- 17 June 2006
- 14,350

Hχητική ευωχία
Ποιό απόκτημα και ποιά καινοτομία του Μπέργκχοφ ήταν που λύτρωσε τον παλιό μας φίλο από την λόξα της τράπουλας και τον οδήγησε σε άλλο, ευγενέστερο, αν και κατά βάσιν εξίσου παράξενο πάθος; Είμαστε έτοιμοι να το αφηγηθούμε, πλημμυρισμένοι από τα μυστικά κάλλη του αντικειμένου και διψώντας ειλικρινά να το κοινωνήσουμε.
Ηταν προσθήκη στα όργανα διασκέδασης του μεγάλου σαλονιού, εμπνευσμένη και αποφασισμένη από ασίγαστη φροντίδα στη διοικούσα επιτροπή του οίκου, αγορασμένη με μια δαπάνη που δεν θέλουμε να την υπολογίσουμε εδώ, που μπορούμε ωστόσο να την χαρακτηρίσουμε γενναιόδωρη, από τη διέυθυνση αυτού του ιδρύματος που το συνιστούμε ανεπιφύλακτα. Ενα ευφυές παιχνίδι λοιπόν σαν το στερεοσκοπικό κουτί ή σαν το καλειδοσκόπιο και το κινηματογραφικό τύμπανο; Αυτό ήταν - αλλά και δεν ήταν καθόλου. Γιατί πρώτον δεν ήταν οπτικό μηχάνημα, αυτό που βρήκαν ένα βρ´λαδυ στο δωμάτιο του πιάνου – και χτυπούσαν τα χέρια είτε πάνω από το κεφάλι είτε σκυφτοί μπροςτά τους -, αλλά ακουστικό μηχάνημα, και δεύτερον εκείνα τα μικρά αξιοθέατα δεν συγκρίνονταν μαζί του ως προς το είδος. Το επίπεδο και την αξία. Αυτό δεν ήταν κανένα παιδιάσατικο και μονότονο παιχνιδάκι σαν τα άλλα που τα είχαν βαρεθεί και ούτε που τα πλησίαζαν όσοι είχαν μείνει εκεί έστω και τρείς εβδομάδες. Ηταν ένα κέρας της Αμαλθείας από όπου έρεαν χαρούμενες και μελαγχολικές καλλιτεχνικές ηδονές. Ηταν ένα γραμμόφωνο.
Ο πρώτος μας φόβος είναι πως η λέξη θα μπορούσε να παρανοηθεί με ένα αναξιοπρεπές και πεπαλαιωμένο νόημα και να συνδεθούν με αυτήν παραστάσεις που αντιστοιχούν σε κάποιο ξεπερασμένο πρόπλασμα αυτού που φανταζόμαστε ως πραγματικότητα, όχι όμως σε αυτή την πραγματικότητα την εξελιγμένη από ακούραστα συνεχιζόμενες δοκιμές μιάς μουσικά προσανατολισμένης τεχνολογίας σε ευγενέστατη τελειότητα. Καλοί μου! Αυτό δεν ήταν το άθλιο κουτί με τη μανιβέλα, που κάποτε, με το δίσκο και τη βελόνα επάνω, εξάρτημα ενός άμορφου ηχητικού χωνιού από μπρούντζο, από το τραπέζι μιάς ταβέρνας γέμιζε με μυκηθμούς αυτιά χωρίς απαιτήσεις. Το μαύρο ματ βερνικωμένο κουτί που βρισκόταν εδώ με πολλή διακριτικότητα σε ένα μικρό έπιπλο με ράφια, με λίγο μεγαλύτερο βάθος από το φάρδος του, συνδεδεμένο με μεταξωτό καλώδιο σε μια ηλεκτρική πρίζα του τοίχου, δεν είχε πια καμιά ομοιότητα με εκείνο το χοντροκομμένο και προκατακλυσμιαίο μηχάνημα. Ανοιγες το χαριτωμένα λεπτυνόμενο καπάκι, που το εσωτερικό του μπρούτζινο στήριγμα ανέβαινε από το βάθος και το σταθεροποιούσε αυτόματα σε λεπτή προστατευτική θέση και διέκρινες στην επίπεδη βάθη το δίσκο, καλυμμένο με πράσινη τσόχα, με νικέλινη περιφέρεια και επίσης νικέλινο κεντρικό εξόγκωμα, όπου προσάρμοζες την τρύπα του δίσκου από βακελίτη. Εβλεπες ακόμη, στη δεξιά πλευράεμπρός, ένα μηχανισμό αριθμημένο σαν πλάκα ρολογιού, για τη ρύθμιση του χρόνου, αριστερά το μοχλό με τον οποίο ξεκινούσε ή σταματούσε η περιστροφή και πίσω αριστερά το στριφτό αρθρωτό κούφιο μπράτσο σε σχήμα ρόπαλου από νίκελ με τον στρογγυλό αβαθή ηχολήπτη στην άκρη όπου μια βίδα συγκρατούσε τη βελόνα. Οταν άνοιγες τη μπροστινή δίφυλλη πόρτα αντίκριζες κάτι σαν γρίλια που τη σχημάτιζαν λοξά μαύρα σανιδάκια από βερνικωμένο ξύλο - και τίποτε περισσότερο.
