- 17 June 2006
- 14,350
Την αντιπαθούσα την Arsenal, πριν ο Βενγκέρ τη μεταλλάξει σε αυτό που είναι σήμερα.
Δεν έχω δεί ποτέ μου πιο βαρετή και αντιτουριστική ομάδα.
Ηταν όμως πεισματάρηδες και απίστευτα σκληροτράχηλοι: το γκόλ τούς το έβαζες, αφού πρώτα έφτυνες αίμα.
Η Arsenal ήταν η ενσάρκωση του John Bull: μια ομάδα που άντεχε. Προσωπικά, θαύμαζα πάντα τις κλασσικές Βρετανικές αρετές: τη δύναμη, την αντοχή, το πείσμα, την επιμονή, το ότι δεν κόλωναν μπροστά σε κανέναν, έδιναν ό τι είχαν και δεν παραδίνονταν μέχρι το σφύριγμα της λήξης. Η Arsenal εκείνης της εποχής ήταν η απόλυτη Αγγλική ομάδα. Μια ομάδα που σ έπιανε απ το λαιμό με το Καλημέρα, σαν μπουλντόγκ και δεν σε άφηνε μέχρι να σκάσεις: έκανε συλλογή από σκάλπ αντιπάλων, συχνά πολύ καλύτερων από αυτή, γιατί δεν θόλωνε κάτω από πίεση, είχε πάντα καθαρό μυαλό, ήταν ψύχραιμη και στις φλέβες της, αντί για αίμα, θαρρείς πως έτρεχε ρευστό κουράγιο. Αυτό το κουράγιο που χαρακτηρίζει τους Αγγλους, το ίδιο που τους κράτησε όρθιους στο Βατερλώ, στο Rorke’s Drift, στην Καλλίπολη και στα χαρακώματα του Σομ και του Βερντέν. Στο κέντρο της άμυνας της Arsenal, δέσποζε ο Tony Adams. Αν πέρναγε η μπάλα, δεν πέρναγε ο παίκτης: “Ξυλάρας” και άτεχνος σέντερ μπάκ, ο Adams ήταν ευέξαπτος και τσαμπούκι. Εμοιαζε να έχει μεγαλώσει μακριά από τους μικροαστικούς “παράδεισους” των προαστίων, στη ζόρικη μεριά της πόλης. Εκεί όπου, αν δεν το λέει η περδικούλα σου, τα άλλα παιδιά θα σε φάνε για μπρέκφαστ.
Ο Adams είχε το γενικό κουμάντο στην αμυντική γραμμή των κανονιέρηδων. Όταν δεν μάρκαρε ο ίδιος, φώναζε αριστερά δεξιά διαταγές σαν το λοστρόμο που προστάζει τους μούτσους. Hταν ολόκληρη …ιδεολογία από μόνος του αυτός ο παίκτης. Μου θύμιζε τυπικό Αγγλο επιλοχία των πεζικάριων και δεν χόρταινα να τον βλέπω.
Ο Γουέλλινγκτον έλεγε πως “η μάχη του Βατερλώ κερδήθηκε, στην ουσία, στα γήπεδα του κολλεγίου Eton”. Εννοούσε πως εκεί σφυρηλατήθηκε το μέταλλο της γηραιάς Αλβιώνας. Σιγά τα ωά αν θέλετε τη γνώμη μου: τη μάχη του Βατερλώ, την κέρδισαν οι επιλοχίες. Ο Κάλιμπαν από τις λαϊκές συνοικίες. Aυτοί που κράτησαν μέχρι να έρθουν οι Πρώσοι.
Δεν θέλω να μιλήσω για καλλιτέχνες πρωτοπόρους σήμερα.
Θέλω να μιλήσω για επιλοχίες. Αυτούς τους primitive αφανείς που πάντα στέκουν στο ύψος των περιστάσεων και σου δίνουν το αναμενόμενο από την πάρτη τους: το 100% από ό τι έχουν, δηλαδή όλο τους το Είναι. Στο προκείμενο θα μιλήσω για επιλοχίες της μουσικής. Στην περίπτωσή μας δεν προέρχονται από Κονσερβατουάρ. Είναι εμπειροτέχνες. Μαστοράντζα. Δεν έχουν Ακαδημαϊκή παιδεία - για την ακρίβεια δεν ξέρουν καν να διαβάζουν νότες. Κέρδισαν όμως τις “σαρδέλες” τους ακολουθώντας το δύσκολο δρόμο. Μέσα από δεκάδες χιλιάδες ώρες ιδιωτικής ενασχόλησης με τη μουσική, ατέλειωτα χιλιόμετρα από περιοδείες, αμέτρητες συναυλίες σε ξενυχτάδικα και κωλάδικα, μέσα σε καπνούς, ποτά-μπόμπες και σουγιάδες που σε γεμίζουν κουμπότρυπες για ψύλλου πήδημα.
