Το 1821, ένας φουκαράς ονόματι Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ, εκτελείται δημόσια στη Λειψία, καταδικασμένος για το φόνο της ερωμένης του, που τον απατούσε. Η ιστορία αυτή συγκινεί τον Γκέοργκ Μπύχνερ και συγγράφει ένα θεατρικό έργο, για το οποίο όμως ο πρόωρος θάνατος του το 1837 (σε ηλικία 23 ετών), τον εμποδίζει να δώσει την οριστική του μορφή και να το δημοσιεύσει. Παρά ταύτα, το έργο είναι εξαιρετικά πρωτοποριακό και δυνατό και παρακινεί μισό αιώνα αργότερα, το συγγραφέα Καρλ Έμιλ Φράντσος να επιμεληθεί τα φθαρμένα χειρόγραφα, να ανασυνθέσει τα χαμένα σημεία και να εκδώσει για πρώτη φορά το έργο, που επηρέασε σημαντικά μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Βέντεκιτ και ο Μπρεχτ και αποτέλεσε ένα από τα έργα που διαμόρφωσαν το θέατρο στον 20ο αιώνα. Μόνο που στη μεταφορά του ο Φράντσος, μπέρδεψε την αρχική γραφή του ονόματος και από Βόυτσεκ (Woyzeck) το έκανε Βότσεκ (Wozzeck).
Το Μάιο του 1914 ανεβαίνει η πρεμιέρα του έργου στη Βιέννη και όπως αφηγείται ένας νεαρός τότε θεατής, ο Πάουλ Ελμπόγκεν, τέσσερις σειρές πίσω του καθόταν ο Άλμπαν Μπεργκ, τον οποίο γνώριζε καλά. Η παράσταση συγκλονίζει βαθύτατα τον Μπεργκ, ο οποίος μετά το τέλος της μονολογεί πως κάποιος πρέπει να το μεταφέρει στη μουσική. Τρεις μήνες μετά ξεσπά ο Α' Π.Π. και τον Αύγουστο του 1915, τον καλούν στο στρατό.
Εκεί, ο φιλάσθενος Μπεργκ θα αποκτήσει βιώματα που σχετίζονται οδυνηρά με την αρχική του ιδέα, την οποία δουλεύει κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά το έργο δεν τελειώνει, παρά τον Οκτώβριο του 1921. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, στις 14 Δεκεμβρίου του 1925, με πρωτοβουλία του διευθυντή της, Έριχ Κλάιμπερ.
Η όπερα είναι σε τρεις πράξεις, με πέντε σκηνές η κάθε μια, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ορχηστρικά ιντερλούδια. Τα βασικά πρόσωπα του έργου είναι:
Ο Βότσεκ, ένας φουκαράς φαντάρος που προσπαθεί να ζήσει την αστεφάνωτη γυναίκα του Μαρί και το εξώγαμο παιδί τους, συμπληρώνοντας τον πενιχρό μισθό του με τα φιλοδωρήματα που παίρνει από το λοχαγό του για τα θελήματα που κάνει και με τα χρήματα που του δίνει ο γιατρός για να τον χρησιμοποιεί ως πειραματόζωο.
Η Μαρί, η φτωχή ερωμένη του Βότσεκ, μητέρα του παιδιού τους. Είναι απελπισμένη με την κατάσταση της (ας μην ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή που η δουλειά που μπορούσε να κάνει μια γυναίκα χωρίς περιουσία στις πόλεις ήταν συνήθως η πορνεία). Αναζητά τρόπο και μέσο για μια καλύτερη ζωή, εντυπωσιάζεται από τα λούσα και τις στολές, αλλά και έχει και ενοχές απέναντι στον άντρα της και το παιδί της.
Ο λοχαγός, ένας γραφειοπόντικας, που έχει σαν μότο του την επίκληση της βραδύτητας, αγχώνεται και μελαγχολεί με την κίνηση και τις εναλλαγές. Επικαλείται την κρατούσα ηθική και μιλά στο όνομα της εκκλησίας που την πρεσβεύει και την επιβάλλει.
Ο γιατρός, είναι διαρκώς βιαστικός, φιλόδοξος και αδίστακτος. Πρωταρχικό κριτήριο του απέναντι στους ανθρώπους είναι η χρησιμότητα τους σε σχέση με τα “επιστημονικά” του σχέδια. Έτσι χρησιμοποιεί το Βότσεκ σαν πειραματόζωο σε δίαιτες δικής του έμπνευσης, ενθουσιάζεται με τα οράματα και την ψυχική δοκιμασία του Βότσεκ, καθώς και με τον επιθετικότατο καρκίνο μιας ασθενούς του, όπου βλέπει και τα δύο σαν ευκαιρίες για “έρευνα”, όπου θα του χαρίσει τη φήμη και την αθανασία.
Ο λοχαγός και ο γιατρός είναι δυο αντίθετες και συμπληρωματικές πλευρές ενός συστήματος εξουσίας. Είναι το σύστημα που φεύγει και το σύστημα που έρχεται. Κοινό χαρακτηριστικό τους η χειριστική αντιμετώπιση των ανθρώπων, ο απόλυτος εγωισμός και η απουσία κάθε ίχνους συμπόνοιας.
Ο αρχηγός της στρατιωτικής μπάντας (tambourmajor), ένας γεροδεμένος, άξεστος άντρας που φλερτάρει με τη Μαρί και τελικά τη ρίχνει στο κρεβάτι.
Ο Άντρες, φίλος και συνάδελφος του Βότσεκ, που σε αντίθεση με αυτόν, ζει μια απλή ζωή και δε βασανίζεται από τις αγωνίες και τα οράματα του φίλου του.
Στην πρώτη πράξη, βλέπουμε διαδοχικά το μάθημα ηθικής που προσπαθεί να δώσει ο γιατρός στο Βότσεκ όσο αυτός τον ξυρίζει, την αποξένωση του Βότσεκ από τη φύση, η οποία αποτελεί για τον ίδιο πηγή απειλών και άγχους και σκηνικό οραμάτων καταστροφής, τη διαρκή δοκιμασία που υφίσταται η σχέση του με τη γυναίκα του λόγω της στέρησης και της ανέχειας, τη μεταχείριση του ως πειραματόζωο από το γιατρό και τέλος, το φλερτ και την απιστία της γυναίκας του με τον αρχηγό της μπάντας.
Στη δεύτερη πράξη βλέπουμε το Βότσεκ να έρχεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπος με την απιστία της γυναίκας του, την οποία αρχικά θέλει να παραβλέψει αλλά χλευάζεται από το λοχαγό, ενώ ο γιατρός βρίσκει ακόμη μια ευκαιρία να παρατηρήσει τη φυσιολογία του δύστυχου Βότσεκ. Στο τέλος καταφεύγει στο στρατώνα για να ξεφύγει από το θέαμα των άλλων και τα αγωνιώδη, ενοχικά οράματα φόνου που τον κατατρέχουν και εκεί όμως εξευτελίζεται και ξυλοκοπείται από τον μεθυσμένο αρχηγό της μπάντας, όπου κομπάζει πως βρήκε μια γυναίκα για να κάνει τα παιδιά του, τη γυναίκα του Βότσεκ.
Στην τρίτη πράξη όλα πλέον έχουν πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή. Στην πρώτη σκηνή η Μαρί βασανίζεται από ενοχές και ζητά συγχώρεση από το Θεό. Όμως στη σκηνή που ακολουθεί, ο Βότσεκ την παίρνει μαζί του για βόλτα έξω από την πόλη, γύρω από τη λίμνη, όπου τη μαχαιρώνει. Γυρνά στην ταβέρνα σε αλλόφρονα κατάσταση, όπου όμως βλέπουν το αίμα πάνω του, επιστρέφει στον τόπο του φονικού για να κρύψει το μαχαίρι στη λίμνη αλλά πνίγεται, καθώς σπρωγμένος από ενοχές και παραισθήσεις μπαίνει όλο και βαθύτερα μέσα. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι η πλέον τρομερή. Το παιδί τους παίζει καβάλα στο αλογάκι του, παρέα με τα άλλα παιδιά. Έρχονται παιδιά και μεταφέρουν την είδηση πως η μάνα του είναι νεκρή και φεύγουν όλα μαζί για τον τόπο του φονικού. Το παιδί κάνει μερικές βόλτες ακόμη μόνο του και μετά φεύγει και αυτό να πάει με τα άλλα παιδιά. Η όπερα τελειώνει με τη σκηνή άδεια, στη μουσική παραμένει ένα παλμικό μοτίβο μέχρι να διακοπεί και αυτό, υπόμνημα ίσως πως η συμφορά των ανθρώπων δεν διαταράσσει το ρυθμό του κόσμου.
