Balderrama

17 June 2006
14,350
comment-le-che-est-il-devenu-un-symbole-mondial,M181287.jpg



Την Τρίτη, 10 Οκτωβρίου 1967, μια φωτογραφία μεταδόθηκε στον κόσμο για ν’ αποδείξει ότι ο Γκεβάρα είχε σκοτωθεί την προηγούμενη Κυριακή σε μία συμπλοκή, ανάμεσα σε δύο λόχους του Βολιβιανού στρατού και μιά ομάδα ανταρτών, στη βόρεια πλευρά του ποταμού Ρίο Γκράντε, κοντά σ’ ένα χωριό της ζούγκλας, τη Χιγκέρα. (Αργότερα αυτό το χωριό έλαβε την υπεσχημένη αμοιβή επικήρυξης για τη σύλληψη του Γκεβάρα). Η φωτογραφία του πτώματος ελήφθη σ’ ένα στάβλο, στη μικρή πόλη Βαλεγκράντε. Ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σ’ ένα φορείο και το φορείο πάνω σε μια τσιμεντένια ποτίστρα.

Στη διάρκεια των δύο προηγούμενων χρόνων ο Τσε Γκεβάρα είχε γίνει θρυλικός. Κανείς δεν γνώριζε στα σίγουρα πού βρισκόταν. Δεν υπήρχε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία κάποιου που να τον έχει δεί αλλά η παρουσία του ήταν διαρκώς υποτιθέμενη και σε συνεχή επίκληση.

Τώρα ήταν νεκρός. Οι πιθανότητες επιβίωσής του ήταν αντιστρόφως ανάλογες προς τη δύναμη του θρύλου. Ο θρύλος έπρεπε να καθηλωθεί. «Αν,» έγραψαν οι New York Times, «ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σκοτώθηκε πραγματικά στη Βολιβία, όπως τώρα δείχνει πιθανό, μαζί μ’ αυτόν θα ταφεί και ο μύθος του.»

Δεν ξέρουμε τις συνθήκες του θανάτου του. Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για το ποιόν αυτών στα χέρια των οποίων έπεσε, από το πώς μεταχειρίσθηκαν το σώμα του μετά το θάνατό του. Πρώτα το έκρυψαν. Μετά το εξέθεσαν. Υστερα το έθαψαν σ’ ένα ανώνυμο τάφο, σ’ ένα άγνωστο μέρος. Επειτα το ξέθαψαν. Στη συνέχεια το έκαψαν. Αλλά πριν το κάψουν, έκοψαν τα δάχτυλα για μετέπειτα ταυτοποίηση. Αυτό θα μπορούσε να υπονοεί ότι είχαν σοβαρές αμφιβολίες αν αυτός που είχαν σκοτώσει ήταν πράγματι ο Γκεβάρα. Θα μπορούσε επίσης να υπονοεί ότι δεν είχαν αμφιβολίες αλλά φοβούνταν το πτώμα. Τείνω να πιστέψω το δεύτερο.

Σκοπός της ραδιοφωτογραφίας της 10ης Οκτωβρίου ήταν να βάλει ένα τέλος σ’ ένα θρύλο. Ωστόσο, σε πολλούς απ’ αυτούς που την είδαν, το αποτέλεσμα μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικό. Ποιά είναι η σημασία του; Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φωτογραφία τώρα; Στο βαθμό που με αφορά, δεν μπορώ παρά να την αναλύσω προσεκτικά.


theanatomylesson2.jpg



Υπάρχει μία ομοιότητα ανάμεσα στη φωτογραφία και στον πίνακα του Ρέμπραντ «Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Tulp». Ο ντυμένος στην τρίχα Βολιβιανός συνταγματάρχης με το μαντήλι στη μύτη έχει πάρει τη θέση του καθηγητή. Οι δύο φιγούρες στ’ αριστερά κοιτάζουν το πτώμα με το ίδιο έντονο αλλά απρόσωπο ενδιαφέρον όπως οι δύο πλησιέστεροι γιατροί στ’ αριστερά του καθηγητή. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν περισσότερες φιγούρες στον πίνακα του Ρέμπραντ –όπως σίγουρα υπήρχαν περισσότεροι άνδρες που δεν φαίνονται στη φωτογραφία στο στάβλο της Βαλεγκράντε. Αλλά η τοποθέτηση του πτώματος σε σχέση με τις φιγούρες από πάνω του και η καθολική σιγαλιά γύρω από το πτώμα είναι παρόμοιες.

