Χαίρετε,
Επειδή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο το σύστημα δεν μου επιτρέπει να ποστάρω λινκ, αντιγράφω από τη σημερινή «Καθημερινή» ένα ελεύθερο κομμάτι περί της «χαράς της ακρόασης». Πιστεύω ότι θα το βρείτε ενδιαφέρον...
"Η χαρά της ακρόασης
Tης Αμαντας Μιχαλοπουλου
Σε μια υπαίθρια αγορά του Βερολίνου βρήκαμε ένα κόκκινο φορητό πικ απ. Δουλεύει με μπαταρία και ανοίγει σαν βαλιτσάκι. Το περιεργαστήκαμε, το θαυμάσαμε, το αποχωριστήκαμε και στο τέλος επιστρέψαμε για να παζαρέψουμε την τιμή του. Δεν μπορέσαμε να του αντισταθούμε: όχι πώς είμαστε συλλέκτες βινυλίου ή πώς θα γίνουμε ποτέ. Το να συλλέγεις χρειάζεται ειδική ιδιοσυγκρασία –πάθος, πείσμα, έμμονες ιδέες και κτητικότητα. Οπότε κάτι άλλο, πιο βαθύ και ανομολόγητο, μάς έσπρωξε σ’ αυτή την αγορά.
Τι άραγε; Η ομορφιά του αντικειμένου; Το βαλιτσάκι που παίζει μουσική με μπαταρία ήταν πράγματι όμορφο, ωστόσο ούτε η ομορφιά αρκεί από μόνη της. Δεν είμαστε εστέτ, ούτε διακατεχόμαστε από νοσταλγία του ντιζάιν. Ξεφυλλίζουμε τ’ αντίστοιχα περιοδικά αν τύχει, αλλά δεν αγοράζουμε παλιές ηλεκτρικές συσκευές αποσκοπώντας σ’ ένα μουσειακό σπίτι. Το φορητό πικ απ είχε άραγε χρηστική αξία; Ασφαλώς, έπαιζε μουσική. Αλλά τι είδους χρηστική αξία είναι αυτή στην εποχή των μαγικών μορφών συμπίεσης, όπως το mp3; Τι να την κάνεις τη λίμνη αν μπορείς να κολυμπήσεις στον ωκεανό της προσβάσιμης μουσικής πληροφορίας, της λίστας τραγουδιών, της οργάνωσης μουσικών αρχείων; Ισως είναι ωραία ιδέα να παίρνεις το πικ απ σου και να κάθεσαι στο πάρκο, αλλά το ίδιο δεν μπορείς να κάνεις με το κινητό τηλέφωνο ή το i-pod και μάλιστα πιο διακριτικά;
Την αξία του πικ-απ την κατανοήσαμε σιγά σιγά παίζοντας τις πρώτες μέρες το ίδιο και ξανά το ίδιο βινύλιο. Η σημασία της αγοράς σχετιζόταν με την ίδια τη φυσική πράξη της επιλογής ενός τραγουδιού. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο η πράξη αυτή ενίσχυε την αίσθηση συμμετοχής στη διαδικασία της μουσικής. Οπως ο αναγνώστης διαβάζει το βιβλίο του, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να ακούει την αφήγηση ενός μυθιστορήματος στο cd player του αυτοκινήτου, έτσι κι ο ακροατής μουσικής επανεκτιμά τον καλλιτεχνικό κόπο της παραγωγής ενός άλμπουμ διαλέγοντας τα τραγούδια που θ’ ακούσει. Και ακούει καλύτερα: ακούει κάτι για το οποίο μόχθησε με κινήσεις του σώματός του.
Η αντιστοιχία μεταξύ ανάγνωσης και ακρόασης είναι ευνόητη: διαβάζουμε με τα μάτια μας, ακούμε με τ’ αυτιά μας. Η μουσική ωστόσο έχει εκπέσει σε ένα είδος μηχανικής αναπαραγωγής ήχων. Το μουσικό χαλί που μας συνοδεύει από το πρωί ώς το βράδυ, η μουσική βιβλιοθήκη στο κομπιούτερ μας, στα πάρτι μας, στην αναμονή των τηλεφωνικών κλήσεων είναι ευλογημένη ευκολία. Καλύπτει τα «ερασιτεχνικά» κενά, τις σιωπές, τις μεταβάσεις. Ελαχιστοποιεί την προσπάθεια, πράγματι. Αλλά και την προσοχή, τη χαρά της ακρόασης."