Κάποιος κάποτε πρέπει να γράψει για την ιστορία όλων αυτών των αυτοδίδακτων δευτεροκλασάτων από τους Faces μέχρι τους Brinsley Schwartz κι από τους Eddie and The Hot Rods μέχρι τους Thin Lizzy. Μερικοί στάθηκαν τυχεροί και ανέβηκαν Κατηγορία. Αλλά οι συντριπτικά περισσότεροι πέρασαν τη ζωή τους κάνοντας αυτό που αγαπούσαν κάθε βράδυ, μεροδούλι-μεροφάϊ μέχρι που γέρασαν ή τίναξαν τα πέταλα. Συντηρητικούρες, καμία αντίρρηση: έπαιζαν αυτό το back to basics ροκ’ν’ρολ, το ίδιο με το οποίο ξεκίνησαν τύποι σαν τους Rolling Stones ή τους Who αλλά “παγωμένο”, κάπου εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, απλό, φωνακλάδικο και γεμάτο κέφι, εχθρικό προς κάθε λογής καινοτομίες ή προσμίξεις. Tα γκρούπ αυτά δεν είχαν fans. Απευθύνονταν κύρια σε “πιστούς”.
Οι Dr. Feelgood είναι ένα τέτοιο γκρούπ.
Εκαναν μερικούς studio δίσκους, τίποτα σημαντικό. Staccato R&B που αντιπαθούσε τους νεωτερισμούς και τα φρού-φρού. Solomon Burke, Coasters, Bo Diddley, Chuck Berry κι Αγιος ο Θεός. Ανάμεσα σ αυτά ανακάτευαν και μερικά δικά τους, πάνω κάτω στο ίδιο πνεύμα και, κύρια, με την ίδια γλώσσα. Αλλά μύριζαν από μακριά ότι το studio δεν ήταν ο φυσικός τους χώρος: οι Dr. Feelgood έπαιρναν ζωή πάνω στο πάλκο και ζούσαν για τα live. Είχαν γυρίσει ολόκληρη τη Βρετανία πάνω κάτω άπειρες φορές, είχαν παίξει σε κάθε στέκι. Ο ήχος τους ήταν απίστευτος. Στο μηχανοστάσιο είχαν μιά ρύδμ σέξιον-αστέρι: στιβαροί και δεμένοι, έβρισκαν ο ένας τον άλλο με κλειστά μάτια. Δεν είχαν να ζηλέψουν πολλά, ακόμα κι από γκρούπ σαν τους Rolling Stones. Εστηναν τον καμβά όπου κένταγε ένας μανιακός κιθαρίστας που έπαιζε σαν αφιονισμένος. Στα live ήθελες να ’χεις 10 μάτια για να βλέπεις μόνο αυτόν: λιπόσαρκος, στέκα με κάτι σπαστικές κινήσεις, σαν νευρωτικό ζόμπι. Τραγουδούσε ένας δανδής β’ διαλογής απ αυτούς που κάνουν θραύση στις λάϊκες, ζεν πρεμιέ της συμφοράς με μια μούρη σαν άστρωτο κρεβάτι.
Το Stupidity κυκλοφόρησε το 1976, κάτι μήνες πριν “σκάσει” το πάνκ.
Hταν σκατοκέφαλο, μια γιορτή της άμυαλης ξενοιασιάς, ένα Fuck ‘ya απέναντι στο prog, στους Queen και στη disco που καταδυνάστευαν τότε τα ερτζιανά και τα charts.
Είναι βρώμικο και μυρίζει καπνούς, φτηνά ποτά και ιδρώτα.
Ανήκει στα 10 καλύτερα live άλμπουμ που βγήκαν μέσα στα 70ς.