Κι ούτε πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό, καθώς οι δύο εικόνες λειτουργούν το ίδιο: και οι δύο δείχνουν ένα πτώμα που εξετάζεται διαδικαστικά και αντικειμενικά. Το κυριότερο, και οι δύο εικόνες ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν παραδειγματικά το νεκρό: η μία προς χάριν της προόδου της ιατρικής, η άλλη σαν πολιτική προειδοποίηση. Υπάρχουν χιλιάδες φωτογραφίες νεκρών και σφαγιασμένων. Αλλά οι περιστάσεις σπανίως είναι τυπικά επιδεικτικές. Ο δόκτωρ Tulp επιδεικνύει τους συνδέσμους ενός βραχίονα κι αυτό που λέει ισχύει για το συνηθισμένο βραχίονα κάθε ανθρώπου. Ο συνταγματάρχης δείχνει την ύστατη τύχη ενός περιβόητου αρχηγού των ανταρτών κι αυτό που λέει έχει για αποδέκτη του κάθε αντάρτη της ηπείρου.

Θυμήθηκα επίσης μια άλλη εικόνα: τον πίνακα του νεκρού Χριστού του Mantegna στη Μπρέρα του Μιλάνου.

568px-Andrea_Mantegna_-_Beweinung_Christi.jpg


Το σώμα απεικονίζεται από το ίδιο ύψος, αλλά από τα πόδια αντί πλευρικά. Τα χέρια είναι σε παρόμοιες θέσεις, τα δάχτυλα στριμμένα στην ίδα κίνηση. Οι πτυχώσεις του υφάσματος που σκεπάζει το κάτω μέρος του σώματος είναι ζαρωμένες με τον ίδιο τρόπο όπως τα αιματοβαμμένα πράσινα παντελόνια του Γκεβάρα. Το κεφάλι είναι ανασηκωμένο στην ίδια κλίση. Το στόμα είναι κρεμασμένο το ίδιο ανέκφραστα. Τα μάτια του Χριστού είναι κλεισμένα γιατί υπάρχουν δύο θρηνούσες δίπλα του. Τα μάτια του Γκεβάρα είναι ανοιχτά, γιατί δεν υπάρχουν πενθούντες: μόνο ο συνταγματάρχης, ένας πράκτορας της αμερικάνικης υπηρεσίας πληροφοριών, κάποιοι Βολιβιανοί φαντάροι και οι δημοσιογράφοι. Γι άλλη μια φορά, η ομοιότητα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι να εκθέσεις έναν εγκληματία νεκρό.

Τούτη τη φορά ωστόσο η ομοιότητα ήταν παραπάνω από συμβολική – λειτουργική. Η συγκίνηση με την οποία αντέδρασα στη φωτογραφία του πρωτοσέλιδου ήταν πολύ κοντά σ’ αυτό που, με τη βοήθεια της ιστορικής φαντασίας, θεωρούσα ότι ήταν η απόκριση ενός πιστού της εποχής απέναντι στον πίνακα του Mantegna. Η δύναμη μιάς φωτογραφίας έχει λίγο χρόνο ζωής. Όταν κοιτάζω τη φωτογραφία τώρα, μπορώ να οργανώσω τα πρώτα, ασυνάρτητα συναισθήματά μου. Ο Γκεβάρα δεν ήταν Χριστός. Αν ποτέ ξαναδώ τον πίνακα του Mantegna στο Μιλάνο, θα τον δώ με το νού μου στο σώμα του Γκεβάρα. Αυτό συμβαίνει μόνο σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, όπου η τραγωδία του θανάτου κάποιου, συμπληρώνει και συνοψίζει το νόημα ολόκληρης της ζωής του. Το ξέρω αυτό για τον Γκεβάρα και κάποιοι ζωγράφοι το ήξεραν κάποτε για το Χριστό. Είναι θέμα συγκινησιακής ανταπόκρισης.
Το λάθος που έκαναν πολλοί σχολιαστές του θανάτου του Γκεβάρα, ήταν τα συμπεράσματα τα βασισμένα πάνω στην πολεμική του δεξιότητα ή σε κάποια συγκεκριμένη επαναστατική στρατηγική. Ετσι, μιλούν για αναποδιά ή για ήττα. Δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω την απώλεια που μπορεί να σημαίνει ο θάνατος του Γκεβάρα για το επαναστατικό κίνημα της Νότιας Αμερικής. Αλλά είμαι βέβαιος ότι ο Γκεβάρα αντιπροσώπευε πολύ περισσότερα από τις λεπτομέρειες των σχεδίων του. Αντιπροσώπευε μια απόφαση, μια κατάληξη.

