«Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…»
Το μακελειό στη Λιβύη σου μοιάζει ξένο και μακρινό. Έτσι έμοιαζε πριν λίγο και εκείνο στην Αίγυπτο, στην Τύνιδα, στην Υεμένη. Και συ έμαθες να κοιτάς στην οθόνη την αιματοχυσία και τη συμφορά σαν να μην τρέχει τίποτα, κάτι σαν ταινία ψυχαγωγική.
Σ´ έμαθαν… για να είμαστε ακριβείς.
Έσφιξε όμως ο κλοιός, η οσμή της φωτιάς ζυγώνει τις γειτονιές σου -στην Κρήτη τη μυρίζουν- κι η γοργόνα μην αντέχοντας την μυρωδιά του πετρελαίου και των πυρηνικών αποβλήτων τράβηξε γι´ άλλες θάλασσες.
Κι εσύ αλυσσοδεμένος με τα χρέη, την ακρίβεια, την ανεργία, τον φόβο των μέτρων της επόμενης μέρας κουρνιάζεις στη γωνία σου και μελετάς το αλφαβητάρι της καινούργιας σου δουλείας. «Θα πουλήσω εκείνο το χωράφι στο χωριό» λες, «και θα τα βολέψω». Έλα όμως που κινδυνεύεις να το πουλήσεις για ένα σακκί αλεύρι και μαζί του να πουλήσεις τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.
Και όλα τούτα τα δεινά τα δημιούργησαν τα ξενόδουλα ανθρωπόμορφα σκουπίδια που χρόνια ασχημονούν πάνω στο σώμα σου Ελλάδα μας, θλιβερά πιόνια στη σκακιέρα των ληστών της ομορφιάς του κόσμου, σάπια φύλλα της ηθικής μας βαρυχειμωνιάς, τρωκτικά που θα τυφλώσει με τη φλόγα και το πάθος της η ελληνική άνοιξη.
Όλοι τούτοι δεν βούρκωσαν ποτέ μπροστά στο σκοτεινό κελί του Γέρου του Μοριά, δεν έκλαψαν για τα προδομένα όνειρα του Ρήγα, για την άδικη φυλάκιση του Νικηταρά που τον αρρώστησε, τον τύφλωσε και τρέλανε το βλαστάρι του. Δεν γονάτισαν μπροστά στο κακοποιημένο και καμένο λεβέντικο σώμα του Αθανάσιου Διάκου, που κακώς δεν έχει ακόμη αγιοποιηθεί.
«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Δεν λύγισαν και δεν ρίγησαν κοιτώντας τους μαυροφορεμένους γέροντες, τα χαροκαμένα ερείπια της προσφυγιάς.
Όλο τούτο το θρασύδειλο τσούρμο των φαύλων κοιλαράδων δεν το λογάριασε σωστά το ελληνικό παράδοξο καθώς φουντώνει η οργή από το άδικο και ξεδιπλώνεται πάλι της λευτεριάς και της δικαιοσύνης το ακάθιστο λάβαρο. Πιστεύω ν´ αναρριγάς, σεβαστέ μου γέροντα Χριστόδουλε, εκεί που είσαι.
Καθώς ζυγώνει του 1821 ο ανταριασμένος ίσκιος κι η τρομερή σφραγίδα του. Καθώς Πάθη και Σταύρωση δαυλίζουν τον αγέρα και τον θυμό μας και προσδοκούν Ανάσταση.
Καθώς κυλάει στις φλέβες μας ο εαρινός πόθος που καίει το είναι μας, ακυρώνει τη λογική της μιζέριας και μας ξαναθυμίζει πως είναι η ελευθερία. Και παίρνουν φωτιά οι γειτονιές απ´ άκρη σε άκρη και η απόγνωση φτιάχνει συντροφικότητες και αντιστάσεις.
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Η νομοτέλεια το λέει, όχι εγώ.
Καλή αντάμωση στο μέτρημα.