«Είναι το τελευταίο μοντέλο», είπε ο αυλικός σύμβουλος που είχε μπεί μαζί τους. «Τελευταίο επίτευγμα της τεςχνολογίας, παιδιά μου, πρώτο πράγμα, καλύτερο δεν υπάρχει στην πιάτσα.» Τα έλεγε αυτά με έναν απίθανα αστείο τρόπο, σαν αμόρφωτος πβωλητής που επαινεί την πραμάτεια του. «Αυτό δεν είναι μηχάνημα», συνέχισε, παίρνοντας από ένα από τα τσίγκινα κουτάκια που ήταν τοποθετημένα στο τραπεζάκι τη βελόνα και στερεώνοντάς την, «αυτό είναι όργανο, ένα Στραντιβάρι, ένα Γκουαρνέρι, εδώ βασιλεύουν οι πιο εκλεπτυσμένες συνθήκες ηχητικής! “Polyhymnia” λέγεται η μάρκα, όπως βλέπετε στην επιγραφή στο μέσα μέρος του καπακιού. Γερμανικό προϊόν, ξέρετε. Φτιάχνουμε τα καλύτερα και με απόσταση. Η πίστη στη μουσική, στη σύγχρονη, μηχανική μορφή της. Η γερμανική ψυχή up to date. Εδώ είναι η συλλογή!» είπε και έδειξε ένα ντουλαπάκι στον τοίχο, όπου στέκονταν στη σειρά άλμπουμ με φαρδιές ράχες. «Σας τα παραδίδω για την ελεύθερη απόλαυσή σας, αφιερώνοντάς το όμως ατην προστασία σας. Να απολαύσουμε για δοκιμή ένα δίσκο;»
Οι ασθενείς συμφώνησαν, ικετεύοντας μάλιστα, και ο Μπέρενς τράβηξε έναν από τους σιωπηρά πλήρεις τόμους, γύρισε τα χοντρά φύλλα, έβγαλε από μια από τις χαρτονένιες θήκες, που μέσα από τα κυκλικά κοψίματά τους, στη μέση διέκρινε κανείς τους τίτλους, ένα δίσκο και τον τοποθέτησε στο γραμμόφωνο. Με μια κίνηση του χεριού έδωσε ρεύμα, περίμενε δυο δευτερόλεπτα μέχρι να αποκτήσει πλήρη ταχύτητα και ακούμπησε τη λεπτή αιχμή της ατσάλινης βελόνας προσεκτικά στην περίμετρο του δίσκου. Ακούστηκε ένα ελαφρύ γρατζούνισμα. Κατέβασε το καπάκι και την ίδια στιγμή ξέσπασε μες από την ανοιχτή δίφυλλη πόρτα, ανάμεσα στις σχισμάδες της γρίλιας, όχι, από ολόκληρο το σώμα του κουτιού φασαρία οργάνων, εύθυμη δυνατή επίμονη μελωδία, οι πρώτοι αρθρωτοί χρόνοι μιάς ουβερτούρας του Οφενμπαχ.