Επειδή για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο το σύστημα δεν μου επιτρέπει να ποστάρω λινκ, αντιγράφω από τη σημερινή «Καθημερινή» ένα ελεύθερο κομμάτι περί της «χαράς της ακρόασης». Πιστεύω ότι θα το βρείτε ενδιαφέρον...
"Η χαρά της ακρόασης
Tης Αμαντας Μιχαλοπουλου
Σε μια υπαίθρια αγορά του Βερολίνου βρήκαμε ένα κόκκινο φορητό πικ απ. Δουλεύει με μπαταρία και ανοίγει σαν βαλιτσάκι. Το περιεργαστήκαμε, το θαυμάσαμε, το αποχωριστήκαμε και στο τέλος επιστρέψαμε για να παζαρέψουμε την τιμή του. Δεν μπορέσαμε να του αντισταθούμε: όχι πώς είμαστε συλλέκτες βινυλίου ή πώς θα γίνουμε ποτέ. Το να συλλέγεις χρειάζεται ειδική ιδιοσυγκρασία –πάθος, πείσμα, έμμονες ιδέες και κτητικότητα. Οπότε κάτι άλλο, πιο βαθύ και ανομολόγητο, μάς έσπρωξε σ’ αυτή την αγορά.
Τι άραγε; Η ομορφιά του αντικειμένου; Το βαλιτσάκι που παίζει μουσική με μπαταρία ήταν πράγματι όμορφο, ωστόσο ούτε η ομορφιά αρκεί από μόνη της. Δεν είμαστε εστέτ, ούτε διακατεχόμαστε από νοσταλγία του ντιζάιν. Ξεφυλλίζουμε τ’ αντίστοιχα περιοδικά αν τύχει, αλλά δεν αγοράζουμε παλιές ηλεκτρικές συσκευές αποσκοπώντας σ’ ένα μουσειακό σπίτι. Το φορητό πικ απ είχε άραγε χρηστική αξία; Ασφαλώς, έπαιζε μουσική. Αλλά τι είδους χρηστική αξία είναι αυτή στην εποχή των μαγικών μορφών συμπίεσης, όπως το mp3; Τι να την κάνεις τη λίμνη αν μπορείς να κολυμπήσεις στον ωκεανό της προσβάσιμης μουσικής πληροφορίας, της λίστας τραγουδιών, της οργάνωσης μουσικών αρχείων; Ισως είναι ωραία ιδέα να παίρνεις το πικ απ σου και να κάθεσαι στο πάρκο, αλλά το ίδιο δεν μπορείς να κάνεις με το κινητό τηλέφωνο ή το i-pod και μάλιστα πιο διακριτικά;
Την αξία του πικ-απ την κατανοήσαμε σιγά σιγά παίζοντας τις πρώτες μέρες το ίδιο και ξανά το ίδιο βινύλιο. Η σημασία της αγοράς σχετιζόταν με την ίδια τη φυσική πράξη της επιλογής ενός τραγουδιού. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο η πράξη αυτή ενίσχυε την αίσθηση συμμετοχής στη διαδικασία της μουσικής. Οπως ο αναγνώστης διαβάζει το βιβλίο του, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να ακούει την αφήγηση ενός μυθιστορήματος στο cd player του αυτοκινήτου, έτσι κι ο ακροατής μουσικής επανεκτιμά τον καλλιτεχνικό κόπο της παραγωγής ενός άλμπουμ διαλέγοντας τα τραγούδια που θ’ ακούσει. Και ακούει καλύτερα: ακούει κάτι για το οποίο μόχθησε με κινήσεις του σώματός του.
Η αντιστοιχία μεταξύ ανάγνωσης και ακρόασης είναι ευνόητη: διαβάζουμε με τα μάτια μας, ακούμε με τ’ αυτιά μας. Η μουσική ωστόσο έχει εκπέσει σε ένα είδος μηχανικής αναπαραγωγής ήχων. Το μουσικό χαλί που μας συνοδεύει από το πρωί ώς το βράδυ, η μουσική βιβλιοθήκη στο κομπιούτερ μας, στα πάρτι μας, στην αναμονή των τηλεφωνικών κλήσεων είναι ευλογημένη ευκολία. Καλύπτει τα «ερασιτεχνικά» κενά, τις σιωπές, τις μεταβάσεις. Ελαχιστοποιεί την προσπάθεια, πράγματι. Αλλά και την προσοχή, τη χαρά της ακρόασης."