Ο Γκεβάρα θεώρησε την κατάσταση του κόσμου ως έχει αφόρητη. Μόλις πρόσφατα αυτό είχε γίνει φανερό. Προηγουμένως, οι συνθήκες κάτω απ τις οποίες ζούσαν τα 2/3 του πληθυσμού του πλανήτη ήταν πάνω κάτω οι ίδιες με τώρα. Ο βαθμός εκμετάλλευσης και εξανδραποδισμού το ίδιο μεγάλος. Η δυστυχία το ίδιο έντονη και διαδεδομένη. Η ασωτία το ίδιο τεράστια. Αλλά ο κόσμος δεν ήταν αφόρητος γιατί ολόκληρη η αλήθεια γι αυτές τις συνθήκες ήταν άγνωστη – ακόμη και σ αυτούς που τις υπέφεραν. Οι αλήθειες δεν είναι διαρκώς εμφανείς στις περιστάσεις που αναφέρονται. Γεννιούνται – κάποιες φορές καθυστερημένα. Αυτή η αλήθεια γεννήθηκε με τους αγώνες και τους πολέμους της εθνικής απελευθέρωσης. Στο φώς της νεογέννητης αλήθειας, η σημασία του ιμπεριαλισμού άλλαξε. Οι αξιώσεις του τώρα φαίνονταν διαφορετικές. Παλιότερα απαιτούσε φτηνές πρώτες ύλες, εκμετάλλευση της εργασίας και μια ελεγχόμενη παγκόσμια αγορά. Σήμερα θέλει μια ανθρωπότητα που να μη την υπολογίζει σε τίποτα.
Ο Γκεβάρα οραματίσθηκε το θάνατό του στην επαναστατική πάλη κατά αυτού του ιμπεριαλισμού. «Όταν έρθει η ώρα μας, ο θάνατος είναι καλοδεχούμενος αρκεί η πολεμική κραυγή μας να έχει φτάσει σ’ ένα πρόθυμο αυτί κι ένα άλλο χέρι να απλωθεί για να πάρει τα όπλα μας και άλλοι άνθρωποι να είναι έτοιμοι να ψάλλουν το μοιρολόϊ μας με συνοδεία το staccato τραγούδι του πολυβόλου και καινούργιες πολεμικές κραυγές αγώνα και νίκης».