Αφουγκράστηκαν χαμογελώντας με ανοιχτά στόματα. Δεν πίστευαν στα αυτιά τους πόσο απόλυτα καθαρά και φυσικά ακούγονταν τα μελίσματα των ξύλινων πνευστών. Ενα βιολί, τελείως μόνο του, εισήγαγε με φανταστικό τρόπο. Ακουγες το τράβηγμα του δοξαριού, το τρέμουλο της λαβής, το γλυκό πέρασμα από το ένα ύψος στο άλλο. Βρήκε τη μελωδία του, το βαλς Ach ich habe Dich verloren. Η ορχήστρα έπιασε ανάλαφρα τον όμορφο σκοπό και ήταν να χαίρεσαι πώς αυτή επαναλαμβανόταν σαν βουερό σύνολο. Φυσικά δεν ήταν το ίδιο όπως αν έπαιζε αληθινή ορχήστρα στο δωμάτιο. Το σώμα του ήχου, αν και κατά τα άλλα έμενε αναλλοίωτο, είχε υποστεί μία μείωση σε βάθος. Ηταν, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για την ακοή μια παραβολή από την όραση, σαν να έβλεπες έναν πίνακα μέσα από αναποδογυρισμένα κυάλια, ώστε να εμφανίζεται απομακρυσμένος και σε σμίκρυνση, χωρίς να χάνει τίποτα από τη σαφήνεια της σχεδίασης, τη φωτεινότητα των χρωμάτων. Το κομμάτι, σφιχτό και δροσερό, εξελίχτηκε με όλη την πονηριά της ανέμελης και επιπόλαιης κεντρικής του ιδέας. Το τέλος ήταν ενσάρκωση του ξεφαντώματος, ένας καλπασμός με αστείο ξεκίνημα, ένα ξεδιάντροπο καν-καν που δημιουργούσε την εικόνα από ημίψηλα που πετάγονταν στον αέρα, γόνατα που τινάζονταν, φούστες που σηκώνονταν, και που τα κωμικοθριαμβικά του τελειώματα δεν έβρισκαν τέλος. Υστερα η κίνηση σταμάτησε αυτόματα. Είχε τελειώσει. Ολοι χειροκρότησαν μέσα από την καρδιά τους.
Με φωνές ζήτησαν και άλλο και τους δόθηκε. Από την κιβωτό χύθηκε ανθρώπινη φωνή, ανδρική, απαλή και δυνατή ταυτόχρονα, συνοδευόμενη από ορχήστρα, ένας διάσημος Ιταλός βαρύτονος - και τώρα δεν μπορούσε πια να γίνει λόγος για σμίκρυνση και απόσταση: η υπέροχη φωνή ήχησε με ολόκληρο το φυσικό της όγκο και τη δύναμή της, συγκεκριμένα όταν πήγαινες σε διπλανό δωμάτιο και δεν έβλεπες το μηχάνημα, ήταν το ίδιο σαν ο καλλιτέχνης να στεκόταν στο σαλόνι αυτοπροσώπως, με την παρτιτούρα στο χέρι και να τραγουδούσε. Τραγουδούσε μία αριστοτεχνική άρια στη γλώσσα του - eh, il barbiere. Di qualita! Figaro qua, Figaro la! Figaro, Figaro, Figaro! Οι ακροατές έσκαγαν στα γέλια με την παράφωνη παρλάτα, με την αντίθεση ανάμεσα σε αυτή τη βαθιά φωνή και τη γλωσσοδετική ομιλητικότητα. Οι πιο έμπειροι μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να θαυμάσουν την άρθρωση, την τεχνική της αναπνοής. Μάστορας της μαγείας, βιρτουόζος του ιταλικού ντακάπο, κράτησε τον προτελευταίο τόνο πριν από την τελευταία τονική, προχωρώντας στο πάλκο, όπως φαινόταν και προφανώς υψώνοντας το χέρι, έτσι που τα μπράβο ξέσπασαν πριν ακόμη τελειώσει. Ηταν εξαιρετικός.
