- 17 June 2006
- 14,350
Derek & the Dominos - In Concert (Polygram 2XCD, 1970)
Ο τελευταίος πραγματικά μεγάλος δίσκος που έβγαλε είναι, για μένα, το “461 Ocean Boulevard” (1975). Από εκεί και πέρα, το μόνο που ακούω στους δίσκους του είναι ένας επαγγελματίας, συχνά βαριεστημένος και ρουτινιάρης, ένας βολεμένος super star που δεν ρισκάρει τίποτα, εκτός ίσως από το να αποδεικνύει κάθε φορά πως …είναι Θεός – για όσους τουλάχιστον εξακολουθούν να πιστεύουν σε κάτι τέτοια.
Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά εκεί γύρω στο 1970 οπότε και κυκλοφόρησε αυτό εδώ το διπλό άλμπουμ, στον απόηχο του “Layla and Other Assorted Love Songs”. Οι βασικοί sidemen είναι οι ίδιοι αλλά λείπει ο Duane Alman, πράγμα μάλλον ευεργετικό όσον αφορά την ισορροπία: κανείς δεν μπορεί να ξέρει πως θα ηχούσαν δύο τόσο βαριά χαρτιά μαζί live, δύο απίστευτα προικισμένοι μουσικοί με τόσο ισχυρές προσωπικότητες πάνω στο ίδιο πάλκο.
Υπό αυτή την έννοια είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι ο δίσκος είναι στην πραγματικότητα τσίρκο: one man show με τους υπόλοιπους να υπάρχουν μόνο και μόνο για να ρίχνουν τους προβολείς πάνω στην πριμαντόνα, να τη στολίζουν και να την κανακεύουν, να την κομπλιμεντάρουν και να τη στηρίζουν στην κολασμένη φιλαυτία της. Ισως και να ίσχυε για κάποιους άλλους και σίγουρα ίσχυε για το 90% τουλάχιστον από τους συνοδούς του Θεού στα χρόνια που θα ακολουθούσαν – αλλά εδώ συνεπικουρούν οι Bobby Whitlock (πλήκτρα, φωνητικά), Carl Radle (μπάσο) και Jim Gordon (τύμπανα): τρείς μουσικοί από τους Delaney & Bonnie, γκρούπ υπεύθυνο για 3 τουλάχιστον εκπληκτικά άλμπουμ ( “The Original Delaney & Bonnie”, “Motel Shot” και “On Tour with Eric Clapton”). Μάρτυς μου ο γιαραμπής και αυτό εδώ το άλμπουμ: ο Θεός δεν είχε ποτέ ξανά, στη συνέχεια της καριέρας του, τέτοιους αγγέλους τριγύρω του. Είναι αδιανόητος ο τρόπος που η rhythm section στήνει αυτό το τέρας στα πόδια του, ντύνει αυτόν τον Κάλιμπαν με την αρμονική πανοπλία του και τον βγάζει στο σεργιάνι – κι έπειτα μπαίνουν τα πλήκτρα, με τη soul και τα blues να κυλάνε στις φλέβες τους τόσο αβίαστα και φυσικά, λές και μεγάλωσαν σε καταγώγιο του Μέμφις, και εξαπολύουν ποτάμια από νότες που ξεσπάνε αχαλίνωτα και λούζουν το άκουσμα. Ανεβαίνουν μαζί του στα ουράνια κι έπειτα, μέχρι να πείς “κίμινο”, κατηφορίζουν χέρι-χέρι στα τάρταρα. Τι ιδανικός καμβάς για την κιθάρα του Θεού να μπεί και να ζωγραφίσει και να βάλει φωτιά στα τόπια και ν ακούγεται τη μιά σαν γέρος που αναπολεί τα νιάτα του και την άλλη σαν πόρνη δεμένη με αλυσίδα στο κρεβάτι της, λευκό αγόρι που τραγουδάει τα blues και τους έχει “πειράξει” ανεπανόρθωτα το DNA τους και τρέμει πως όπου να’ναι θα ξυπνήσει ο T-Bone Walker και θα το ταϊσει στα ψάρια. Κάθε του πρόταση ρευστή μέσα στην κονστρουκτιβίστικη λογική της, αποφασιστική, φορτωμένη με riffs και καντάρια από πάθος. Και ζυγισμένη, ούτε μία νότα παραπάνω ή λιγότερη από όσο ακριβώς πρέπει, να ρητορεύει, άλλοτε επιγραμματική κι άλλοτε πολυλογού, να σχολιάζει, να αποφαίνεται, να ενσαρκώνει ολόκληρη την κληρονομιά των Blues και ταυτόχρονα να κάνει ένα σωρό “πρόστυχους” υπαινιγμούς για το μέλλον της.
Για μένα μακράν ο καλύτερος live δίσκος του Θεού. Κι ακριβώς επειδή είναι τόσο μοναδικός δεν μου παλιώνει κιόλας: ηχούσε υπέροχος όταν βγήκε, ακούγεται μια χαρά σήμερα και είμαι βέβαιος πως θα ακούγεται το ίδιο καλός σε 10 χρόνια από τώρα.