John Berger: The Look of Things – The Viking Press, N.Y. 1974






che_guevara_13625000.jpg


Η εικόνα του Τσε Γκεβάρα: Ο καθρέφτης της ντροπής


Να μιλάς σήμερα για τον Ερνέστο Γκεβάρα, τον θρυλικό Τσε, είναι σαν να πατάς αμέριμνος πάνω στον τάφο του παππού σου. Κι ωστόσο δεν είναι τόσο απόμακρος στον χρόνο όσο οι παππούδες μας, συνομήλικος είναι, ή περίπου. Σύγχρονος κι απόμακρος μαζί. Την απόσταση από τον επαναστάτη μιας άλλης εποχής τη δημιουργεί η πραγματική ιστορία του Γκεβάρα μέσα στην εποχή του, που δεν είναι πια η δική μας. Την «επικαιρότητά» του, τη συγχρονικότητά του, η αγορά των συμβόλων. Δεν εννοώ τα εμπορεύσιμα σύμβολα που κατασκευάζουν τα ΜΜΕ, αλλά τα σύμβολα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι και με τα οποία αλληλοαναγνωρίζονται. Γι’ αυτή τη δεύτερη συμβολοποίηση του Γκεβάρα θέλω να πω δυο λόγια, για την εικόνα του που ξεπερνά την εποχή του, ακόμη και την ιστορική του προσωπικότητα.

Δύο τα κύρια στοιχεία αυτής της εικόνας που καταναλώθηκε όσο λίγες αυτά τα τελευταία τριάντα χρόνια: το ένα ο ωραίος, ο νέος, ο ιδαλγικός επαναστάτης με το αστέρι στο μαύρο του μπερέ και το βλέμμα ν’ ατενίζει τον ορίζοντα. Το άλλο στοιχείο, ένα πτώμα ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι, τρυπημένο από τις σφαίρες των εκτελεστών του που έστειλαν τον Τσε στον άλλο κόσμο, ένα πτώμα «όμορφο», σαν Χριστός μετά την αποκαθήλωση, πτώμα όμως που έδειχνε αναντίλεκτα ότι ο ζωντανός άνθρωπος ήταν πλέον πεθαμένος και νεκρός.

Σε όσους έβλεπαν την εικόνα του ιδαλγικού επαναστάτη, η φωτογραφία του πτώματος έλεγε ότι το όραμα και ο οραματιστής δεν υπάρχουν πια. Σε όσους, πάλι, έβλεπαν το τρυπημένο από τις σφαίρες πτώμα, την αμετάκλητη απουσία του επαναστάτη, εκείνο το φλογερό βλέμμα της εικόνας του Τσε τον ξανάφερνε στη Γη ζωντανό ως επαναστάτη. Τη μια εικόνα, του νεκρού, την έφτιαξε η φωτογραφική μηχανή και οι σκοποί εκείνων που φωτογράφισαν το πτώμα.

Ήθελαν να καταδείξουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο σε όλη την οικουμένη ότι ο Τσε ήταν νεκρός. Μαζί του και ό,τι προσπάθησε, όσα οραματίστηκε. Επέζησε όμως επίμονα η εικόνα του επαναστάτη με το βλέμμα ν’ ατενίζει τον ορίζοντα, παρ’ όλη την εμπορευματοποίηση που του επέβαλλαν τα ΜΜΕ, οι μόδες, οι ενδυματολογο-μουσικές βιομηχανίες και εκκεντρικότητες. Δεν ήταν όμως δικό τους δημιούργημα, όσο κι αν την ιδιοποιήθηκαν, την εκμεταλλεύτηκαν, την πούλησαν, όσο κι αν τη μελοδραματοποίησαν. Δεν ήταν η αγοραία χρήση της φωτογραφίας, του θρύλου και του μύθου που κράτησε στη ζωή το σύμβολο επί τριάντα χρόνια. Διότι το εικονίζον παρέπεμπε συνεχώς στον εικονιζόμενο και τα συμφραζόμενά του, σε μια φαντασιακή αναφορά, πέρα από τις μεντιατικές παραποιήσεις και τις ιδεολογικές οικειοποιήσεις του εκάστοτε συρμού.

Το εικονιζόμενο ήταν μια ρομαντική αναφορά στο πνεύμα της εξέγερσης, συμπύκνωνε τους οραματικούς συμβολισμούς μιας ολόκληρης γενιάς: της εξεγερμένης νεολαίας της δεκαετίας του ’60. Όχι, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στην περίπτωση αυτή τη ρήση του Ιωάννου του Δαμασκηνού «άλλο το εικονίζον και άλλο το εικονιζόμενο», διότι υπήρξε ανάμεσά τους μια μυστική επικοινωνία. Η εικόνα του επαναστατικού συμβόλου, όπως όλα τα σύμβολα, καθοδηγούσε το βλέμμα μέσα στο χάος του άγνωστου και της προσδοκίας.