Υπήρξε συνέχεια. Ενα κυνηγετικό κόρνο έπαιξε προσεκτικά παραλλαγές πάνω σε ένα δημώδες. Μια σοπράνο ακούστηκε στο στακάτο και στις τρίλιες μιας άριας από την Τραβιάτα με τη γλυκύτερη ακρίβεια και δροσιά. Το πνεύμα ενός παγκόσμια γνωστού βιολιστή έπαιξε σαν να τον έκρυβαν πέπλα, με τη συνοδεία πιάνου που ακουγόταν ξερό σαν σπινέτο, μια ρομάντζα του Ρούμπινσταϊν. Από το απαλό κοχλάζον ντουλάπι έβγαιναν ήχοι από καμπανάκια, γλίστρημα άρπας, το βρόντηγμα της τρομπέτας και στρόβιλοι τυμπάνων. Τέλος έβαλαν και δίσκους χορού. Υπήρχαν μάλιστα και ένας δυο τελευταίας εισαγωγής, του γούστου ταβέρνας εξωτικών λιμανιών, του ταγκό, κατάλληλοι να κάνουν το βιεννέζικο βαλς χορό γερόντων. Δυο ζευγάρια, γνώστες του μοντέρνου χορού, έδειξαν την τέχνη τους. Ο Μπέρενς είχε αποσυρθεί, αφού τους επέστησε την προσοχή να χρησιμοποιούν κάθε βελόνα μονάχα μια φορά και να μεταχειρίζονται τους δίσκους «σαν ωμά αυγά». Ο Χανς Κάστορπ χειριζόταν τη συσκευή.
Γιατί αυτός; Ετσι είχε προκύψει. Με σιγανή αποφασιστικότητα είχε αντιταχθεί σε όσους μετά την αποχώρηση του αυλικού συμβούλου είχαν θελήσει να αναλάβουν την αλλαγή της βελόνας και των δίσκων, τη σύνδεση ή τη διακοπή του ρεύματος. «Αφήστε, θα το κάνω εγώ!» είχε πεί, σπρώχνοντάς τους στην άκρη, και εκείνοι είχαν αποτραβηχτεί αδιάφορα, πρώτον επειδή είχε μια έκφραση σαν να ήξερε από πρίν το χειρισμό και ύστερα επειδή δεν είχαν και μεγάλη όρεξη να ασχολούνται με την πηγή της απόλαυσης αντί να αφήνουν με την άνεσή τους να τους υπηρετούν για όσο διάστημα δεν τους ήταν βαρετό.
Οχι όμως και ο Χανς Κάστορπ. Οσο ο αυλικός σύμβουλος παρουσίαζε το καινούργιο απόκτημα είχε μείνει σιωπηλός στο περιθώριο, χωρίς γέλια, χωρίς επιδοκιμασίες, παρακολουθώντας όμως την παρουσίαση με τεταμένη την προσοχή και στρίβοντας κατά τη συνήθειά του με τα δάσχτυλα το ένα φρύδι. Με κάποια ανησυχία είχε αλλάξει πίσω από τις πλάτες του κοινού θέση, είχε περάσει στη βιβλιοθήκη για να αφουγκραστεί απο εκεί, αργότερα, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και με αδιαπέραστη έκφραση στο πρόσωπο, είχε σταθεί δίπλα στον αυλικό σύμβουλο, με το βλέμμα καρφωμένο στην κιβωτό, ερευνώντας τον εύκολο χειρισμό. Μέσα του κάτι έλεγε: «Αλτ! Προσοχή! Καινούργια εποχή! Αυτό ήρθε για μένα!» Γέμιζε από βέβαιη διαίσθηση καινούργιου πάθους, μαγείας, αγάπης. Ετσι περίπου νιώθει και το αγόρι από τον κάμπο που με την πρώτη ματιά ενός κοριτσιού τον πετυχαίνει ανέλπιστα η σαϊτα του Ερωτα στην καρδιά. Ζήλια οδήγησε αμέσως τα βήματα του Χανς Κάστορπ. Δημόσιο αγαθό; Η τεμπέλικη περιέργεια δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε τη δύναμη να κατέχει. «Αφήστε, θα το κάνω εγώ!» είπε μέσα από τα δόντια του και αυτό είχε αρκέσει.
Τόμας Μάνν - Το Μαγικό Βουνό.
Εξάντας 1995
μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος