ληστείας. Δίπλα του ο Τζον Φίλιπ Λο θέλει να πάρει πίσω το αίμα των γονιών του οι οποίοι δολοφονήθηκαν από την ίδια συμμορία που αναζητεί ο Βαν Κλιφ. Οι μαγκιόρικοι διάλογοι είναι από τα ατού της ταινίας.
Τέλος, από τα ανάλαφρα spaghetti που οδήγησαν στη χοντροκομμένη κωμωδία των ταινιών «Τρινιτά», με τους Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, το Πανόραμα προβάλλει το «Μy name is Νobody» («Τo όνομά μου είναι Κανένας», 1973) του Τονίνο Βαλέρι (παραγωγή του Σέρτζιο Λεόνε), με τον Χιλ και τον Χένρι Φόντα σε μια ανορθόδοξη συνάντηση πιστολέρο της παλαιάς και της νέας γενιάς.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι συντελεστές των spaghetti westerns- από τους ηθοποιούς ως τους τεχνικούς- υπέγραφαν στα ζενερίκ με αμερικανικά ψευδώνυμα δηλώνει ακόμη πιο έντονα το πόσο προσποιητό ήταν το είδος, αν και η χρήση των ψευδωνύμων οφειλόταν σε καθαρά εμπορικούς λόγους, καθώς το ευρωπαϊκό κοινό ένιωθε πιο σίγουρο διαβάζοντας αμερικανικά ονόματα. Ολοι είχαν ψευδώνυμα. Ακόμη και ο Σέρτζιο Λεόνε υπέγραψε το «Για μια χούφτα δολάρια» ως Μπομπ Ρόμπερτσον. Ο Σέρτζιο Κορμπούτσι έχει υπάρξει Στάνλεϊ Κόρμπετ. Ο Ντεμόφιλο Φιντάνι, ο πιο παραγωγικός αλλά και ο χειρότερος σκηνοθέτης του είδους, έχει υπογράψει τις χειρότερες ταινίες του με καμιά δεκαριά διαφορετικά παρατσούκλια: Μάιλς Ντιμ, Σλιμ Αλόουν, Λάκι Ντίκερσον, Ντένις Φορντ, Ντικ Σπιτφάιρ κ.ά. Αμερικανικά ψευδώνυμα είχαν βεβαίως και οι μη Αμερικανοί, κυρίως ευρωπαίοι ηθοποιοί, των οποίων τα ονόματα συνδυάστηκαν με τα spaghetti westerns. Ο Τζουλιάνο Τζέμα (Μοντγκόμερι Γουντ), ο Αντόνιο ντε Τεφέ (Αντονι Στέφεν), ο Χόρχε Χιλ Ακόστα Λάρα (Τζορτζ Χίλτον), ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ (Τζον Γουέλς), ο Λουτσιάνο Στέλα (Τόνι Κένταλ), ο Αντρέα Τζιορντάνα (Τσιπ Γκόρμαν) και ο Μάριο Τζιρότι (Τέρενς Χιλ) είναι μερικοί από αυτούς (κάποιοι, όπως ο Κουβανός Τόμας Μίλιαν και ο Γερμανός Κλάους Κίνσκι, δεν χρειάστηκαν ψευδώνυμα).
Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι η καριέρα πολλών καταξιωμένων αργότερα κινηματογραφιστών (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Ντάριο Αρτζέντο, Τίντο Μπρας, Φράνκο Σολίνας, Τζιάνι Αμέλιο, Βιτόριο Στοράρο) ξεκίνησε από το spaghetti, καθώς και ότι αμερικανοί ηθοποιοί όπως ο Τζακ Πάλανς, ο Λι βαν Κλιφ, ο Ελάι Γουάλας και ο Αντονι Κουίν άνοιξαν με αυτά ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα τους. Ακόμη, ο Κλιντ Ιστγουντ έγινε σουπερστάρ χάρη στα spaghetti του Λεόνε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Ολες οι ταινίες θα προβληθούν στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» από 22 εως 31.10.2010