Δεν αναφέρομαι στους συμβολισμούς του Τσε και της εικόνας του στη Λατινική Αμερική. Εκεί η επιθυμία και η ανάγκη, η κοινωνική συνθήκη της καταπιεσμένης αγροτιάς και της απέραντης πλέμπας των πόλεων, δίνουν άλλα νοήματα στους λαϊκούς συμβολισμούς και τις κοινωνικές πρακτικές. Εκτρέφουν ακόμη και την αγιοποίηση. Δεν είναι ίδια η περίπτωση στο Καρτιέ Λατέν, στη Ρώμη, στα Εξάρχεια. Αναφέρομαι στη θέση που κατέκτησε το σύμβολο Τσε στην εξεγερμένη νεολαία -κι όχι μόνο- της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Εδώ, σ’ ένα πρώτο επίπεδο πρόσληψης του Τσε έδρασε ο συμβολισμός του αντάρτη, του γκεριγέρο, για την άμεση πολιτική συνθηματολογία: ένα, δύο, τρία Βιετνάμ, η Τρικοντινεντάλ, η εξουσία βρίσκεται στην άκρη του τουφεκιού (μαοϊκό αυτό, αλλά συμβατό με το γκεβαρικό διάβημα), το αντάρτικο πόλης, ο ένοπλος αγώνας που μόνο αυτός αποδίδει την αλήθεια στην επαναστατική πράξη, η θεωρία του focus, το παράδειγμα της πρωτοποριακής ομάδας που θα μιμηθούν οι μάζες, η επανάσταση μέσα στην επανάσταση, ο ασυμβίβαστος αντιγραφειοκράτης. Όμως, αυτή η άμεση πολιτική συνθηματολογία και ιδεολογία, η εμπνευσμένη από το παράδειγμα του Γκεβάρα και που μετέτρεψε τον πολιτικό-πρακτικό και θεωρητικό του λόγο σε «γκεβαρισμό», γρήγορα εκμηδενίστηκε, όπως και η απόπειρα του Τσε στα βουνά της Βολιβίας. Και δεν άφησε τίποτε πίσω της, παρά μονάχα τη νοσταλγία και κάποιες απονεννοημένες απόπειρες που έσβησαν κι αυτές στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αρχές ’80, μέσα στην αποτυχία και την απόγνωση των εμπνευστών της. Ο γκεβαρισμός στη Δύση δεν είχε συνέχεια. Υπήρξε όμως κάτι βαθύτερο από την επαναστατική γυμναστική και την ανατρεπτική φλυαρία, που πουθενά δεν γνώρισαν καμιά νίκη. Ξέρουμε ότι οι εξεγέρσεις -οι φοιτητικές και οι εργατικές- της δεκαετίας του ’60 δεν απείλησαν και δεν άλλαξαν τα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια -τον καπιταλισμό- των κοινωνιών που τις γέννησαν. Η μια κοινωνία μετά την άλλη, η μια εξουσία μετά την άλλη επανέκτησαν γρήγορα το πρόσκαιρα χαμένο έδαφος, εξομάλυναν την αναταραχή, ξαναβρήκαν τον βηματισμό τους. Τούτη η επανάκτηση θα ήταν υπεραρκετή να ενταφιάσει για πάντα το είδωλο του Τσε, όπως χώνεψε κι άλλα πολύ πιο μακρόβια και πολύ πιο αγκυρωμένα στις συλλογικές αναπαραστάσεις σύμβολα.