Καλή Ανάσταση
http://www.nemecismag.gr/index.php?...ew=article&id=279:113-&catid=47:-97&Itemid=54
Το μακελειό στη Λιβύη σου μοιάζει ξένο και μακρινό. Έτσι έμοιαζε πριν λίγο και εκείνο στην Αίγυπτο, στην Τύνιδα, στην Υεμένη. Και συ έμαθες να κοιτάς στην οθόνη την αιματοχυσία και τη συμφορά σαν να μην τρέχει τίποτα, κάτι σαν ταινία ψυχαγωγική.
Σ´ έμαθαν… για να είμαστε ακριβείς.
Έσφιξε όμως ο κλοιός, η οσμή της φωτιάς ζυγώνει τις γειτονιές σου -στην Κρήτη τη μυρίζουν- κι η γοργόνα μην αντέχοντας την μυρωδιά του πετρελαίου και των πυρηνικών αποβλήτων τράβηξε γι´ άλλες θάλασσες.
Κι εσύ αλυσσοδεμένος με τα χρέη, την ακρίβεια, την ανεργία, τον φόβο των μέτρων της επόμενης μέρας κουρνιάζεις στη γωνία σου και μελετάς το αλφαβητάρι της καινούργιας σου δουλείας. «Θα πουλήσω εκείνο το χωράφι στο χωριό» λες, «και θα τα βολέψω». Έλα όμως που κινδυνεύεις να το πουλήσεις για ένα σακκί αλεύρι και μαζί του να πουλήσεις τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.
Και όλα τούτα τα δεινά τα δημιούργησαν τα ξενόδουλα ανθρωπόμορφα σκουπίδια που χρόνια ασχημονούν πάνω στο σώμα σου Ελλάδα μας, θλιβερά πιόνια στη σκακιέρα των ληστών της ομορφιάς του κόσμου, σάπια φύλλα της ηθικής μας βαρυχειμωνιάς, τρωκτικά που θα τυφλώσει με τη φλόγα και το πάθος της η ελληνική άνοιξη.
Όλοι τούτοι δεν βούρκωσαν ποτέ μπροστά στο σκοτεινό κελί του Γέρου του Μοριά, δεν έκλαψαν για τα προδομένα όνειρα του Ρήγα, για την άδικη φυλάκιση του Νικηταρά που τον αρρώστησε, τον τύφλωσε και τρέλανε το βλαστάρι του. Δεν γονάτισαν μπροστά στο κακοποιημένο και καμένο λεβέντικο σώμα του Αθανάσιου Διάκου, που κακώς δεν έχει ακόμη αγιοποιηθεί.
«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Δεν λύγισαν και δεν ρίγησαν κοιτώντας τους μαυροφορεμένους γέροντες, τα χαροκαμένα ερείπια της προσφυγιάς.
Όλο τούτο το θρασύδειλο τσούρμο των φαύλων κοιλαράδων δεν το λογάριασε σωστά το ελληνικό παράδοξο καθώς φουντώνει η οργή από το άδικο και ξεδιπλώνεται πάλι της λευτεριάς και της δικαιοσύνης το ακάθιστο λάβαρο. Πιστεύω ν´ αναρριγάς, σεβαστέ μου γέροντα Χριστόδουλε, εκεί που είσαι.
Καθώς ζυγώνει του 1821 ο ανταριασμένος ίσκιος κι η τρομερή σφραγίδα του. Καθώς Πάθη και Σταύρωση δαυλίζουν τον αγέρα και τον θυμό μας και προσδοκούν Ανάσταση.
Καθώς κυλάει στις φλέβες μας ο εαρινός πόθος που καίει το είναι μας, ακυρώνει τη λογική της μιζέριας και μας ξαναθυμίζει πως είναι η ελευθερία. Και παίρνουν φωτιά οι γειτονιές απ´ άκρη σε άκρη και η απόγνωση φτιάχνει συντροφικότητες και αντιστάσεις.
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Η νομοτέλεια το λέει, όχι εγώ.
Καλή αντάμωση στο μέτρημα.
Καλή Ανάσταση
http://www.nemecismag.gr/index.php?...ew=article&id=279:113-&catid=47:-97&Itemid=54