Το Μάιο του 1914 ανεβαίνει η πρεμιέρα του έργου στη Βιέννη και όπως αφηγείται ένας νεαρός τότε θεατής, ο Πάουλ Ελμπόγκεν, τέσσερις σειρές πίσω του καθόταν ο Άλμπαν Μπεργκ, τον οποίο γνώριζε καλά. Η παράσταση συγκλονίζει βαθύτατα τον Μπεργκ, ο οποίος μετά το τέλος της μονολογεί πως κάποιος πρέπει να το μεταφέρει στη μουσική. Τρεις μήνες μετά ξεσπά ο Α' Π.Π. και τον Αύγουστο του 1915, τον καλούν στο στρατό.
Εκεί, ο φιλάσθενος Μπεργκ θα αποκτήσει βιώματα που σχετίζονται οδυνηρά με την αρχική του ιδέα, την οποία δουλεύει κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά το έργο δεν τελειώνει, παρά τον Οκτώβριο του 1921. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, στις 14 Δεκεμβρίου του 1925, με πρωτοβουλία του διευθυντή της, Έριχ Κλάιμπερ.
Η όπερα είναι σε τρεις πράξεις, με πέντε σκηνές η κάθε μια, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ορχηστρικά ιντερλούδια. Τα βασικά πρόσωπα του έργου είναι:
Ο Βότσεκ, ένας φουκαράς φαντάρος που προσπαθεί να ζήσει την αστεφάνωτη γυναίκα του Μαρί και το εξώγαμο παιδί τους, συμπληρώνοντας τον πενιχρό μισθό του με τα φιλοδωρήματα που παίρνει από το λοχαγό του για τα θελήματα που κάνει και με τα χρήματα που του δίνει ο γιατρός για να τον χρησιμοποιεί ως πειραματόζωο.
Η Μαρί, η φτωχή ερωμένη του Βότσεκ, μητέρα του παιδιού τους. Είναι απελπισμένη με την κατάσταση της (ας μην ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε μια εποχή που η δουλειά που μπορούσε να κάνει μια γυναίκα χωρίς περιουσία στις πόλεις ήταν συνήθως η πορνεία). Αναζητά τρόπο και μέσο για μια καλύτερη ζωή, εντυπωσιάζεται από τα λούσα και τις στολές, αλλά και έχει και ενοχές απέναντι στον άντρα της και το παιδί της.
Ο λοχαγός, ένας γραφειοπόντικας, που έχει σαν μότο του την επίκληση της βραδύτητας, αγχώνεται και μελαγχολεί με την κίνηση και τις εναλλαγές. Επικαλείται την κρατούσα ηθική και μιλά στο όνομα της εκκλησίας που την πρεσβεύει και την επιβάλλει.
Ο γιατρός, είναι διαρκώς βιαστικός, φιλόδοξος και αδίστακτος. Πρωταρχικό κριτήριο του απέναντι στους ανθρώπους είναι η χρησιμότητα τους σε σχέση με τα “επιστημονικά” του σχέδια. Έτσι χρησιμοποιεί το Βότσεκ σαν πειραματόζωο σε δίαιτες δικής του έμπνευσης, ενθουσιάζεται με τα οράματα και την ψυχική δοκιμασία του Βότσεκ, καθώς και με τον επιθετικότατο καρκίνο μιας ασθενούς του, όπου βλέπει και τα δύο σαν ευκαιρίες για “έρευνα”, όπου θα του χαρίσει τη φήμη και την αθανασία.