Πρέπει, ωστόσο, να πάρουμε υπόψη ότι, κατά την «εξεγερμένη» δεκαετία του ’60 στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως, είχε υπάρξει μια ορισμένη σύγκλιση του πολιτικού οράματος με το πολιτισμικό. Εντελώς επιγραμματικά υπενθυμίζω νέα αιτήματα που ανατάραζαν την κατεστημένη τάξη: σεξουαλική επανάσταση, φεμινισμός, αντιαυταρχικό σχολείο, σχετικοποίηση της επιστήμης, αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, οικολογία, αντιψυχιατρική, έκρηξη της υποκειμενικότητας, αμφισβήτηση της πυρηνικής οικογένειας και γενικότερα των ιεραρχικών δομών, αναθεμελίωση του πανεπιστημίου, αμφισβήτηση του ευρωπαιοκεντρισμού, της κομματοκρατίας, του γραφειοκρατικοποιημένου συνδικαλισμού, της μικροαστικής ηθικής. Για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα ότι η εξουσία θεμελιώνεται όχι μόνο στο κράτος και τα χρηματιστήρια, αλλά και σε άλλους πολιτιστικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στη γλώσσα και στην τέχνη και στο σχολείο. Αυτές οι αναζητήσεις, οι ζητήσεις και κινήματα, συνοδευμένες από τη ροκ, τα τζην, τα τραγούδια των Μπητλς και του Ντύλαν, συνοδευμένες από το αντιπολεμικό πνεύμα και την άρνηση του σοβιετισμού, καταλήγουν σε αποσύνθεση μέσα στη νοσταλγία ή στην αντιστροφή. Η φαντασία δεν ήρθε στην εξουσία, πολλοί «φαντασμένοι» όμως θρονιάστηκαν για τα καλά εκεί. Σ’ αυτές όμως τις κοινωνικές ζητήσεις της δεκαετίας του ’60 πρέπει να αναζητήσει κανείς τους λόγους της επιβίωσης του ειδώλου του Τσε: στο σώμα, αν και ασπόνδυλο, μιας πολιτιστικής επανάστασης, που δεν βρήκε τρόπο να είναι κάπως και πολιτική. Γιατί ήταν πράγματι μια πολιτιστική επανάσταση, μολονότι τελικά χάθηκε αφήνοντας τον Κλίντον με το τρομπόνι του να παίζει τον επικήδειό της.

Ο Τσε, αν και χάθηκε «ανώφελα», θα πάρει επικές διαστάσεις. Ίσως ήταν η τελευταία έκφραση επικής ιδεολογίας. Το μοντέλο, βέβαια, του γκεβαρισμού δεν αντιστοιχούσε σε ό,τι προσδιόριζε την εποχή εκείνη στην ανεπτυγμένη Δύση. Ο Τσε, όμως, αυτό το βλέμμα στον ορίζοντα, ενσάρκωσε δυνατά την προσδοκία για την αλλαγή της ζωής, των προϋποθέσεων της ζωής. Δεν ξέρω τι έβλεπε ο ίδιος, ίσως μάλιστα το όραμά του να μας είναι ξένο σήμερα, όπως και οι τρόποι που διάλεξε για να το πραγματοποιήσει, ίσως να προστάτευσε τη σαγήνη του ο θάνατός του. Παρά ταύτα, δεν πιστεύω ότι η «επικαιροποίηση» του Γκεβάρα αυτές τις μέρες είναι μεντιατικός θόρυβος, ούτε νοσταλγία παλαιών πολεμιστών που τη συνδαυλίζει η επέτειος. Έχει μείνει κάτι πολύ σημαντικό, ζεστό, από τη δεκαετία του ’60 και το κατεξοχήν σύμβολό της: η ανάγκη της εξέγερσης, η κληρονομιά της απείθειας. Η ανάγκη της εξέγερσης, της επανάστασης, είναι η πιο ανθρώπινη πολιτική και ηθική ανάγκη, όταν η ζωή γίνεται αβίωτη. Είναι η στιγμή που, όπως έλεγε ο Ζιλ Ντελέζ, αισθανόμαστε ντροπή να είμαστε άνθρωποι. Η εικόνα του Ερνέστο Γκεβάρα είναι ο καθρέφτης για το πρόσωπο της ντροπής μέσα στον μεταμοντέρνο κόσμο μας.

Άγγελος Ελεφάντης, Ενθέματα, εμβολιασμοί και στράτευση. Παρεμβάσεις για την Αριστερά 1996-2008, Αθήνα 2008