Ο λοχαγός και ο γιατρός είναι δυο αντίθετες και συμπληρωματικές πλευρές ενός συστήματος εξουσίας. Είναι το σύστημα που φεύγει και το σύστημα που έρχεται. Κοινό χαρακτηριστικό τους η χειριστική αντιμετώπιση των ανθρώπων, ο απόλυτος εγωισμός και η απουσία κάθε ίχνους συμπόνοιας.
Ο αρχηγός της στρατιωτικής μπάντας (tambourmajor), ένας γεροδεμένος, άξεστος άντρας που φλερτάρει με τη Μαρί και τελικά τη ρίχνει στο κρεβάτι.
Ο Άντρες, φίλος και συνάδελφος του Βότσεκ, που σε αντίθεση με αυτόν, ζει μια απλή ζωή και δε βασανίζεται από τις αγωνίες και τα οράματα του φίλου του.
Στην πρώτη πράξη, βλέπουμε διαδοχικά το μάθημα ηθικής που προσπαθεί να δώσει ο γιατρός στο Βότσεκ όσο αυτός τον ξυρίζει, την αποξένωση του Βότσεκ από τη φύση, η οποία αποτελεί για τον ίδιο πηγή απειλών και άγχους και σκηνικό οραμάτων καταστροφής, τη διαρκή δοκιμασία που υφίσταται η σχέση του με τη γυναίκα του λόγω της στέρησης και της ανέχειας, τη μεταχείριση του ως πειραματόζωο από το γιατρό και τέλος, το φλερτ και την απιστία της γυναίκας του με τον αρχηγό της μπάντας.
Στη δεύτερη πράξη βλέπουμε το Βότσεκ να έρχεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπος με την απιστία της γυναίκας του, την οποία αρχικά θέλει να παραβλέψει αλλά χλευάζεται από το λοχαγό, ενώ ο γιατρός βρίσκει ακόμη μια ευκαιρία να παρατηρήσει τη φυσιολογία του δύστυχου Βότσεκ. Στο τέλος καταφεύγει στο στρατώνα για να ξεφύγει από το θέαμα των άλλων και τα αγωνιώδη, ενοχικά οράματα φόνου που τον κατατρέχουν και εκεί όμως εξευτελίζεται και ξυλοκοπείται από τον μεθυσμένο αρχηγό της μπάντας, όπου κομπάζει πως βρήκε μια γυναίκα για να κάνει τα παιδιά του, τη γυναίκα του Βότσεκ.
Στην τρίτη πράξη όλα πλέον έχουν πάρει το δρόμο χωρίς επιστροφή. Στην πρώτη σκηνή η Μαρί βασανίζεται από ενοχές και ζητά συγχώρεση από το Θεό. Όμως στη σκηνή που ακολουθεί, ο Βότσεκ την παίρνει μαζί του για βόλτα έξω από την πόλη, γύρω από τη λίμνη, όπου τη μαχαιρώνει. Γυρνά στην ταβέρνα σε αλλόφρονα κατάσταση, όπου όμως βλέπουν το αίμα πάνω του, επιστρέφει στον τόπο του φονικού για να κρύψει το μαχαίρι στη λίμνη αλλά πνίγεται, καθώς σπρωγμένος από ενοχές και παραισθήσεις μπαίνει όλο και βαθύτερα μέσα. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι η πλέον τρομερή. Το παιδί τους παίζει καβάλα στο αλογάκι του, παρέα με τα άλλα παιδιά. Έρχονται παιδιά και μεταφέρουν την είδηση πως η μάνα του είναι νεκρή και φεύγουν όλα μαζί για τον τόπο του φονικού. Το παιδί κάνει μερικές βόλτες ακόμη μόνο του και μετά φεύγει και αυτό να πάει με τα άλλα παιδιά. Η όπερα τελειώνει με τη σκηνή άδεια, στη μουσική παραμένει ένα παλμικό μοτίβο μέχρι να διακοπεί και αυτό, υπόμνημα ίσως πως η συμφορά των ανθρώπων δεν διαταράσσει το ρυθμό του κόσμου.